Toradora! (Greek):Volume1 Chapter4

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 4

Το σχέδιο ήταν απλό…

Στο μάθημα της γυμναστικής εκείνη την ημέρα θα έπαιζαν μπάσκετ. Τα αγόρια και τα κορίτσια θα έπαιζαν χωριστά, αλλά πρωτύτερα θα έκαναν μαζί προθέρμανση…Για την προθέρμανση θα χωριζόντουσαν σε ζευγάρια, και για περίπου 10 λεπτά θα έκαναν ασκήσεις για ζέσταμα και πάσες.

Οι μαθητές μπορούσαν να διαλέξουν όποιον ήθελαν για παρτεναίρ στο ζέσταμα, ο γυμναστής ενδιαφερόταν μόνο να είναι όλοι σε ζευγάρια.

«Γι’αυτό, αυτή είναι τέλεια ευκαιρία για δυο άτομα που δεν κουβεντιάζουν συχνά να μιλήσουν. Καλύτερη δε γίνεται! Γι’αυτό, θα κάνεις ζέσταμα με τον Κιταμούρα οπωσδήποτε!»

Ο Ρυουτζί εξηγούσε τη στρατηγική του καθώς πήγαινε προς το γυμναστήριο με τη φόρμα του. Δίπλα του ήταν η Αϊσάκα, που έπαιζε με την αλογοουρά της γκρινιάζοντας,

«Να κάνω ζέσταμα μαζί του…Μα κανείς στην τάξη δε ζευγαρώνει με κάποιον του αντίθετου φύλου. Έπειτα εγώ πάντα είμαι ζευγάρι με τη Μινορίν, και ο Κιταμούρα-κουν με σένα. Και τώρα να πάω ξαφνικά να του ζητήσω να κάνουμε ζέσταμα μαζί…Απλά δεν μπορώ να το κάνω!»

Καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια η φωνή της έσβησε. Τσ, τσ, τσ! Ο Ρυουτζί κούνησε το δάχτυλό του μπροστά στη μύτη της ενώ της εξηγούσε με περηφάνια το σχέδιό του,

«Πράγματι, συνήθως έτσι είναι. Άκου τώρα! Ο σκοπός είναι να ζευγαρώσεις με τον Κιταμούρα χαλαρά και φυσιολογικά, οπότε θα χρειαστεί μια προετοιμασία. Πρώτα, εγώ θα ζευγαρώσω μαζί σου…»

Η Αϊσάκα τον κοίταξε καχύποπτα,

«…Και μετά;»

«Τότε ο Κιταμούρα αναγκαστικά θα ζευγαρώσει με κάποιον άλλο. Μόλις βρω ευκαιρία, θα πετάξω δήθεν κατά λάθος τη μπάλα πάνω στον παρτεναίρ του Κιταμούρα. Δε θα τον χτυπήσω πολύ, αλλά θα είναι αρκετό για να προκληθεί αναστάτωση, και φυσικά θα πρέπει να τον συνοδεύσω στο αναρρωτήριο όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις. Και τότε, ποιος θα μείνει πίσω;»

«…Εγώ, και ο Κιταμούρα-κουν;»

«Ακριβώς! Και έτσι θα μπορείς να του πεις κάτι του τύπου ‘Φαίνεται πως αναγκαστικά θα κάνουμε μαζί προθέρμανση τώρα’…»

«Έλα τώρα, με κοροϊδεύεις; Αποκλείεται να είσαι τόσο καλός ηθοποιός. Και πιστεύεις στ’αλήθεια ότι αυτό το κόλπο θα πιάσει;»

«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να πιάσει!»

Καθισμένοι δίπλα δίπλα έβαλαν τα αθλητικά τους παπούτσια, και μετά μαζεύτηκαν μαζί με τα άλλα παιδιά της τάξης μπροστά στο γυμναστή τους.

"Σήμερα...θα εξασκηθούμε στις πάσες και μετά θα παίξουμε μπάσκετ" άρχισε να εξηγεί ο γυμναστής.

"Λοιπόν, ξεκινάμε προθέρμανση! Χωριστείτε όλοι σε ζευγάρια!"

"Έι, Αϊσάκα!"

"Εδώ είμαι! Κάνουμε ομάδα σήμερα, Τακάσου-κουν;"

"Έγινε! Φύγαμε!"

"Μπράβο, ξεκινήστε! Φαίνεται πως κάποιοι ήρθαν με όρεξη σήμερα!"

Ο Ρυουτζί και η Αϊσάκα αφού κανόνισαν να γίνουν ομάδα, απομακρύνθηκαν γρήγορα από τους άλλους που ήταν ακόμα μαζεμένοι στη γωνία του γυμναστηρίου. "Απίστευτο...Αυτός ο Τακάσου φαίνεται πως δεν τη λογαριάζει τη ζωή του καθόλου..." "Θα'λεγε κανείς πως έχει γίνει το κατοικίδιο της Τίγρης Μινιατούρας..." Παρόλο που όλοι γύρω τους μουρμούριζαν φοβισμένα, αυτοί οι δυο ούτε που το πρόσεξαν. Κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ψιθύρισαν προσεκτικά,

"Εντάξει με την πρώτη φάση του σχεδίου από ότι φαίνεται."

"Ναι."

Έγνεψαν ο ένας στον άλλο ευχαριστημένοι.

Όμως η αναπάντεχη πρωτοβουλία του Ρυουτζί και της Αϊσάκα οδήγησε την τάξη σε μια ασυνήθιστη κατεύθυνση. Εκτός από τους πολύ ντροπαλούς, όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν να λένε...

"Χμμ...ώστε σήμερα είναι λίγο διαφορετικά, ε; Ωραία λοιπόν, κι εγώ θα κάνω ζευγάρι με ένα κορίτσι σήμερα!Ποια θέλει να είναι μαζί μου;"

Είπε κάποιος με φιλάρεσκο ύφος.

"Κι εγώ! Θέλω να κάνω ομάδα με ένα αγόρι!"

"Σωστά, μια χαρά ακούγεται κι αυτό."

"Ποιος ξέρει; Μπορεί να έχει πλάκα!"

Τα παιδιά άρχισαν να ενθουσιάζονται. Εκτός από λίγους που προτίμησαν να μείνουν ζευγάρι με τους φίλους τους, όλοι οι υπόλοιποι άρχισαν να κάνουν ζευγάρια με άτομα του αντίθετου φύλου.

Και έτσι...

"Μάρουο-κουν! Ουπς, ήθελα να πω Κιταμούρα-κουν! Κάνουμε ομάδα μαζί;"

"Ε; Εμ, εντάξει, αφού ο Τακάσου με παράτησε..."

ΑΧ! Ο Ρυουτζί άκουσε μια κραυγή ενώ ταυτόχρονα εισέπραξε ένα χτύπημα στην πλάτη από την Αϊσάκα.

"Γ...για μια στιγμή, τι έγινε δω πέρα; Ο Κιταμούρα-κουν τώρα είναι ζευγάρι μ'αυτή τη μυστήρια τύπισσα;"

Αυτή που η Αϊσάκα αποκαλούσε μυστήρια ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή κορίτσια της τάξης, η Μάγια Κιχάρα. Είχε ένα αρκετά ευλύγιστο σώμα για την ηλικία της,και έβαζε ψεύτικες βλεφαρίδες πάνω στις ήδη μακριές δικές της και ροζ ημιδιαφανές λιπ γκλος στα χείλη της. Με ένα ελαφρό μέικ-απ που μόλις και μετά βίας δεν παρέβαινε τους σχολικούς κανονισμούς, ήταν αρκετά χαριτωμένη...Τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Ρυουτζί.

"Τι εννοείς μυστήρια τύπισσα; Αυτή είναι η Κιχάρα-σαν. Μην αποκαλείς έτσι τους συμμαθητές σου! Αν και τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς όπως...ΟΥΑΑ!;"

Τώρα ήταν η σειρά του Ρυουτζί να ουρλιάξει.

"Κουσιέντα, ας κάνουμε ομάδα."

Αυτός που μίλησε με ντροπαλό ύφος ήταν ο Χισαμίτσου Νότο, ένας συμμαθητής του Ρυουτζί από την πρώτη Λυκείου με τον οποίο τα πήγαινε καλά, ένας συμπαθητικός δεκαεφτάχρονος, αν και τα μοδάτα γυαλιά με το μαύρο σκελετό που φορούσε δεν του πήγαιναν καθόλου. Τι κάνει εκεί ο μπάσταρδος!; Ενώ ο Ρυουτζί τον κάρφωνε με το πιο άγριο βλέμμα του...

"Εντάξει! Φύγαμε!"

Η Μινόρι έτρεξε χαρούμενη προς το μέρος του Νότο.

"Ουαα!; Εσύ!; Εεε!; Κουσιέντα-σαν! Κάνεις ομάδα μ'αυτό το μυστήριο τύπο!; Γ, γιατί!;"

"Φίλος σου δεν είναι αυτός; Να, γι'αυτό σου έλεγα πως είσαι ένα άχρηστο σκυλί! Πώς μπόρεσες να μην το προβλέψεις αυτό;"

"Κι εσύ συμφώνησες με το σχέδιο, έτσι δεν είναι;"

Καθώς οι δυο τους συνέχιζαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, η σφυρίχτρα του γυμναστή αντήχησε στο γυμναστήριο. Όλοι σχημάτισαν σειρές και άρχισαν προθέρμανση.

Η Αϊσάκα στάθηκε μπροστά από τον Ρυουτζί, και ξεκίνησε κακόκεφα να κάνει ζέσταμα, με την αλογοουρά της να πηγαίνει πέρα δώθε. Όσοι είχαν την ατυχία να βρίσκονται κοντά της τρομοκρατήθηκαν τόσο από το άγριο ύφος και το ακόμα πιο άγριο πλατάγισμα της γλώσσας της, ώστε γρήγορα της έκαναν χώρο ζητώντας συγγνώμη.

Εκτός από τη Μινορίν, όποιος βρεθεί στο δρόμο της θα τον δαγκώσει. Γι’αυτό της βγάλαμε αυτό το παρατσούκλι, Τίγρη Μινιατούρα, που ταιριάζει και με το όνομά της. Ο Ρυουτζί θυμήθηκε αυτά που του είχε πει ένας από τους καινούριους του συμμαθητές, όταν τον ρώτησε πώς προέκυψε αυτό το παρατσούκλι. Πραγματικά, δεν τη φώναζαν τίγρη χωρίς λόγο, και αντίθετα με άλλα κορίτσια, δε φαινόταν να νοιάζεται ιδιαίτερα για το τι εντύπωση θα έκανε στον Κιταμούρα.

Κι όμως, καθώς κοιτούσε αυτό το κορίτσι που τώρα έκανε ζέσταμα στο ρυθμό της μουσικής, αυτή η μικρή και λεπτοκαμωμένη σιλουέτα δεν έμοιαζε με ένα κορίτσι που θα χαρακτήριζε κανείς «άγριο». Κάποιος που δεν την ήξερε θα την θεωρούσε γλυκιά και εύθραυστη. Και πράγματι, όταν πρωτοήρθε σ’αυτό το σχολείο, πολλοί είπαν ότι ήταν ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια του σχολείου, και λεγόταν ότι τα αγόρια έκαναν ουρά για να της εξομολογηθούν τα αισθήματά τους…Τώρα ο Ρυουτζί καταλάβαινε τι τους έκανε να αισθανθούν έτσι.

Συγκριτικά με τα άλλα κορίτσια, ήταν σαφώς πιο μικρόσωμη. Η φόρμα της γυμναστικής που έκανε κανονικά στα περισσότερα κορίτσια, της ήταν πολύ μεγάλη, και γι’αυτό αναγκαζόταν να γυρίζει το κάτω μέρος του παντελονιού προς τα πάνω. Ακόμα και οι γοφοί της ήταν μικροί σαν παιδιού. Γενικά, ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς «ντελικάτη».

Παρόλα τα μαρτύρια που είχε τραβήξει μέχρι τώρα στα χέρια της, ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι η Αϊσάκα ήταν «χαριτωμένη», αν και αυτό φυσικά αφορούσε μόνο την εξωτερική της εμφάνιση. Κι αυτό γιατί το σώμα του δεν μπορούσε να πει ψέματα: κάθε φορά που τύχαινε να την κοιτάξει στα μάτια, η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά, και ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του.

Τι καλά που θα ήταν αν αυτό το σώμα δεν έκρυβε μια τίγρη…Μα τι κάθομαι και σκέφτομαι τώρα;...Καθώς αυτές οι ανόητες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του…

«Πού χαζεύεις, άχρηστο κορμί; Τα’χεις παίξει τελείως;»

«…Λ…λέγε ό,τι θες. Αρνούμαι να σπαταλήσω φαιά ουσία για να απαντάω στις προσβολές σου…»

Το ζέσταμα με μουσική είχε μόλις τελειώσει.

Η Αϊσάκα γύρισε ψυχρά από την άλλη και κάθισε κάτω με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί. Τώρα θα έκαναν μερικές ασκήσεις έκτασης.

«…Γιατί να πρέπει να κάνω τις ασκήσεις μαζί σου; Και τώρα που το σκέφτομαι, οι πάσες δεν είναι σχεδόν στο τέλος της προθέρμανσης;»

Η Αϊσάκα συνέχιζε να παραπονιέται μουρμουριστά για το αδέξιο σχέδιο του Ρυουτζί. Έσκυψε μπροστά και άγγιξε με τα δάχτυλά της τις μύτες των παπουτσιών της χωρίς πολλή προσπάθεια. Για να κάνουμε την άσκηση, θα πρέπει να αγγίξω το μπλουζάκι της, και το σώμα της…Ο Ρυουτζί δίστασε για λίγο, και μετά είπε προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία του…

«Να χαρώ εγώ τρόπους! Κρίμα που δε μιλάς έτσι και στον Κιταμούρα.»

«Ναι, κρίμα.»

Παρά την προσπάθεια να ανοίξει συζήτηση, ο Ρυουτζί εξακολουθούσε να νιώθει άβολα. Επειδή προηγουμένως σκεφτόταν την εμφάνιση της Αϊσάκα, τώρα δεν μπορούσε να μην προσέξει το σώμα της.

Κάτω από τους ώμους της, η πλάτη της ήταν ζεστή λόγω της προθέρμανσης. Και μπορούσε, αν και με δυσκολία, να διακρίνει το περίγραμμα του σουτιέν της μέσα από το μπλουζάκι.

Νομίζω ότι έκανα ένα απίθανο δώρο στα αγόρια της τάξης σήμερα, σκέφτηκε ο Ρυουτζί.

«Ουμφφ…Έι, είσαι βαρύς, μη με πιέζεις τόσο!»

Από την άλλη, ο Ρυουτζί ανησυχούσε και για τη Μινόρι Κουσιέντα. Άραγε να έβλεπε ο Νότο το σουτιέν της Μινόρι μέσα από τη μπλούζα της αυτή τη στιγμή;

«…Ρυουτζί, θα…σκάσω! Έι! Είσαι βαρύς! Άου, πο…νάω…!

Ο Ρυουτζί, χαμένος στις σκέψεις του. πρόσεξε τώρα το λαιμό της Αϊσάκα, ακριβώς εκεί που τελείωναν τα μαλλιά της. Επειδή αυτό το μέρος δεν το έβλεπε καθόλου ο ήλιος, το δέρμα εκεί ήταν λευκό σαν χιόνι, και λείο σαν γυαλισμένο μάρμαρο, τόσο που φοβόταν πως αν το άγγιζε, θα άφηνε δαχτυλιές. Μόνο να το κοίταζε κανείς, ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και την ανάσα του να κόβεται…

«...!...!...!»

«…Ε; Τι συμβαίνει, γιατί φαίνεσαι σαν να πονάς;»

Καθώς την άφησε, η Αϊσάκα σηκώθηκε και πήρε βαθιά ανάσα, λες και έβγαινε στην επιφάνεια μετά από μακροβούτι.

«…Έννοια σου και θα καταλάβεις…Για έλα να αλλάξουμε…»

Για πρώτη φορά, η Αϊσάκα χαμογέλασε στον Ρυουτζί. Τι έγινε τώρα; Ο Ρυουτζί δεν καταλάβαινε τίποτα. Έγινε τίποτα και χαίρεται έτσι;

Αμέσως μετά, ήταν η σειρά του Ρυουτζί να καθίσει με την πλάτη γυρισμένη στην Αϊσάκα. «Πρόσεξε να μην πιέσεις πολύ!» της είπε καθώς γυρνούσε την πλάτη του.

Και τότε το ένιωσε.

Από αρκετή απόσταση πήρε φόρα και έκανε ένα μεγάλο άλμα…

«Ηλίθ…Μη…Ουα…!»

Η τίγρη έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει την πλάτη του Ρυουτζί με το βάρος και την ορμή της καθώς έπεφτε με φόρα πάνω του. Του φαινόταν πως η μέση του ήταν έτοιμη να κοπεί στα δύο.

«Να πάρει…πόνεσε αυτό…!»

«Κι εγώ πονούσα προηγουμένως, οπότε τώρα είμαστε πάτσι!»

Μ’αυτά και μ’αυτά κατάφεραν να εξαντληθούν τελείως. Επιτέλους όμως, έφτασε η ώρα να εξασκηθούν στις πάσες. Αν και μετά την περιποίηση της Αϊσάκα, ο Ρυουτζί με το ζόρι στεκόταν στα πόδια του. Έτσι που με κατάντησε, θα είναι θαύμα αν μπορέσω να συνεχίσω τη γυμναστική!

«Άντε, να προχωρήσουμε επιτέλους με το σχέδιο, εντάξει;»

Είπε η Αϊσάκα, που στεκόταν περίπου πέντε μέτρα μακριά του. Τα άλλα παιδιά άρχισαν κι αυτά να δίνουν πάσες, και ο ήχος από τις μπάλες που χτυπούσαν κάτω γέμισε το γυμναστήριο.

Το σχέδιο ήταν να πετάξει ο Ρυουτζί την μπάλα, όχι πολύ δυνατά βέβαια, πάνω στον παρτεναίρ του Κιταμούρα κατά τη διάρκεια της άσκησης με τις πάσες. Αυτό ήταν το σχέδιο, τώρα όμως υπήρχε ένα πρόβλημα…

Το άτομο που στεκόταν τώρα μπροστά στον Ρυουτζί και που είχε κάνει ομάδα με τον Κιταμούρα ήταν η Κιχάρα-σαν – ένα κορίτσι.

Όσο ελαφρό και αν ήταν το χτύπημα, ο Ρυουτζί δίσταζε να τραυματίσει ηθελημένα ένα κορίτσι. Για την ώρα, ας δώσω πάσα στην Αϊσάκα!

«…Τι στο, γιατί δίνεις πάσα σε μένα…;»

Τα μεγάλα μάτια της άστραψαν σαν λεπίδες καθώς κάρφωνε τον Ρυουτζί με το βλέμμα της.

«…Απλώς περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Έλα, δώσε πάσα!»

«…»

Με μια γκριμάτσα, η Αϊσάκα ξαναπέταξε τη μπάλα στον Ρυουτζί με δύναμη. Καθώς αυτός την έπιανε, του έγνεψε με το πηγούνι της.

Κάντο!

«…Καλά, καλά…»

Τη χτύπησε για λίγο κάτω και της την ξαναπέταξε. Η Αϊσάκα την έπιασε, ενώ το στόμα της είχε γίνει μια σφιχτή γραμμή.

«Έι! Τι στο διάβολο κάνεις; Άντε, τελείωνε!¨

Η Αϊσάκα έπαιζε με τη μπάλα σαν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Μετά από μερικές αναπηδήσεις…

«Πιάστην!»

«Ουαα!»

Η μπάλα εκτοξεύτηκε στο πρόσωπό του σαν σφαίρα.

«Π...που να σε…»

Ο Ρυουτζί κατάφερε να πιάσει τη μπάλα, όχι όμως προτού του ξύσει το πρόσωπο. Ωστόσο δεν ήταν θυμωμένος, ή μάλλον ήταν λίγο θυμωμένος αλλά περισσότερο φοβισμένος.

«Έι, Ρυουτζί! Έλα! Δώσε πάσα!»

Η Αϊσάκα από την άλλη, βημάτιζε ενοχλητικά πάνω κάτω λες και δεν είχε γίνει τίποτα, με τα αθλητικά της παπούτσια να τρίζουν πάνω στο πάτωμα του γυμναστηρίου. Φυσικά, δεν είχε καμία πρόθεση να πιάσει τη μπάλα, απλώς ανέμιζε τα χέρια της για τα μάτια του κόσμου. Ας δώσω αυτή την πάσα να τελειώνουμε! Όμως καθώς ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να πετάξει τη μπάλα με όλη του τη δύναμη…

«Αχ…»

Ξαφνικά η Αϊσάκα κοίταξε αλλού, αναγκάζοντάς τον να σταματήσει.

«Πού στην ευχή κοιτάς;!»

Μπροστά στην Αϊσάκα που γύρισε από την άλλη... «Ουφ, Κιταμούρα-κουν, πρόσεχε που πετάς τη μπάλα...» «Ουπς, συγγνώμη!». Η Μάγια Κιχάρα άρχισε να τρέχει πίσω από τη μπάλα που κύλησε μακριά, και κατέληξε μπροστά στα πόδια της Αϊσάκα.

«...»

Μια γκριμάτσα.

Αν και εδώ που τα λέμε, ούτε η ίδια η Αϊσάκα δεν ήξερε τι έκφραση θα έπρεπε να έχει καθώς μάζευε τη μπάλα.

«Ουα! Αϊσάκα-σαν! Συγγνώμη, δεν πιστεύω να θύμωσες; Ειλικρινά συγγνώμη, δεν το κάναμε επίτηδες!»

Άραγε μπορεί να συννενοηθεί μαζί της επειδή είναι και οι δυο κορίτσια; Η Κιχάρα χαμογελούσε, και το ύφος της δε θύμιζε καθόλου την τρομοκρατημένη έκφραση που έπαιρναν τα αγόρια σε ανάλογες περιπτώσεις. «Μας την πετάς πίσω, σε παρακαλώ;» Η Κιχάρα ανέμισε τα χέρια της, αλλά εκείνη τη στιγμή πρόσεξε πως το κορδόνι της είχε λυθεί και έσκυψε να το δέσει.

Και τότε με τη σειρά του φώναξε...

«Έι...Αϊσάκα! Συγγνώμη για το λάθος, μου πετάς τη μπάλα σε παρακαλώ;»

Δεν ήταν άλλος από τον κο.Τέλειο με τα γυαλιά – τον Γιουσάκου Κιταμούρα. Όπως το συνήθιζε, φερόταν σε όλα τα κορίτσια με τον ίδιο τρόπο, πιθανότατα επειδή ήταν αυτό που λέμε «απονήρευτος».

Κρακ! Η Αϊσάκα κοκάλωσε στη θέση της λες και ξαφνικά είχε μείνει από καύσιμα. Ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της από εκεί που ήταν, αλλά μπορούσε να καταλάβει ότι το σώμα της είχε γίνει άκαμπτο σαν ξύλο.

«Κρ...ακ...» Η Αϊσάκα άρχισε να κινείται μηχανικά σαν ξεκούρδιστο παιχνίδι. Έκανε μερικά βήματα – δεξί χέρι και δεξί πόδι μαζί, και μετά αριστερό χέρι και αριστερό πόδι μαζί – προς τη μπάλα. Χωρίς να πει ούτε λέξη, ούτε καν ένα «Προσέξτε!» ή «Την πετάω!» πέταξε σιωπηλά τη μπάλα προς το μέρος τους. Η μάλλον την εκτόξευσε προς το μέρος του, με άχαρες μηχανικές κινήσεις.

Αφού αναπήδησε μερικές φορές κάτω, η μπάλα κύλησε και...

«Ευχαριστώ!»

Κατέληξε κατευθείαν στα χέρια του Κιταμούρα, που έκανε χαρούμενος το σήμα της νίκης πάνω από το κεφάλι του. Παρεμπιπτόντως, είχε ζώσει το μπλουζάκι του μέσα στο παντελόνι του, και είχε τυλίξει σφιχτά το κάτω μέρος του παντελονιού του γύρω από τα πόδια του.

«Α...Αϊσάκα...;»

«...»

Η Αϊσάκα που ήταν ερωτευμένη με αυτό τον τύπο, δεν έδινε πλέον σημεία ζωής... Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Δεν έδωσε καμία σημασία στον Ρυουτζί που της φώναζε, και στεκόταν εκεί ακίνητη, χωρίς να νοιάζεται που εμπόδιζε τους άλλους να δώσουν πάσα.

Ο Ρυουτζί τη φώναξε μερικές φορές, και μετά κατάλαβε ότι έτσι δεν έβγαινε τίποτα. Την πλησίασε προσεκτικά, προσπαθώντας να μην την αναστατώσει ή να την αγριέψει...

«...Αϊσάκα!»

«...»

Την τράβηξε μαλακά από το μανίκι, και αργά αργά την έφερε πίσω. Παραδόξως η Αϊσάκα τον ακολούθησε υπάκουα. Όταν πια την είχε φέρει στη θέση που έπρεπε να βρίσκεται, κοίταξε το σιωπηλό της πρόσωπο...

«Ουαα!»

Ο Ρυουτζί έκανε γρήγορα πίσω. Η Τάιγκα Αϊσάκα χαμογελούσε, χαμογελούσε στ’αλήθεια! Δε φαινόταν από μακριά, αλλά αν την κοίταζε κανείς από κοντά φαινόταν πως χαμογελούσε.

Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα σαν γατάκι που είχε μόλις φάει, τα χέρια της κάλυπταν το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, και το στόμα της ήταν μισάνοιχτο. Έμεινε έτσι ώσπου ο λαιμός και τα αυτιά της έγιναν κατακόκκινα. Αν άκουγε κανείς προσεκτικά, θα μπορούσε να διακρίνει τους αχνούς ήχους που έβγαιναν από βαθιά μέσα της...

Toradora vol01 125.jpg

«Χε, χε, χε, χε, χε...»

...Γελούσε σιγανά.

«Έι...Αϊσάκα, τι τρέχει;»

«Χε...τι ρωτάς τώρα;! Δεν πας καλά μου φαίνεται! Γιατί με κοιτάς έτσι κατάπληκτος; Θα έπρεπε να χαίρεσαι για μένα, σαν καλό σκυλί.»

«...Να χαίρομαι; Για σένα;»

Ακούγοντας αυτή την αναπάντεχη δήλωση, ο Ρυουτζί έμεινε σιωπηλός, μην ξέροντας τι να πει. Να χαρώ για τι πράγμα; Αν και η Αϊσάκα γκρίνιαζε, φαινόταν να είναι σε πολύ καλή διάθεση...Τα χέρια της έπαιζαν με την αλογοουρά της, και είχε αρχίσει να στριφογυρίζει αργά...Χορεύει τώρα...;

Μα, γιατί; Τι έγινε και κάνει έτσι; Ωστόσο του ήταν δύσκολο να τη ρωτήσει στην κατάσταση που ήταν...Καθώς η αλογοουρά της μαστίγωνε το χέρι του, τη ρώτησε συνοφρυωμένος,

«Έι...Έι! Γιατί θα έπρεπε να χαίρομαι;»

Ακούγοντας την κοφτή ερώτηση, η Αϊσάκα συνοφρυώθηκε με τη σειρά της και φώναξε,

«Ουα;! Τι γκρινιάζεις τώρα; Ξέχασες τι προσπαθούμε να κάνουμε; Αλλά βέβαια, αφού είσαι τελείως βλαμμένος. Άχυρα έχεις αντί για μυαλό; Ε; Σταμάτα να λες ανοησίες, δε σκοπεύω να χάνω το χρόνο μου μαζί σου! Αλλά θα σου πω, γιατί έχω κέφια τώρα! Λοιπόν, άνοιξε τ’αυτιά σου και άκου, έτσι; Ο Κ...Κιταμούρα-κουν κι εγώ παίξαμε πάσες! Χε χε...»

Ξανάρχισε να χασκογελάει. «Χε, χε, χε, χε, χε»...Ο Ρυουτζί σκέφτηκε για λίγο, και τελικά είπε,

«...Και τι μ’αυτό;»

«Ε;! Για να σου πω, ένα σκυλί σαν εσένα δεν έχει δικαίωμα να γκρινιάζει...»

«...Δε γκρινιάζω...αλλά να κάνεις έτσι για κάτι τέτοιο...Συγγνώμη αν αυτό σου φανεί αγένεια εκ μέρους μου, αλλά νομίζω ότι χαίρεσαι για λάθος λόγους. Όταν λες ότι παίξατε πάσες...στην πραγματικότητα, απλώς του πέταξες τη μπάλα μια φορά, σωστά; Και ύστερα, ο στόχος σου δεν ήταν απλώς να παίξεις πάσες μαζί του, έτσι; Υποτίθεται ότι θα εκμεταλλευόσουν την κατάσταση για να πιάσετε κουβέντα και να γνωριστείτε καλύτερα, έτσι δεν είναι;»

Αα...

Το χαμόγελο της Αϊσάκα έσβησε και ξαναπήρε τη συνηθισμένη της αυστηρή έκφραση. «Καλά δε λέω;» συνέχισε ο Ρυουτζί,

«Κι ύστερα, τι συμπεριφορά ήταν αυτή; Μήπως του μίλησες και καθόλου; Καθόσουν εκεί αμίλητη όλη την ώρα, σωστά; Το μόνο που έκανες ήταν να του πετάξεις τη μπάλα σαν αυτόματο, και αυτός σου είπε απλώς ευχαριστώ. Αυτό εσύ το λες συζήτηση;»

Μάζεψε τη μπάλα ενώ ταυτόχρονα μιμήθηκε το σήμα της νίκης που είχε κάνει ο Κιταμούρα πριν από λίγο. Και το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν...

«Χμφ!»

Αστραπιαία, η Αϊσάκα στράφηκε και χτύπησε με δύναμη τη μπάλα που κρατούσε ο Ρυουτζί.

Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που η μπάλα αναπήδησε σχεδόν ως το ταβάνι,

ΓΟΥΑΜ!

...για να προσγειωθεί τελικά στο κεφάλι του Ρυουτζί. Καθώς η μπάλα αναπήδησε, η Αϊσάκα την έπιασε λέγοντας,

«Δεν έχεις άδικο...Χμμ, τελικά ακόμα κι εσύ λες κάτι χρήσιμο πού και πού! Λοιπόν, προχωράμε με το σχέδιο!»

Με αλαζονικό ύφος, η Αϊσάκα έριξε μια κλωτσιά στον Ρυουτζί που σφάδαζε ακόμα από τον πόνο, και επέστρεψε στην κανονική της θέση.

«Έι, Ρυουτζί!»

«Ουαα!»

Χωρίς να περιμένει καθόλου του πέταξε με ταχύτητα τη μπάλα. Ο Ρυουτζί δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος για να την πιάσει, και έτσι η μπάλα χτύπησε κατευθείαν στο στήθος του.

«...Έι, πόνεσε αυτό!»,

της φώναξε. Όμως τα μάτια της Αϊσάκα γυάλιζαν επικίνδυνα, σαν μανιακής. Η δύναμη που έβαζε στις πάσες της ήταν πολύ μεγαλύτερη από πριν, και έμοιαζε σαν να φλέγεται ολόκληρη. Κατά τα φαινόμενα, η στιγμιαία συνομιλία με τον Κιταμούρα είχε φουντώσει ακόμα περισσότερο τα αισθήματά της. Απότομα, είπε απαιτητικά,

«Άντε, κάνε επιτέλους αυτό που συμφωνήσαμε. Πρέπει να πετύχουμε οπωσδήποτε, κατάλαβες;»

«...Εμ, ξέρεις...τελικά...αυτό το σχέδιο...»

«Τι μουρμουρίζεις τώρα; Εσύ δε σκέφτηκες αυτό το σχέδιο!; Άντε και τελειώνει η προθέρμανση σε λίγο!»

Όπως και να το κάνουμε, έχει δίκιο, αλλά πάλι...

Ο Ρυουτζί γύρισε και έριξε μια ματιά στην παρτεναίρ του Κιταμούρα...Δε μπορώ να το κάνω αυτό! Κούνησε το κεφάλι του καθώς σκεφτόταν. Όσο μαλακά και να πετάξω τη μπάλα, πάλι θα χτυπήσω ένα κορίτσι. Αδύνατο να κάνω κάτι τέτοιο! Ίσως θα ήταν καλύτερα να αφήσω την ώρα να περάσει έτσι μέχρι να τελειώσει η προθέρμανση, αλλά...

Αυτό είναι!

Τα μάτια του Ρυουτζί άνοιξαν διάπλατα. Μάλιστα, αυτό θα κάνω...απλά θα μείνω έτσι και θα αφήσω την ώρα να περάσει μέχρι το τέλος της προθέρμανσης. Η Αϊσάκα σίγουρα θα γίνει θηρίο, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς...Πρέπει να σκεφτώ κάποια δικαιολογία να της πω...

«Τι περιμένεις τόση ώρα, βρε ζωντόβολο...Αχ, να πάρει! Με τρώει η μύτη μου, την ώρα βρήκε κι αυτή...»

Να η ευκαιρία μου! Ο Ρυουτζί άρχισε να φλυαρεί σε ρυθμό πολυβόλου, ενώ η Αϊσάκα ήταν απασχολημένη να ξύνει τη μύτη της.

«Είσαι εντάξει; Δε φαίνεσαι και τόσο καλά! Τώρα που το σκέφτομαι, φταρνιζόσουν συνέχεια χτες βράδυ, μήπως έχεις καμιά ρινίτιδα; Ή συνάχι; Ή μήπως η μύτη σου είναι πολύ ευαίσθητη; Λες να έχει πάθει ζημιά από όλη αυτή τη δυσοσμία που βγαίνει από την κουζίνα σου; Πότε την καθάρισες αυτή την κουζίνα τελευταία φορά; Μα τι λέω, μάλλον δεν έχεις καθαρίσει και ποτέ το σπίτι σου, σωστά; Κρίμα, και έχεις ένα τόσο ωραίο χαλί...Αλήθεια, από πού το πήρες αυτό το χαλί; Είναι απίθανο, σίγουρα δεν είναι γιαπωνέζικο, έτσι; Πώς θα ήθελα κι εγώ να έχω ένα τέτοιο χαλί...»

«Τι χαλί και κολοκύθια μου τσαμπουνάς;! Βούλωσέ το επιτέλους! Τι σε έπιασε και άρχισες την πάρλα στα καλά καθούμενα; Πού θες να ξέρω...ουχ...η μύτη μου...ουχ...Ααα, μα είσαι πολύ ενοχλητικός! Σταμάτα τις βλακείες, και τέλειωνε με το σχέδιο...ουχ...~!»

Η Αϊσάκα έξυνε μανιωδώς τη μύτη της, και φαινόταν πολύ τσατισμένη. Φαίνεται έτοιμη να εκραγεί!

«Έι, δώσε πάσα! Πάαααα-------σα!!!»

Φώναξε δυνατά η Αϊσάκα, ανεμίζοντας τα χέρια της σαν τη Γυναίκα Αράχνη. Τα μάτια της έλεγαν καθαρά, «Έτσι και την πετάξεις σε μένα, πέθανες!»

Όμως υπάρχει χρόνος μόνο για μια πάσα ακόμα... Ο Ρυουτζί υπολόγισε το χρόνο που έμενε στο μυαλό του, και σκέφτηκε, Μάλλον θα κάνω άλλη μια κανονική πάσα! Όμως τι τρέχει με την Αϊσάκα, πάλι την τρώει η μύτη της; Φαίνεται να υποφέρει...

«...Ουχ...αααχ...»

«Εντάξει! Πάρε πάσα, Αϊσάκα!»

Αυτή τη φορά ο Ρυουτζί πέταξε τη μπάλα με όλη του τη δύναμη.

Εντελώς απρόσμενα όμως, η Αϊσάκα έγειρε προς τα πίσω,

και ταυτόχρονα...

«Α-ΨΙΟΥ!»

«ΑΑΑΑΧ!!!!!»

Όχι γαμώτο!

Οι δύο ήχοι που αντήχησαν σε όλο το γυμναστήριο ήταν το φτάρνισμα της Αϊσάκα και η κραυγή τρόμου του Ρυουτζί...Δεν το έκανα επίτηδες! Το ορκίζομαι! Έγινε κατά λάθος!

Όμως το κακό είχε γίνει...Η μπάλα βρήκε την Αϊσάκα κατευθείαν στο πρόσωπο τη στιγμή που φταρνιζόταν. Η Αϊσάκα κατέρρευσε επιτόπου, καθώς η μπάλα κυλούσε αργά μακριά της. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, ώστε ο Ρυουτζί έμεινε άναυδος για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.

«Λ...λυπάμαι πολύ! Είσαι εντάξει...Ουα!:»

Ο Ρυουτζί έτρεξε να σηκώσει την Αϊσάκα, αλλά καθώς την πλησίασε έμεινε εμβρόντητος. Άσχημα τα πράγματα. Λιποθύμησε, και έχει ματώσει η μύτη της...Για κάποιο λόγο, οι εικόνες του Ίνκο-τσαν και της Γιάσουκο όπως τους είχε δει εκείνο το πρωί πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του. Και οι δύο ήταν ξαπλωμένοι σε περίεργες στάσεις, και τώρα έτσι ήταν και η Αϊσάκα. Άραγε να ήταν οιωνός η σκηνή το πρωί; Και τι στο καλό κάθομαι και σκέφτομαι τώρα;

«Τι τρέχει, Τακάσου; Ποιος χτύπησε; Η Αϊσάκα;»

Ο γυμναστής και ο Κιταμούρα ο εκπρόσωπος της τάξης έτρεξαν.Τώρα είναι ευκαιρία να την αφήσω στον Κιταμούρα για να τη φροντίσει!Η ιδέα ήρθε ξαφνικά στον Ρυουτζί, αλλά καθώς έσκυψε και είδε την Αϊσάκα που ήταν γερμένη στο στήθος του...

«...ΌΧΙ!»

Το πρόσωπό της είναι χάλια. Δεν μπορώ να αφήσω τον Κιταμούρα να τη δει σ’αυτή την κατάσταση! Σπρωγμένος από τις τύψεις του, σήκωσε γρήγορα την Αϊσάκα στα χέρια του.

«Δ...δεν είναι καλά! Πρέπει να την πάω αμέσως στο αναρρωτήριο!»

Αγνοώντας τα μουρμουρητά των συμμαθητών του, ο Ρυουτζί έκρυψε με το στήθος του το πρόσωπο της Αϊσάκα και έφυγε τρέχοντας για το αναρρωτήριο. Τα υπόλοιπα παιδιά συζητούσαν αναστατωμένα, «Για κοίτα που η Τίγρη Μινιατούρα βγήκε εκτός μάχης από αυτό τον ερασιτέχνη τον Τακάσου!» «Ενδιαφέρουσα εξέλιξη, ε;»

Τελικά, το σχέδιο είχε πάει εντελώς στραβά.


Ο Ρυουτζί Τακάσου αποφάσισε να πάρει πιο σοβαρά το πράγμα, κυρίως λόγω του επεισοδίου την ώρα της γυμναστικής.

Δεν το έκανα επίτηδες, αλλά και πάλι...Μπορεί να είναι η Τίγρη Μινιατούρα, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι εξαιτίας μου λιποθύμησε και μάτωσε η μύτη της. Φοβόταν τι μπορεί να του έκανε η Αϊσάκα σε αντίποινα, αλλά πιο πολύ φοβόταν τη συνείδησή του.

Γι’αυτό, όταν η Αϊσάκα επέστρεψε στην τάξη την ώρα του μεσημεριανού...

«Αϊσάκα! Ξέρω ότι είναι κάπως ξαφνικό, αλλά μήπως θέλεις να φάμε μαζί για μεσημέρι; Θέλω να επανορθώσω που σε χτύπησα στη γυμναστική, εντάξει; Κιταμούρα, Κουσιέντα, γιατί δεν έρχεστε κι εσείς να φάμε όλοι μαζί;»

Κι έτσι ο Ρυουτζί ξεκίνησε την «Επιχείρηση Τρώγοντας Μαζί Μεσημεριανό». Με το να καλέσει την Αϊσάκα, που συνήθως έτρωγε μεσημεριανό με τη Μινόρι, να φάει μαζί με αυτόν, που συνήθως έτρωγε μαζί με τον Κιταμούρα, ήταν η τέλεια ευκαιρία γι’αυτήν να απολαύσει ένα μεσημεριανό με τον Κιταμούρα, ενώ παράλληλα κι αυτός θα απολάμβανε το μεσημεριανό του με τη Μινόρι. Ήταν ένα αλάνθαστο σχέδιο!

Αγνοώντας τις πραγματικές προθέσεις του, ο Κιταμούρα σήκωσε αμέσως το χέρι του και είπε,

«Καλό μου ακούγεται! Ωραίος συνδυασμός! Λοιπόν, ας βάλουμε τα τραπέζια μας κοντά κοντά, εντάξει, Κουσιέντα, Αϊσάκα;»

«Ναι, βέβαια! Ας φάμε όλοι μαζί! Έι, Τάιγκα, έλα κατά δω, ο Τακάσου-κουν είπε πως θέλει να φάει μαζί μας! Θέλει να σου ζητήσει συγγνώμη γι’αυτό που έγινε προηγουμένως...Έι! Μη στέκεσαι εκεί στη γωνία σαν άγαλμα!»

Η Μινόρι ήρθε προς το μέρος του Ρυουτζί τραβώντας μαζί της την Αϊσάκα, που κρατούσε στα χέρια της το σπιτικό μεσημεριανό σε πακέτο που της είχε φτιάξει ο Ρυουτζί. Για προφανείς λόγους, είχε καταπιεί τη γλώσσα της, και η νευρικότητά της φαινόταν καθαρά στο σφιγμένο της πρόσωπο. Σίγουρα είναι εντάξει; Για μια στιγμή τον κυρίεψε αμφιβολία. Από την άλλη όμως...

«Δε χρειαζόμαστε τέσσερα τραπέζια, μπορούμε να κάτσουμε ανά δύο σε κάθε τραπέζι.»

Πρότεινε ο Κιταμούρα τολμηρά καθώς μετακινούσε τα τραπέζια. «Έχεις δίκιο,» συμφώνησε η Μινόρι και μετά είπε,

«Εγώ θα κάτσω εδώ!»

και αμέσως στρογγυλοκάθισε σε μια καρέκλα. «Τότε εγώ θα κάτσω εδώ!» Ώσπου να καταλάβει ο Ρυουτζί τι έγινε, ο Κιταμούρα είχε καταλάβει την απέναντι καρέκλα.

Ακριβώς δίπλα στη Μινόρι...

Ακριβώς δίπλα στον Κιταμούρα...

Εννοείται ότι ο Ρυουτζί ήθελε να κάτσει δίπλα στη Μινόρι. Το τραπέζι έφτανε ίσα ίσα για να κάτσουν δυο άτομα πολύ κοντά, και θα ήταν τρελός αν άφηνε τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Όμως η Μινόρι ήδη έδειχνε την καρέκλα δίπλα της και άνοιγε το στόμα της, προφανώς για να πει, «Τάιγκα! Κάθισε εδώ!»

Δεν πρέπει να την αφήσω να το κάνει! Τα μάτια του Ρυουτζί άστραψαν, αλλά ακόμα δεν είχε το κουράγιο να κάτσει από μόνος του δίπλα στη Μινόρι, οπότε αντί γι’αυτό...

«Ουπς, σκόνταψα!»

Ο Ρυουτζί προσποιήθηκε ότι σκόνταψε για να σπρώξει διακριτικά την Αϊσάκα.

«Ουμφ!»

Η Αϊσάκα κατάλαβε αμέσως τις προθέσεις του Ρυουτζί, και έγειρε αργά το σώμα της προς το κάθισμα δίπλα στον Κιταμούρα. Σκοπός της ήταν να προσγειωθεί κομψά και διακριτικά στην καρέκλα. Έτσι μπράβο! Καλά τα πας! Ο Ρυουτζί έσφιξε τις γροθιές του. Φαίνεται όμως ότι η σπρωξιά παραήταν δυνατή, και όλος ο κόπος τους θα πήγαινε χαμένος, γιατί η Αϊσάκα αντί να πέσει στην καρέκλα έπεφτε προς το πάτωμα...

«Ώπα!»

Δεν μπορώ να την αφήσω να σκάσει κάτω σαν καρπούζι! Ο Ρυουτζί άρπαξε γρήγορα το χέρι της Αϊσάκα, και κάνοντας ένα βήμα μπροστά, την έστριψε λες και έκανε φιγούρα σε διαγωνισμό χορού, και τέλος την προσγείωσε ακριβώς πάνω στην καρέκλα δίπλα στον Κιταμούρα. Ωστόσο, είχε βάλει τόση δύναμη, ώστε παραλίγο να ξαναπέσει η Αϊσάκα μαζί με την καρέκλα...

«Χμφ!»

Η Αϊσάκα στύλωσε τα πόδια της στο πάτωμα και αρπάχτηκε από το θρανίο για να κρατηθεί. Όταν επιτέλους η καρέκλα σταθεροποιήθηκε...

«...Φιου...»

Ο Ρυουτζί αναστέναξε με ανακούφιση, και κάθησε εξαντλημένος δίπλα στη Μινόρι. Αναρωτιέμαι μήπως το παράκανα...; σκέφτηκε, και σήκωσε το κεφάλι του.

«Τι τρέχει, Αϊσάκα; Θα σου χυθεί το φαγητό αν συνεχίσεις να ταρακουνάς έτσι το θρανίο. Στ’αλήθεια ξεχειλίζεις από ενέργεια!»

«Τι θα φάμε σήμερα~ Τι θα φάμε σήμερα~ Τι θα φάμε σήμερα~ ...Αχά! Θα φάμε τηγανητές κοτομπουκιές! Πάμε όλοι μαζί! ‘Τηγανητές κοτομπουκιές!’»

Ο Κιταμούρα και η Μινόρι διατηρούσαν την ευθυμία τους, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Τριγύρω τους όμως, οι συμμαθητές τους μουρμούριζαν μεταξύ τους, «Μπράβο χορός η Τίγρη Μινιατούρα και ο Τακάσου!» «Είναι στ’αλήθεια φοβεροί!»

Όμως η Αϊσάκα δεν άκουγε τίποτα απ’αυτά. Αντίθετα...

«..............»

Ήταν επί ποδός πολέμου. Δεν είχε καν ανοίξει το πακέτο της με το μεσημεριανό, και το ανέκφραστο πρόσωπό της ήταν σκληρό και άκαμπτο. Τα χέρια της ήταν ακίνητα δίπλα στο πακέτο, και τα μάτια της έλαμπαν επικίνδυνα. Η Αϊσάκα δεν μπορεί καλά καλά να μιλήσει στον Κιταμούρα, μήπως δεν έπρεπε ακόμα να τη βάλω να φάει μαζί του;

Όμως ο Κιταμούρα που καθόταν δίπλα της ήταν τελικά αυτός που της μίλησε πρώτος,

«Χμμ, ώστε έφερες κι εσύ πακέτο με μεσημεριανό Αϊσάκα. Η μαμά σου το έφτιαξε; Ή το έφτιαξες μόνη σου;»

Ο Κιταμούρα έκανε την ερώτηση με τη συνηθισμένη του αθωότητα, χωρίς να το σκεφτεί και πολύ. Ο Ρυουτζί έσφιξε τα ξυλάκια του καθώς παρακολουθούσε με αγωνία. Έλα Αϊσάκα! Φτάσαμε ως εδώ, μην τα παρατάς τώρα! Άρπαξε την ευκαιρία να του πιάσεις κουβέντα και να γνωριστείτε καλύτερα! Και τότε...

«...Ε; Εγώ;» Εκστασιασμένη από την προσοχή που της έδινε ο Κιταμούρα, η Αϊσάκα χωρίς καν να το σκεφτεί απάντησε στην ερώτησή του, δείχνοντας με τα ξυλάκια της τον Ρυουτζί. Α ναι...Τα μάτια του Ρυουτζί άνοιξαν διάπλατα, Τώρα που το σκέφτομαι...αυτό το μεσημεριανό...εγώ το έφτιαξα...

«Ε; Ο Τακάσου; Ο Τακάσου έφτιαξε το μεσημεριανό σου;»

Όμως...αν δεν πω τίποτα θα είναι καλύτερα, έτσι; Μπα...τελικά δεν είναι αυτό το πρόβλημα...

«ΑΑΑΑΡΓΚ!!!!»

Ο Ρυουτζί δεν κρατήθηκε να μη φωνάξει. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε ο Κιταμούρα ξαφνιασμένος, ενώ η Μινόρι κοιτούσε επίμονα τις κοτομπουκιές της. Ο Ρυουτζί είχε παγώσει, καθώς αντιλήφθηκε πόσο ηλίθιος υπήρξε. Εγώ δεν έφτιαξα το μεσημεριανό της Αϊσάκα!; Και εκτός αυτού, το μεσημεριανό μας είναι ακριβώς το ίδιο. Τι θα σκεφτούν ο Κιταμούρα και η Κουσιέντα αν το δουν αυτό!;

Με τρεμάμενα χέρια έσφιξε το καπάκι του πακέτου του. Τι να κάνω; Ο Ρυουτζί έριξε μια γρήγορη ματιά στην Αϊσάκα... Δεν μπορεί να με βοηθήσει. Την έχει θαμπώσει ο Κιταμούρα, σαν τα ελάφια που τυφλώνονται από τους προβολείς των αυτοκινήτων. Πρέπει να τους δείξω το μεσημεριανό μου που είναι ολόιδιο με το δικό της; Η Αϊσάκα κοιτούσε ολόγυρα, μην ξέροντας τι να κάνει, ενώ εξακολουθούσε να δείχνει τον Ρυουτζί με τα ξυλάκια της.

«Τακάσου, τι τρέχει; Έχεις απαίσια όψη.»

«Ν,ναι,ε;»

Αυτό είναι! Θα προσποιηθώ πως δεν αισθάνομαι καλά και θα το σκάσω, παίρνοντας μαζί το μεσημεριανό...Η θεία επιφοίτηση έλαμψε σαν αστραπή στο μυαλό του. Καθώς ήταν έτοιμος να σηκωθεί...

«Ε; Κάποιος μας ψάχνει;»

Ο Κιταμούρα κοίταξε πίσω από τον Ρυουτζί, κάνοντάς τον να στραφεί κι αυτός για να δει ποιος ήταν. Ακριβώς πίσω του, βρισκόταν ένας μαθητής της πρώτης λυκείου που φώναζε «Κιταμούρα-σενπάι! Κουσιέντα-σενπάι!»

«Αυτός δεν είναι ο υπεύθυνος των πρωτοετών της λέσχης;»

Τώρα τον πρόσεξε και η Μινόρι και σηκώθηκε, σπρώχνοντας και τον Κιταμούρα να σηκωθεί. Αφού στάθηκαν και μίλησαν μαζί του για λίγο, επέστρεψαν στις θέσεις τους και είπαν,

«Συγγνώμη παιδιά! Φαίνεται πως έχουμε κάποιες εκκρεμότητες να τακτοποιήσουμε.»

«Χίλια συγγνώμη, από ότι φαίνεται έχουμε έκτακτη σύσκεψη στη λέσχη, και ο υφιστάμενός μας ήρθε να μας πει να πάρουμε το μεσημεριανό μας και να πάμε αμέσως στην αίθουσα της λέσχης. Τάιγκα, Τακάσου-κουν, πρέπει να φύγουμε~! Να ξαναφάμε μαζί καμιά άλλη μέρα!»

Αφού μάζεψαν βιαστικά το φαγητό τους και ζήτησαν συγγνώμη, έφυγαν τρέχοντας από την τάξη.

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Ρυουτζί ούτε που πρόλαβε να αντιδράσει, απλώς τους κοιτούσε να φεύγουν. Είχαν ήδη εξαφανιστεί όταν συνήλθε κάπως.

«Αχ! Έφυγαν...»

Στράφηκε προς την Αϊσάκα,

«Ουαα!»

Ο Ρυουτζί πανικοβλήθηκε περισσότερο. Η Τάιγκα Αϊσάκα είχε πέσει σε μαύρη κατάθλιψη. Είχε χώσει το πρόσωπό της στα χέρια της, και το κεφάλι της είχε κρεμάσει και είχε ακουμπήσει πάνω στο πακέτο της. Οι ώμοι της που ήταν ήδη μικροί φαινόντουσαν ακόμα μικρότεροι έτσι όπως είχε κουλουριαστεί σαν χνουδόμπαλα.

«Α...Αϊσάκα...»

Ο Ρυουτζί την είδε που μουρμούριζε κάτι και έσκυψε να ακούσει. Αυτό που έφτασε ως τ’αυτιά του ήταν μια μονότονη ψαλμωδία, «Γιατί; Μια τόσο καλή ευκαιρία! Τι άτυχη που είμαι! Γιατί!; Δεν καταλαβαίνω γιατί, και αν συνεχίσω έτσι...» Αυτά και άλλα παρόμοια λόγια, μαζί με ένα σωρό βλαστήμιες έβγαιναν αδιάκοπα από το στόμα της. Πρέπει να ήταν πολύ αγχωμένη, αλλά και να περίμενε πολλά από αυτό το γεύμα... Ο Ρυουτζί δεν ήξερε τι να της πει για να την κάνει να νιώσει καλύτερα.

Από την άλλη όμως, δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι.

«...Θ, θα τους ξανακαλέσουμε για φαγητό αύριο, εντάξει;...Έλα να φάμε τώρα, ναι;»

Ο Ρυουτζί έκανε μια γενναία προσπάθεια να ευθυμήσει η Αϊσάκα, αλλά,

«...Αύριο;»

Ανεμίζοντας τα μαλλιά της, η Αϊσάκα σήκωσε το κεφάλι της και ρώτησε με δολοφονικό βλέμμα,

«Θες να πεις πως θα μου ξαναπετάξεις μια μπάλα στη μούρη αύριο;»

«Δεν είπα τέτοιο πράγμα!»

Διαμαρτυρήθηκε αμέσως ο Ρυουτζί. Ουχ! Όμως αμέσως έκανε πίσω, γιατί είδε τα μάτια της Αϊσάκα να γεμίζουν δάκρυα. Όχι! Μην κλαις! Τον έπιασε πανικός, αλλά η Αϊσάκα είπε,

«Αυτό δε χρησιμοποίησες για δικαιολογία για να καλέσεις τη Μινορίν και τον Κιταμούρα-κουν; Δεν μπορείς να τους ξανακαλέσεις χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος, έτσι δεν είναι; Ή μήπως έχεις σκεφτεί κάποιο άλλο σχέδιο; Δε θέλω να κάνεις τίποτα πολύ άμεσο! Με τίποτα, το καταλαβαίνεις;»

«Ε, εντάξει, εντάξει! Έλα! Φάε τώρα!»

Οι βλεφαρίδες της Αϊσάκα είχαν αρχίσει να υγραίνονται από τα δάκρυα καθώς μιλούσε, γι’αυτό ο Ρυουτζί έπιασε γρήγορα μια πατάτα με τα ξυλάκια της και την έχωσε στο στόμα της.

Οι πατάτες ήταν ακριβώς στο σωστό μέγεθος για το στόμα της Αϊσάκα. Μια και δεν είχε κανένα λόγο να τη φτύσει, άρχισε να μασουλάει την πατάτα που ήταν στο στόμα της. Βλέποντάς την να μασάει με φόρα, ο Ρυουτζί ρώτησε αμήχανα, «Μήπως είναι πολύ μεγάλη;» Λίγο μετά, η Αϊσάκα κατάπιε επιτέλους την πατάτα, και αμέσως...

«...Σνιφ!»

«Θες να φταρνιστείς; Μην ανησυχείς, έχω χαρτομάντιλα!»

«Όχι, βρε ζώον! Απλώς σκεφτόμουν ότι παραλίγο να πεθάνω προηγουμένως!»

Η Αϊσάκα ήπιε λαίμαργα από το κουτί με το γάλα που ήταν πάνω στο τραπέζι. Γκουλπ, γκουλπ, γκουλπ...Ώσπου να αφήσει κάτω το κουτί, τα δάκρυά της είχαν κιόλας στεγνώσει.

Αναστενάζοντας με ανακούφιση, ο Ρυουτζί άρχισε να τρώει το δικό του φαγητό. Ευτυχώς που ο Κιταμούρα έπρεπε να φύγει, γιατί αλλιώς θα είχε φύγει αυτός και θα είχε αφήσει πίσω την Αϊσάκα μόνη της. Ένας Θεός ξέρει τι θα έκανε τότε. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, τελικά ίσως ήταν καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα.

«Α! ... Ρυουτζί...»

«Τι είναι πάλι;»

«...Δεν έχει κρέας μέσα...»

«Δε μπορώ να κάνω κάτι γι’αυτό. Η οικογένειά μου δεν είναι από αυτές που έχουν κάθε μέρα κρέας στο τραπέζι τους. Αν θέλεις κρέας, μάλλον πρέπει να απευθυνθείς αλλού!»

Κι έτσι, οι δυο τους έφαγαν σιωπηλά το μεσημεριανό τους.

Οι συμμαθητές τους που είχαν δει όλη αυτή τη σκηνή, άρχισαν να απορούν: «Μα τι συμβαίνει μ’αυτούς τους δύο;» «Πώς προέκυψε τώρα αυτό;» Το δυναμικό δίδυμο έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά φυσικά κανείς δεν τολμούσε να πάει να τους ρωτήσει τι έτρεχε.


Μια απόκοσμη ατμόσφαιρα είχε τυλίξει την τάξη 2-Γ...Η μέρα επιτέλους τελείωνε.

Ούτε ο Ρυουτζί ούτε η Αϊσάκα πρόσεξαν την παράξενη ατμόσφαιρα. Και οι δύο είχαν δοκιμάσει οδυνηρές αποτυχίες, τόσο στη γυμναστική όσο και στο μεσημεριανό. Αυτή ήταν η τελευταία τους ευκαιρία για εκείνη την ημέρα! Έπρεπε να αφήσουν κάποια εντύπωση στο μυαλό του Κιταμούρα, όσο μικρή και αν ήταν αυτή.

Γι’αυτό...

«...Είσαι έτοιμη, Αϊσάκα;»

«...»

«Α...Αϊσάκα, βαθιές ανάσες! Θυμήσου να παίρνεις βαθιές ανάσες!»

«...Ουφ, πουφ...»

Ήταν αμέσως πριν αρχίσει η τελευταία ώρα, το ελεύθερο μάθημα...

Σε μια από τις πιο θορυβώδεις γωνίες της τάξης στεκόταν η Αϊσάκα με βλοσυρό ύφος. Και ο Ρυουτζί είχε βλοσυρό ύφος, αλλά ήταν από τις τύψεις του.

«Από τώρα έχω άγχος...Δεν το παρατραβάμε κάνοντας κάτι τέτοιο, ε;»

«Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι τώρα που φτάσαμε ως εδώ; Ηρέμησε! Δεν υπάρχει αγόρι που δε θα χαιρόταν να πάρει χειροποίητα μπισκότα από ένα κορίτσι. Ύστερα, του Κιταμούρα του αρέσουν τα γλυκά, και ιδιαίτερα τα σπιτικά. Και δε φαίνεται να σε αντιπαθεί καθόλου...»

«Έ...έτσι νομίζεις;»

Βάζω στοίχημα! έγνεψε ζωηρά ο Ρυουτζί, και η Αϊσάκα ηρέμησε κάπως. Στα χεράκια της που έτρεμαν ακόμα κρατούσε σφιχτά τα μπισκότα που είχε φτιάξει με πολύ κόπο στο μάθημα της οικιακής οικονομίας.

Μια που αυτό το μάθημα ήταν μικτό, κανένας δεν το πολυσκεφτόταν να δώσει χειροποίητο φαγητό σε κάποιον του αντίθετου φύλου. Αντίθετα, πολλά αγόρια ήλπιζαν να τους δώσουν τα κορίτσια μπισκότα που τους περίσσευαν, και πολλά κορίτσια έφτιαχναν επιπλέον μπισκότα για να δώσουν στο αγόρι τους.

Προσέχοντας να μην την δει κανείς, η Αϊσάκα (κρυμμένη πίσω από τον Ρυουτζί), έψησε κρυφά ένα σωρό πολύχρωμα μπισκότα. Το σχέδιο ήταν να δώσει χαλαρά και άνετα τα μπισκότα στον Κιταμούρα. Ήταν η επιχείρηση με κωδική ονομασία «Έφτιαξα Λίγα Παραπάνω, Μήπως Θες Κι Εσύ». Αυτό θα έκανε τον Κιταμούρα να σχηματίσει καλή εντύπωση για την Αϊσάκα. Ωστόσο, δεν πήγαν όλα σύμφωνα με το σχέδιο. Από τα δέκα επιπλέον μπισκότα που ψήθηκαν στα κρυφά, τα έξι έγιναν κάρβουνο...Κι όλα αυτά επειδή αυτή η αδέξια τίγρη ρύθμισε λάθος τη θερμοκρασία του φούρνου! Και σαν να μην έφτανε αυτό, για να μη μείνουν ίχνη της γκάφας της, και τα έξι καρβουνιασμένα μπισκότα κατέληξαν στο στομάχι του Ρυουτζί.

Μόνο τέσσερα μπισκότα έμειναν άθικτα. Τάιγκα Αϊσάκα, η επιτυχία εξαρτάται από αυτά τα τέσσερα μπισκότα! Η Αϊσάκα έσφιγγε νευρικά τη γροθιά της κρατώντας τα τυλιγμένα μπισκότα στο στήθος της. Καθώς κοίταζε το αγχωμένο της πρόσωπο από 30 εκατοστά πιο πάνω, ένα δυσοίωνο αίσθημα έσφιξε την καρδιά του Ρυουτζί. Αναρωτιέμαι αν αυτό το άγχος της μας οδηγήσει σε μια νέα καταστροφή;

«Τέλος πάντων, άκουσε τώρα! Μην το παρακάνεις, απλώς φέρσου σαν να μην τρέχει τίποτα! Και μη σε πιάσει πανικός στα καλά καθούμενα...»

«Ναι, ξέρω. Χαλαρά, έτσι; Χαλαρά...χαλαρά...»

Η Αϊσάκα χαλάρωσε τα χέρια της...και μετά τους γοφούς της...και ολόκληρο το σώμα της...

«Εντάξει, όλοι στις θέσεις σας! Αρχίζει το ελεύθερο μάθημα!»

Η φωνή της υπεύθυνης καθηγήτριας ξάφνιασε την Αϊσάκα. Ανάμεσα στους μαθητές που έτρεχαν να κάτσουν στα θρανία τους, το πλασματάκι των 145 εκατοστών προχώρησε τρεκλίζοντας στο διάδρομο.

Με το που θα χαιρετούσαν την καθηγήτρια στο τέλος της ώρας, έπρεπε να φωνάξει γρήγορα τον Κιταμούρα...Αυτή τη διαταγή της είχε δώσει ο Ρυουτζί. Επειδή ο Κιταμούρα είναι πολυάσχολος, με το που θα τελειώσει η ώρα θα τρέξει αμέσως στο Μαθητικό Συμβούλιο. Κι όταν τελειώσει από κει, θα έχει να πάει στη λέσχη του. Αν καθυστερήσεις να τον φωνάξεις, θα έχει εξαφανιστεί πριν το καταλάβεις!

Επομένως έπρεπε να τον φωνάξει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα με το που θα τελείωνε το ελεύθερο μάθημα, αλλά...

«...Έι; Μ’ακούς~...;»

Ο Ρυουτζί έριξε μια γρήγορη ματιά στην Αϊσάκα και αναστέναξε.

Περίμενε πως θα ήταν νευρική, αλλά δεν φανταζόταν πως θα ήταν τόσο νευρική. Η Αϊσάκα έσφιγγε νευρικά το θρανίο της, με καμπουριασμένη την πλάτη λες και είχε στομαχόπονο, τα πόδια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα, και το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο και είχε πάρει μια δαιμονική έκφραση.

«Ω, για κοίτα! Τι ωραία μυρωδιά που έχει η τάξη σήμερα! Για να δούμε...αλεύρι, ζάχαρη, βούτυρο...Αα, βέβαια! Φτιάχνατε μπισκότα για το μάθημα της οικιακής οικονομίας, σωστά; Τα λατρεύω τα μπισκότα! Χε χε χε, πόσες αναμνήσεις...Θυμάμαι που έφτιαχνα μπισκότα στο σπίτι της οικογένειας που με φιλοξενούσε όταν σπούδαζα στην Αγγλία...»

«Τσκ!»

Κατά τα φαινόμενα, η καθηγήτρια (Γιούρι Κοϊγκακούμπο, ανύπαντρη, 29 ετών), ήταν σε καλή διάθεση καθώς συνέχιζε να φλυαρεί χωρίς νόημα. Η Αϊσάκα, που τα νεύρα της ήταν ήδη τεντωμένα, πλατάγισε επιτιμητικά τη γλώσσα της. Έκπληκτη, η καθηγήτρια (Γιούρι Κοϊγκακούμπο, ανύπαντρη, θα κλείσει τα 30 σε δύο μήνες), ανατρίχιασε καθώς στράφηκε προς την Αϊσάκα με κατεβασμένα μάτια...

«...Δ...δεν πρέπει να κάνεις τέτοιους ήχους μπροστά σε μια καθηγήτρια...»

Τα παιδιά που καθόντουσαν κοντά στην Αϊσάκα ήδη έτρεμαν από το φόβο τους. Η καθηγήτρια προσπάθησε να φανεί θαρραλέα και να εξακολουθήσει να μιλάει, αλλά...

«Τσκ!»

«...Ε, εμ...δεν είναι πρέπον για μια δεσποινίδα να κάνει τέτοιους θορύβους...»

«Τσκ!»

«...Αααχ, τα λόγια μου δεν αγγίζουν τις καρδιές των μαθητών μου...»

Τελικά, έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Αφού το ήξερε πως θα κατέληγε έτσι, γιατί δεν το βούλωνε εξαρχής; Αλλά όχι, έπρεπε ντε και καλά να τα βάλει με κάτι που δεν μπορούσε να νικήσει. Καθόλου παράξενο που είναι ακόμα ανύπαντρη.

«Κυρία καθηγήτρια!»

Ακούστηκε ο θόρυβος που κάνει η καρέκλα όταν σηκώνεται κάποιος. Ήταν ο Κιταμούρα.

«Αν και έχουμε ακόμα λίγη ώρα μέχρι να τελειώσει το ελεύθερο μάθημα, μου επιτρέπετε να αναλάβω εγώ ως εκπρόσωπος της τάξης; Έπειτα, πολλοί από εμάς έχουμε καθήκοντα στις λέσχες μας μετά, οπότε νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση αύριο το πρωΐ!»

Στην πραγματικότητα, αυτό που ήθελε να πει ήταν: Επειδή έχουμε και δουλειές, δεν τελειώνουμε τώρα το μάθημα; Όμως η ανύπαντρη καθηγήτρια (Γιούρι Κοϊγκακούμπο, 7 χρόνια τώρα χωρίς δεσμό), έπνιξε ένα λυγμό και είπε,

«...Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, Κιταμούρα-κουν...»

Αδύνατο να επικοινωνήσεις μαζί της, ε; Ακόμα και ο Ρυουτζί είχε αγανακτήσει. Αλλά τον Κιταμούρα δεν τον φώναζαν «Μάρουο» για το τίποτα. Στάθηκε αποφασιστικά όρθιος και ανακοίνωσε στην τάξη,

«...Έχουμε μάθημα χειροτεχνίας αύριο, γι’αυτό μην ξεχάσετε να φέρετε τα απαραίτητα! Όλοι όρθιοι! Υποκλιθείτε! Χαίρετε~ κυρία καθηγήτρια~!»

«Χαίρετε~ κυρία καθηγήτρια~!» επανέλαβαν όλοι. Εντάξει, πάμε σπίτια μας! Κι έτσι το ελεύθερο μάθημα τελείωσε πρόωρα με πρωτοβουλία των μαθητών. Η ανύπαντρη καθηγήτρια (ας μην τα ξαναλέμε τώρα), ρούφηξε τη μύτη της και είπε, «Στ’αλήθεια δεν κάνω γι’αυτή τη δουλειά.» Και χωρίς άλλη λέξη έφυγε.

«Α, Αϊσάκα!»

Ο Ρυουτζί σηκώθηκε όρθιος, ψάχνοντας την Αϊσάκα, που κι αυτή είχε σηκωθεί αμέσως. Εκείνη τη στιγμή...

«Ουααα!»

Η τσάντα της είχε πέσει στο πάτωμα, και είχε ήδη αρχίσει να την πιάνει πανικός. Τι αδέξιο πλάσμα! Τώρα, πού είναι ο Κιταμούρα; Ο Ρυουτζί κοίταξε γύρω του.

«Θεέ μου, πώς πέρασε έτσι η ώρα...Σίγουρα θα τ’ακούσω από την Πρόεδρο.»

Ο Κιταμούρα άρπαξε βιαστικά την τσάντα του και έτρεξε προς την πόρτα. Ωχ, όχι! Αν δεν τον φωνάξει πριν πάει στην αίθουσα του Μαθητικού Συμβουλίου, δε θα έχει την ευκαιρία να βρεθεί μόνη μαζί του. Ο Ρυουτζί έτρεξε γρήγορα στην Αϊσάκα,

«Παράτα την τσάντα σου και φώναξέ τον επιτέλους!»

«Α, εμ...Κι, Κι...Κι...»

Αν είναι δυνατόν! Ο Ρυουτζί έπιασε το κεφάλι του απελπισμένος. Η Αϊσάκα είχε σηκωθεί και είχε τεντώσει το χέρι της προς την τσάντα του Κιταμούρα, αλλά δεν μπορούσε να ξεστομίσει το όνομά του. Λες και της είχαν κάνει μάγια και είχε ξεχάσει πώς να λέει «Κιταμούρα-κουν», ανοιγόκλεινε το στόμα της χωρίς να βγαίνει ήχος, και φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

«Να πάρει! Έφυγε κιόλας! Γρήγορα, τρέξε πίσω του!»

«Αα...ναι!»

Ζορίζοντας τον εαυτό της, άρχισε να τρέχει. Ο Ρυουτζί την πήρε στο κατόπι με μεγάλες δρασκελιές. Αν αφήσω αυτή τη μικρή ανόητη μόνη της, ποιος ξέρει πού θα μπλέξει πάλι.

Σφίγγοντας τα μπισκότα στο στήθος της, η Αϊσάκα μαζί με τον Ρυουτζί βγήκαν τρέχοντας από την τάξη και άρχισαν να καταδιώκουν τον Κιταμούρα. Στο βάθος του διαδρόμου, είδαν το θήραμά τους να στρίβει σε μια γωνία.

«Από κει πήγε! Τρέχα!»

Καθώς έφτασαν στη σκάλα, βρέθηκαν να πηγαίνουν αντίθετα από ένα πλήθος μαθητών που κατέβαιναν. Η Αϊσάκα προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα, αλλά ήταν δύσκολο να περάσει ανάμεσα από τον όγκο τον μαθητών που έτρεχαν να πάνε σπίτι τους μετά το μάθημα. Παρόλα αυτά...

«Φύγετε από μπροστά μου! Δρόμο!»

Είπε απλά η Αϊσάκα. «Ουαα! Η Τίγρη Μινιατούρα!» «Κάντε όλοι στην άκρη! Κίνδυνος θάνατος!» Οι μαθητές παραμέρισαν από μπροστά της σαν την Ερυθρά Θάλασσα μπροστά στον Μωϋσή, και της άνοιξαν χώρο να περάσει. Μόλις πέρασε από μπροστά τους, το πέρασμα έκλεισε πίσω της...

«Συγγνώμη! Μπορώ να περάσω, παρακαλώ;»

Ρώτησε ευγενικά ο Ρυουτζί. «Ουαα! Ο Τακάσου!» «Που πάνε οι δυο αρχιμαφιόζοι μαζί;»...Η Ερυθρά Θάλασσα ξαναχωρίστηκε. Φαίνεται πως εκτός από τα παιδιά της τάξης του, οι υπόλοιποι μαθητές του σχολείου εξακολουθούσαν να θεωρούν τον Ρυουτζί εγκληματία, κι αυτό τον έκανε να σταματήσει θλιμμένος για μια στιγμή. Δεν είναι ώρα τώρα να στενοχωριέμαι γι’αυτά τα πράγματα! Ο Ρυουτζί γρήγορα συνήλθε και εξακολούθησε την καταδίωξη.

Όμως εξαιτίας αυτής της στιγμής δισταγμού, είχε χάσει από τα μάτια του τον Κιταμούρα και μόλις μπορούσε να διακρίνει τα μακριά μαλλιά της Αϊσάκα καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Ο Κιταμούρα και η Αϊσάκα ασφαλώς ήταν καλοί στο τρέξιμο, αλλά ο Ρυουτζί είχε ήδη λαχανιάσει καθώς ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά...

Και τότε συνειδητοποίησε ξαφνικά, ότι δεν ήταν και τόσο ανάγκη να τους προφτάσει τελικά. Όλα θα πάνε καλά αν μόνο η Αϊσάκα μπορέσει να φωνάξει τον Κιταμούρα, επομένως το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να βεβαιωθώ ότι θα το κάνει.

«...Ουφ...ουφ...»

Ο Ρυουτζί σταμάτησε και πήρε μερικές βαθιές ανάσες, και μετά κοίταξε ήρεμα προς τα πάνω...Και σχεδόν ταυτόχρονα, άρχισε να ουρλιάζει.

«ΟΥΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!»

Καθώς η Αϊσάκα έφτανε στο τελευταίο σκαλί, σκόνταψε και έπεσε προς τα πίσω, ακριβώς τη στιγμή που ο Ρυουτζί κοιτούσε προς τα πάνω.

Και μαζί με την κραυγή, ξύπνησε μέσα του η απίστευτη δύναμη που θα εμφανιζόταν μόνο σε έσχατη ανάγκη.

Ο Ρυουτζί «πέταξε» προς τα πάνω με απίστευτη ταχύτητα.

«.......!»

Με την κομψότητα ενός επαγγελματία του μπέιζμπολ, εκτοξεύτηκε πάνω στο πλατύσκαλο και σαν από θαύμα κατάφερε να πιάσει την Αϊσάκα προτού πέσει κάτω. Όμως η ορμή της ήταν πολύ μεγάλη, και ο Ρυουτζί έσκασε με την πλάτη στον τοίχο πίσω του, ενώ κρατούσε τη μικρή σιλουέτα στα χέρια του. Ουμφ! Ο Ρυουτζί βόγγηξε κωμικά, και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από τον οξύ πόνο που τον διαπέρασε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, είδε ένα γνώριμο πακετάκι να φεύγει από τα χέρια της Αϊσάκα και να κατευθύνεται προς το ανοιχτό παράθυρο.

Ήταν στον τρίτο όροφο...

Αυτό που είχε μόλις πέσει από το παράθυρο ήταν τα τέσσερα μπισκότα που είχαν φτιάξει με τόσο κόπο.

«ΑΧ!» Η Αϊσάκα ούρλιαξε και άπλωσε το χέρι της έξω από το παράθυρο. Μα ήταν ήδη πολύ αργά, το πακέτο είχε κιόλας πέσει κάτω.

«Αϊ...»

Αϊσάκα... Ο Ρυουτζί παρατήρησε πως προσπαθούσε να μιλήσει αλλά η φωνή του δεν έβγαινε, γιατί ο πόνος στην πλάτη του ήταν τόσο έντονος που του είχε κόψει την ανάσα.

«Ρυουτζί!»

Αν και η φωνή του μόλις και μετά βίας έβγαινε, η Αϊσάκα τον άκουσε. Τον αγκάλιασε σφιχτά, μη μπορώντας να πει τίποτα, και η έκφρασή της ήταν λες και είχε φάει κάτι δηλητηριώδες.

Εντάξει είμαι... Από όσο μπορούσε να καταλάβει, ανέπνεε κανονικά, γι’αυτό ο Ρυουτζί της έγνεψε ότι ήταν εντάξει και δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί τόσο.

Το σημαντικό τώρα ήταν τα μπισκότα, και ο Κιταμούρα. Ο Ρυουτζί έδειξε προς το παράθυρο, και μετά τις σκάλες.

«...Γ...Γρήγορα...Πήγαινε...να βρεις...τα μπισκότα...»

Ο Ρυουτζί με δυσκολία άρθρωσε τις λέξεις, και με κόπο έσπρωξε την Αϊσάκα από πάνω του. Αυτό που τον έσπρωχνε ήταν το πείσμα και η αποφασιστικότητά του. Έκανες τόσο κόπο να φτιάξεις αυτά τα μπισκότα, αν και σε βοήθησα κι εγώ. Θέλω κι εγώ να τα δώσεις στον Κιταμούρα.

Ήθελε να λάβει ο Κιταμούρα το μόχθο και την εργατικότητα της Αϊσάκα.

Αυτή όμως ούτε που κοίταζε εκεί που της έδειχνε ο Ρυουτζί.

«Ρυουτζί, είσαι καλά;! ...Αααχ, πώς έγινε αυτό...»

Κατατρομαγμένη, ψηλάφησε βιαστικά το λαιμό και τα άκρα του Ρυουτζί για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν σπασμένα κόκαλα. Βλέποντας τη συνήθως βίαιη Τίγρη Μινιατούρα να ανησυχεί γι’αυτόν επειδή πληγώθηκε προσπαθώντας να την προστατέψει, ο Ρυουτζί σκέφτηκε, Αν ήταν δυνατόν θα ήθελα να συνεχιστεί αυτό, όμως...

«Είμαι μια χαρά. Να...εδώ κοίτα. Βλέπεις; Δεν έχω χτυπήσει καθόλου.»

Ο Ρυουτζί αναγκαστικά προσποιήθηκε πως είναι καλά και σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κάνει κάμψεις και εκτάσεις για να δει η Αϊσάκα ότι ήταν εντάξει. Εκτός από την πλάτη του, που πονούσε μεν αλλά δε φαινόταν να έχει παραλύσει ή κάτι ανάλογο, δεν έδειχνε να έχει χτυπήσει κάπου αλλού. Βλέποντάς τον έτσι, η Αϊσάκα αναστέναξε με ανακούφιση,

«Ρυουτζί...εγώ...εγώ...»

Άπλωσε τα χέρια της στον Ρυουτζί, με μια έκφραση που αυτός δεν είχε ξαναδεί ποτέ, λες και προσπαθούσε να του πει κάτι...

«Έι! Ποιος πετάει πράγματα από το παράθυρο!; Ελάτε εδώ αμέσως!»

Ουχ! Βόγγηξαν ταυτόχρονα και οι δύο. Ήταν ο μέχρι αηδίας αυστηρός λυκειάρχης τους. Έτσι που είχαν έρθει τα πράγματα, δεν υπήρχε πια περίπτωση να πάνε τα μπισκότα στον Κιταμούρα.

«...Την ώρα βρήκε κι αυτός. Δε γίνεται αλλιώς, άντε να σε κατσαδιάσει και μετά έλα πίσω. Θα σε περιμένω στην τάξη.»

«...Μα τότε...να σε πάω πρώτα ως την τάξη!»

«Μην ανησυχείς, μπορώ να περπατήσω. Άντε, πήγαινε, μη μπλέξουμε χειρότερα.»

Άντε, βιάσου. Ο Ρυουτζί της έγνεψε να φύγει σπρώχνοντάς την, αλλά η Αϊσάκα είχε ζαρώσει τα φρύδια της και γύριζε συνεχώς να τον κοιτάξει προτού τελικά κατέβει τις σκάλες.

Εν τω μεταξύ, η φωνή του δασκάλου από κάτω όλο και αγρίευε. Η Αϊσάκα πρέπει να βιαστεί...Αν και εδώ που τα λέμε, υπάρχει άραγε άνθρωπος που να μπορεί να κατσαδιάσει την ανίκητη Τίγρη Μινιατούρα; Στ’αλήθεια δεν ξέρω.

«...Φιου...Φαίνεται πως τελικά το χρησιμοποίησα αυτό...»

Μόνος του πια, ο Ρυουτζί κατέβηκε αργά τις σκάλες μονολογώντας.

Θυμήθηκε αυτά που του είχε πει η Γιάσουκο όταν ήταν ακόμα στο δημοτικό. Η Γιάσουκο είχε πει πως ήταν κάτι που λεγόταν «ελάσσον πνεύμα», και είχε τη δύναμη να τηλεμεταφερθεί σε ένα οποιοδήποτε μέρος τρεις φορές στη διάρκεια της ζωής της. Την πρώτη φορά τη χρησιμοποίησε όταν ήταν ακόμα παιδί. Την είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο και είχε εκτοξευτεί είκοσι μέτρα μακριά, αλλά κατάφερε να τηλεμεταφέρει τον εαυτό της σε ασφαλές μέρος προτού χτυπήσει στο έδαφος και τραυματιστεί. Η δεύτερη φορά ήταν όταν το έσκασε από το σπίτι της για να γεννήσει τον Ρυουτζί, τότε που πήγαινε να βρει τον αγαπημένο της που έχωνε περιοδικά κάτω από το πουκάμισό του. Η Γιάσουκο δεν είχε μπει σε λεπτομέρειες, και το μόνο που ήξερε ήταν ότι χάρη στη δύναμη τηλεμεταφοράς που είχε μπόρεσε να φτάσει με ασφάλεια στο πλευρό αυτού του άντρα.

Και όσο για την τρίτη και τελευταία φορά, του είχε πει, «Αυτή θα την δώσω σε σένα, Ρυου-τσαν, να την έχεις εσύ! Εγώ πια δεν την έχω ανάγκη.» Και τότε έδωσε μια με το χέρι της στην πλάτη του μικρού Ρυουτζί και του μετέφερε τη δύναμή της. Και η Γιάσουκο πρόσθεσε, «Αν ποτέ βρεθείς σε κίνδυνο, χρησιμοποίησέ την, για να ξαναγυρίσεις με ασφάλεια σε μένα!»

Στο τέλος όμως, ο Ρυουτζί χρησιμοποίησε αυτή τη δύναμη για να βοηθήσει την Αϊσάκα. Είχε μπει πολλές φορές σε πειρασμό να τη χρησιμοποιήσει, όταν είχε αργήσει για το σχολείο, και άλλες φορές...Ευτυχώς που δεν τη χρησιμοποίησα μέχρι τώρα!

Αυτό σκέφτηκε αυθόρμητα ο Ρυουτζί, παρόλο που αισθανόταν άσχημα για τη Γιάσουκο.


* * *


«Είσαι σίγουρος πως είσαι καλά;»

«Σου είπα ήδη ένα εκατομμύριο φορές πως είμαι μια χαρά!»

«Ευτυχώς. Μπορεί να είσαι ο σκύλος μου, αλλά θα στενοχωρηθώ αν πάθεις κάτι...»

Είπε μαλακά η Αϊσάκα, με το μέτωπό της ακουμπισμένο στο τζάμι. Δεν το πιστεύω ότι το λες εσύ αυτό, που διέρρηξες το σπίτι μου και προσπάθησες να με σκοτώσεις με ένα ξύλινο σπαθί...Αυτό ήθελε να πει ο Ρυουτζί, αλλά για κάποιο λόγο έμεινε σιωπηλός.

Αφού μάζεψε τα μπισκότα της και επέστρεψε στην τάξη, η φωνή της Αϊσάκα μόλις που ακουγόταν. Έμοιαζε να έχει βυθιστεί σε κατάθλιψη.

Μετά το μάθημα η τάξη ήταν άδεια και σιωπηλή, μόνο η Αϊσάκα και ο Ρυουτζί ήταν μέσα. Εκτός από τον Ρυουτζί, ποτέ κανένας άλλος δεν είχε δει έτσι την Τίγρη Μινιατούρα.

«Είμαι σκέτη αποτυχία, τίποτα από όσα κάνω δεν πετυχαίνει...»

Τα λόγια της δεν είχαν ούτε ίχνος από τον ενθουσιασμό που είχε την προηγούμενη μέρα.

«Είναι μόνο η πρώτη μέρα που προσπαθούμε, δεν είναι και τόσο παράξενο ότι δεν καταφέραμε τίποτα ακόμα.»

«...Έτσι νομίζεις; Αλλά αν δεν ήμουν τόσο αδέξια, αν μόνο ήμουν λίγο πιο έξυπνη...ακόμα κι εσύ επηρεάστηκες. Τίποτα δεν πήγε καλά, έτσι δεν είναι; ...Δεν αντέχω άλλο πια...»

Η Αϊσάκα ακούμπησε την πλάτη της στο παράθυρο και γλίστρησε κάτω. Κάθισε στο πάτωμα δίπλα στον Ρυουτζί, και μάζεψε τα μικρά της πόδια πάνω της.

Παίζοντας με τα μαλλιά της, προσπάθησε να κρύψει μέσα τους το πρόσωπό της και είπε,

«Όλα αυτά τα χρόνια δεν το είχα συνειδητοποιήσει...αλλά τώρα καταλαβαίνω πόσο αδέξια είμαι...»

«Εμ, εδώ που τα λέμε...»

«Αφού θέλεις να το πεις, γιατί δεν το λες;»

Τα χεράκια της τράβηξαν με θυμό το παντελόνι του Ρυουτζί.

«Κι εσύ...ακόμα κι εσύ το πιστεύεις, έτσι δεν είναι; Πρέπει να νομίζεις ότι είμαι το πιο αδέξιο πλάσμα που υπάρχει, σωστά;»

Καθώς ο Ρυουτζί χαμήλωσε το κεφάλι του, τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια της Αϊσάκα που κοιτούσε προς τα πάνω. Ακούμπησε το μάγουλό της στα γόνατά της ενώ τα μάτια της ήταν γεμάτα θλίψη.

Η συνηθισμένη επιθετικότητά της είχε εξαφανιστεί, και αντίθετα, η έκφρασή της πρόδινε αβεβαιότητα – πιθανότατα λόγω της αυτοεκτίμησής της που είχε πέσει στο ναδίρ.

«...Κοίτα, στο μάθημα της γυμναστικής έφταιγα εγώ για ό,τι έγινε, άσε που το σχέδιο έμπαζε από παντού...»

«Δεν ήταν μόνο αυτό, έφταιγε και η δική μου αδεξιότητα...»

Η Αϊσάκα έκλεισε κουρασμένα τα μάτια της, καθώς ξαναθυμόταν όλα τα γεγονότα αυτής της χαοτικής μέρας.

Το μάθημα της γυμναστικής την τρίτη ώρα, το άτυχο μεσημεριανό, και την απίστευτη αποτυχία που είχαν μόλις πριν από λίγο...

Όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν η Αϊσάκα που είχε πετάξει το πακέτο με τα μπισκότα από το παράθυρο, ο λυκειάρχης ήξερε πως δεν είχε νόημα να την επιπλήξει, και την άφησε αμέσως να επιστρέψει στην τάξη.

Για καλή τους τύχη δεν είχαν μπλέξει χειρότερα, αλλά...

«...Τσάμπα τόσος κόπος για να φτιάξουμε εκείνα τα μπισκότα...και...ααχ...»

Καθώς η Αϊσάκα μονολογούσε, πρόσεξε μια μικρή γρατζουνιά στο πηγούνι της. Την έπαθε όταν το πηγούνι της τρίφτηκε πάνω στα κουμπιά της στολής του Ρυουτζί όταν αυτός την έσωσε. Χάιδεψε μαλακά τη γρατζουνιά και έβγαλε από την τσέπη της τα απομεινάρια του πακέτου με τα μπισκότα – το μόνο που είχε μείνει μέσα ήταν μερικά ψίχουλα.

«Γράφω ένα ερωτικό γράμμα και το βάζω σε λάθος τσάντα, προσπαθώ να χτυπήσω κάποιον και λιποθυμάω από την πείνα, τρώω μια μπάλα κατάμουτρα στη γυμναστική, καλώ κάποιους για φαγητό και αναγκάζονται να φύγουν, κάνω τα μπισκότα κάρβουνο, σκοντάφτω, πέφτω και τα ρίχνω έξω από το παράθυρο...και...όλα αυτά...παραείναι...»

«Α, και ξέχασες κι άλλο ένα...που ξέχασες να βάλεις το γράμμα σου στο φάκελο!»

«Α, ναι, έχεις δίκιο...»

Ο Ρυουτζί το είπε σαν αστείο για να της φτιάξει τη διάθεση, αλλά του βγήκε τελείως λάθος. Βυθισμένη στη θλίψη της, η Αϊσάκα έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της και παρέμεινε σιωπηλή.

«Αϊ...Αϊσάκα...»

Καμία απάντηση.

Καθισμένη κάτω σε μια άβολη στάση, κουλουριάστηκε και έμεινε ακίνητη, σαν σαλιγκάρι που μαζεύεται στο καβούκι του. Φαινόντουσαν μόνο τα τρεμάμενα δάχτυλά της. Τα απαλά μαλλιά της που κρέμονταν από τους ώμους της ανέμιζαν ελαφρά στο ρυθμό της ανάσας της.

Δεν ήταν τώρα η στιγμή για τέτοια, αλλά ο Ρυουτζί δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι...

Τι πονηρές που είναι οι γυναίκες.

Όσο αλαζονικές και να είναι, όσα προβλήματα και αν προκαλούν στους άλλους, όταν έπαιρναν τέτοια έκφραση, μπορούσαν να λιώσουν την καρδιά κάθε άντρα.

Δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή την έκφραση.

Του ήταν τελείως αδύνατο.

Έτσι ο Ρυουτζί έξυσε το κεφάλι του σκεφτικός, και μετά τα μάτια του έλαμψαν. Πήγε πρώτα στο θρανίο του, και μετά γύρισε στην Αϊσάκα και κάθισε κάτω δίπλα της.

«...Αϊσάκα, αλλάζουμε;»

«...;»

Ο Ρυουτζί την άγγιξε στον ώμο για να της τραβήξει την προσοχή, κάνοντας πως δε βλέπει τα δάκρυα στις άκρες των ματιών της. Άφησε τα δικά του μπισκότα που ήταν τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο στην ποδιά της, και πήρε το δικό της πακέτο.

Άνοιξε προσεκτικά το ταλαιπωρημένο πακέτο. Μέσα υπήρχε μόνο μια αρκετά μεγάλη ποσότητα από θρυμματισμένα μπισκότα.

«Έι...περίμενε...Ρυουτζί, αυτά τα μάζεψα από το πάτωμα, και...και είναι...»

«Αφού έφαγα μόνο από τα καρβουνιασμένα σου μπισκότα προηγουμένως, είμαι περίεργος να δω τι γεύση έχουν αυτά εδώ!»

Απάντησε αποφασιστικά, και έχωσε τα ψίχουλα στο στόμα του. Και...

«...»

Καμία αντίδραση.

Όταν είχε φάει τα καμένα μπισκότα προηγουμένως, η ζέστη από το φούρνο, η πικρή γεύση του κάρβουνου και το γεγονός ότι η Αϊσάκα τον ανάγκασε να τα φάει όλα μαζί, έκαναν τον Ρυουτζί να τα κατεβάσει όσο γρηγορότερα μπορούσε...Έτσι, τώρα ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που δοκίμαζε τη μαγειρική της Αϊσάκα...Μόνο που, φαίνεται πως...Μπέρδεψε τη ζάχαρη με το αλάτι...

«Τα...τα μπισκότα είναι καλά;»

«...Αααχ! Πολύ νόστιμα!»

Η Αϊσάκα έκπληκτη τον κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια.

«Αλήθεια, είναι πολύ καλά! Αχ...κρίμα που δεν μπορείς να τα δώσεις στον Κιταμούρα. Μια άλλη φορά, ε;»

Με το εκ φύσεως ανέκφραστο πρόσωπό του, ο Ρυουτζί κατάφερε τελικά να γίνει πιστευτός, και αμέσως έσπρωξε την Αϊσάκα να δοκιμάσει τα δικά του μπισκότα. Η Αϊσάκα άνοιξε προσεκτικά το αλουμινόχαρτο, και κοίταξε έκθαμβη τον Ρυουτζί,

«Ουαα...Φανταστικά! Τέλεια φαίνονται. Στ’αλήθεια μπορώ να τα φάω;»

«Θα τα πήγαινα στη μαμά μου, αλλά δεν πειράζει, μπορείς να τα φας όλα.»

Τα μπισκότα ήταν πολύ λεπτά, και αυτή τη φορά τα είχε πασπαλίσει από πάνω με ζάχαρη μαζί με επιπλέον βούτυρο. Η Αϊσάκα τα κοίταξε για λίγο, και μετά...

«...Είναι πολύ νόστιμα! Αλήθεια!»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα με το που τα έβαλε στο στόμα της.

«...Πρώτη φορά που σε ακούω να λες ‘νόστιμα’.»

«Δεν το πιστεύω, είναι πολύ καλύτερα από αυτά του φούρνου!»

Toradora vol01 155.jpg

«Να σου πω, από την εμπειρία μου, τα γλυκά είναι πάντα πιο νόστιμα όταν τα φτιάχνεις μόνος σου από όταν τα αγοράζεις. Φυσικά, αυτό είναι προσωπική μου άποψη, αλλά αν θέλεις τα μπισκότα σου να είναι μαλακά όταν βγαίνουν από το φούρνο, είναι καλύτερα να τα φτιάχνεις μόνος σου.»

«Ναι, βέβαια...μιαμ...μου...μου αρέσουν πολύ, αλήθεια!»

Εκείνη τη στιγμή η Αϊσάκα έμοιαζε με οποιοδήποτε άλλο κορίτσι, έτσι όπως ήταν απορροφημένη να καταβροχθίζει τα μπισκότα. «Πεντανόστιμα!» είπε με γεμάτο στόμα, έγλειψε τη ζάχαρη από τα χείλη της και είπε σιγανά, «Θα ήταν τέλεια να τα φας μαζί με κόκκινο τσάι!»

...Ποιος θα την αναγνώριζε τώρα;

Εκτός από μένα, ποιος άλλος έχει δει αυτή την πλευρά της Τάιγκα Αϊσάκα;

Ήταν ένα απίστευτο αίσθημα. Μέχρι χτες κι αυτός, όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές του, φοβόταν την «Τίγρη Μινιατούρα». Φοβόταν όχι μόνο μην τον δαγκώσει, αλλά και να έχει οποιαδήποτε σχέση με τον κόσμο της. Ώστε η Τάιγκα Αϊσάκα είναι τέτοιος άνθρωπος...Τότε, ούτε που τον είχε απασχολήσει μια τέτοια σκέψη.

Αυτό το κορίτσι...αυτή η κόρη κάποιου διαβόητου αρχιμαφιόζου ή πρωταθλητή του καράτε, το απάνθρωπο πλάσμα που μεταχειριζόταν τους ανθρώπους σαν σκυλιά...αυτή η ίδια ήταν που γινόταν τόσο νευρική μπροστά στον άνθρωπο που αγαπούσε ώστε δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, αυτή ήταν που ήταν απίστευτα αδέξια, που την έπιανε κατάθλιψη σε σημείο να βάλει τα κλάματα επειδή ντρεπόταν για την αδεξιότητά της...που πεινούσε συνέχεια και λάτρευε το καλό φαΐ και τις λιχουδιές.

Ήταν ένα τόσο παράξενο κορίτσι...συνεχώς δημιουργούσε προβλήματα στους άλλους, ένας κινούμενος μπελάς.

Κι όμως, ο Ρυουτζί ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η εκκεντρικότητά της δεν του ήταν απωθητική. Μέχρι που σκέφτηκε, Χαίρομαι που γνώρισα αυτό το άτομο. Εκείνη τη στιγμή, για κάποιο λόγο αισθάνθηκε ευλογημένος.

Ναι. Παρόλο που είναι εκνευριστική, παρόλο που μου δημιουργεί συνεχώς προβλήματα, όταν πληγώνεται, θέλω οπωσδήποτε να την παρηγορήσω...Αλλά αφού σκέφτομαι έτσι, η Αϊσάκα για μένα είναι...

«...Έι, Ρυουτζί, τώρα κατάλαβα!»

...Αναπήδησε ξαφνιασμένος.

Βγαίνοντας από τις σκέψεις του, είδε την Τάιγκα Αϊσάκα να τον κοιτάζει από πολύ κοντά. Αν και το πρόσωπό της ήταν μικρό, το δέρμα της ήταν ανοιχτόχρωμο, και τα μεγάλα, σχεδόν διάφανα μάτια της έλαμπαν σαν άστρα κάθε φορά που τα ανοιγόκλεινε. Ήταν πολύ όμορφα μάτια. Αν και μικροκαμωμένη, το πρόσωπό της δεν ήταν καθόλου παιδικό...Μέσα σε μια στιγμή ο Ρυουτζί τα συνειδητοποίησε όλα αυτά, και ένιωσε μια ανατριχίλα στην πλάτη του.

Αχεμ! Ξερόβηξε αμήχανα ο Ρυουτζί.

«...Τ...τι κατάλαβες;»

Ρώτησε διστακτικά, και...

«Όλα αυτά ήταν επειδή δεν με βοήθησες αρκετά! Είσαι τόσο ανόητο σκυλί! Απελπιστικά ανόητο!»

«...»

Τι στην ευχή; Η Αϊσάκα ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε περιφρονητικά τον Ρυουτζί. Πώς να το πω...Φαίνεται να είναι και πάλι ο εαυτός της...Αλλά και πάλι, τι στην ευχή!;

Ο Ρυουτζί είχε αρχίσει να τσατίζεται πάλι, και σκεφτόταν, Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν τέτοια άτομα; Όμως είδε την Αϊσάκα να χαμογελάει ξανά...Δε βαριέσαι. Θα της τη χαρίσω αυτή τη φορά!

Πες πως είναι δώρο από μένα!


* * *


Στο δρόμο της επιστροφής, κρατούσαν πάντα κάποια απόσταση μεταξύ τους, αν και πήγαιναν προς την ίδια κατεύθυνση.

Καθώς πλησίαζαν την πύλη του σχολείου, η Αϊσάκα που προχωρούσε μπροστά, σταμάτησε απότομα. Από εκεί που στεκόταν, μπορούσε να δει κανείς το γήπεδο ανάμεσα από τα δέντρα.

«Τι τρέχει;»

«...Η λέσχη σόφτμπολ. Εκεί είναι η Μινορίν.»

Η Αϊσάκα έδειξε μπροστά, εκεί που η Μινόρι αυτοπροσώπως έτρεχε ζωηρά κάτω από το ηλιοβασίλεμα. Σαν να έβλεπε μέσα από πρίσμα, μέσα σε μια στιγμή η Μινόρι είχε καταλάβει ολόκληρο το οπτικό πεδίο του Ρυουτζί.

Όμως ο Ρυουτζί κατάλαβε αμέσως ότι η Αϊσάκα δεν κοίταζε προς τα εκεί που του έδειχνε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα σε έναν από τους μελαχρινούς νεαρούς που έκαναν ασκήσεις προθέρμανσης στην άλλη μεριά του γηπέδου. Με άλλα λόγια, στον Κιταμούρα.

Η Αϊσάκα στεκόταν ακίνητη, τα μάγουλά της είχαν βαφτεί ρόδινα στο φως του ηλιοβασιλέματος. Φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι, αλλά η Αϊσάκα ούτε που το πρόσεξε, καθώς στεκόταν εκεί σαν άγαλμα.

Πρέπει στ’αλήθεια να της αρέσει πολύ ο Γιουσάκου Κιταμούρα.

«...Έι, αν μπορώ να ρωτήσω...γιατί τον Κιταμούρα;»

Η ερώτηση του Ρυουτζί την έκανε να στραφεί, αλλά δεν απάντησε, απλά ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της. Κοίταξε κατάματα τον Ρυουτζί με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της και είπε,

«Πάω εγώ τώρα. Γιατί δεν κάθεσαι λίγο παραπάνω εδώ;»

Έμοιαζε να προσπαθεί να αλλάξει θέμα. Αν και δεν είχε και τόση σημασία αν απαντούσε ή όχι στην ερώτησή του, μια που και ο ίδιος ο Ρυουτζί δεν ήξερε γιατί είχε κάνει αυτή την ερώτηση.

«...Φεύγεις τώρα; Τι εννοείς;»

«Είμαι σίγουρη πως θες να κοιτάξεις λίγο παραπάνω τη Μινορίν με αυτό το ξελιγωμένο ύφος σου. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω να τα φτιάξεις μαζί της, αλλά τουλάχιστον μπορώ να σε αφήσω να την κοιτάξεις για λίγο. Είναι όμορφη, έτσι δεν είναι; Καταλαβαίνω γιατί διάλεξες αυτήν...δεν είμαι και τόσο παράλογη, ξέρεις! Κοίτα μόνο να έρθεις σπίτι μου στις οκτώ να μαγειρέψεις βραδινό, τίποτα άλλο!»

Τι εννοείς «τίποτα άλλο»;! Όχι, μάλλον τι εννοείς «έλα σπίτι μου να μαγειρέψεις βραδινό»...Όχι, τι εννοείς «τίποτα άλλο»;!

Χωρίς να αφήσει περιθώρια στον Ρυουτζί να ρωτήσει κάτι, η Αϊσάκα έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε με μεγάλα βήματα, αλλά τότε...

«...Ουαα!»

Η αδεξιότητά της ανέλαβε ξανά δράση, αφού κατάφερε να σκοντάψει πάνω στο ταρτάν...Η τσάντα της έφυγε από το χέρι της καθώς έπεσε απροειδοποίητα, σαν μικρό παιδί.

«Αχ! Αχ...! Τι κάνεις εκεί;!»

Ο Ρυουτζί αναστέναξε βαθιά και έτρεξε να τη σηκώσει, ενώ αυτή μουρμούριζε, «Σταμάτα! Άσε με ήσυχη!» Αφού μάζεψε την τσάντα της και ξεσκόνισε τη φούστα της, ο Ρυουτζί πρόσεξε πως τα γόνατα της Αϊσάκα ήταν γεμάτα μελανιές...Πρέπει να έχει σκοντάψει και πέσει άπειρες φορές χωρίς κανείς να το πάρει είδηση.

Πώς να αφήσω ένα τόσο απρόσεχτο πλάσμα μόνο του; Ο Ρυουτζί αναστέναξε ξανά. Και κοιτάζοντας την Αϊσάκα κατευθείαν στα μάτια,

«Τι θέλεις να φας για βραδινό; Δε σε πειράζει να φάω μαζί σου, έτσι; Θα φτιάξω και τη μερίδα της μαμάς μου και θα την πάρω στο σπίτι, εντάξει; Εννοείται ότι θα πληρώσεις εσύ για τα υλικά, ε; Α ναι, τώρα θυμήθηκα ότι το ψυγείο σου είναι άδειο, οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα αν δεν πάμε πρώτα στο σουπερμάρκετ...Α, και να μην ξεχάσουμε να πάρουμε και διαλυτικό μούχλας και απορρυπαντικό πιάτων!»

Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, υποθέτω...σκέφτηκε ο Ρυουτζί.

«Εντάξει λοιπόν!» φώναξε η Αϊσάκα. Κι αυτό ήταν γιατί δεν μπορούσε πια να το αρνηθεί. Μετά από όσα έγιναν χτες και σήμερα, ήξερε πως αυτό το κορίτσι ήταν ξεροκέφαλο, παράλογο, με χαμηλή αυτοεκτίμηση αλλά και αλαζονική. Να την απειλήσει κανείς ήταν χάσιμο χρόνου, αν ήταν αποφασισμένη να κάνει κάτι, θα το έκανε ο κόσμος να χαλούσε. Κι εκτός αυτού, υπήρχαν τόσα πράγματα που τον έκαναν να ανησυχεί γι’αυτήν.

Γι’αυτό...δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

Κι έπειτα, στην ευρωπαϊκή κουζίνα της Αϊσάκα υπήρχαν ακόμα πολλοί λεκέδες που έπρεπε να ξεφορτωθεί.


Πίσω σε Κεφάλαιο 3 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 5