Toradora! (Greek):Volume1 Chapter3

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 3

Η μεταμεσονύχτια φασαρία πέρασε σαν όνειρο και το σπίτι των Τακάσου ξαναβυθίστηκε στην πρωινή ησυχία.

Ήταν ήδη 5 το πρωί όταν ο Ρυουτζί επέστρεψε επιτέλους στο κρεβάτι του μετά τη νυχτερινή επιδρομή της Τίγρης Μινιατούρας. Επειδή ήταν ακόμα στην ανάπτυξη, ήταν προβληματικό γι’αυτόν να μην κοιμάται όσο πρέπει. Ωστόσο, ξύπνησε στην ώρα του όπως συνήθως, και ανάγκασε τον εαυτό του να σηκωθεί καταπνίγοντας ένα χασμουρητό. Υπήρχαν ένα σωρό δουλειές που έπρεπε να γίνουν…

Αφού πήγε στην τουαλέτα, πήγε να ταΐσει τον Ίνκο-τσαν. Όπως πάντα, βεβαιώθηκε ότι ο παπαγάλος είχε ξυπνήσει εντελώς προτού βγάλει το πανί από το κλουβί, όμως…

«Καλημέρα, Ίνκο-τσ….Αααα!»

Ο Ίνκο-τσαν ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και έμοιαζε ψόφιος.

«Μ…μα τώρα δε μου απάντησες!; Ίνκο-τσαν!»

«…Ουγκχ…ουγκχ…ουγκχ…»

…Μπα, ζωντανός ήταν ακόμα. Απλώς είχε ξαπλώσει ανάσκελα στον πάτο του κλουβιού, έτσι που ο καθένας θα νόμιζε με μια πρώτη ματιά πως είχε ψοφήσει, αλλά τελικά ήταν απλώς ξαπλωμένος έτσι. Με το που άκουσε τη φωνή του Ρυουτζί, σηκώθηκε γρήγορα. Για κάποιο λόγο ήταν αναπουπουλιασμένος, και φαινόταν να υποφέρει.

«Στο λόγο μου, ώρες ώρες δεν καταλαβαίνω τι στο καλό σκέφτεσαι!»

«Καλημέρα!»

Ίσως να ήταν καλύτερα αν είχα γάτα, ή σκύλο, ή κάποιο ζώο που να επικοινωνεί τηλεπαθητικά με τους ανθρώπους, σκέφτηκε ο Ρυουτζί καθώς άλλαζε το φαΐ του Ίνκο-τσαν.

«Ι…ιιι…Ι…Ιν…Ιν…Ιν…»

Ο Ρυουτζί κοίταξε τον Ίνκο-τσαν κατευθείαν στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να του πει. Μήπως ήταν αυτό που του δίδασκε τόσα χρόνια, αλλά ακόμα δεν είχε καταφέρει να πει;

«Μήπως…θα καταφέρεις επιτέλους να πεις «Ίνκο-τσαν»; Το έμαθες επιτέλους!;»

Ο Ρυουτζί κοίταξε ενθουσιασμένος το κλουβί. Ο Ίνκο-τσαν άνοιξε διάπλατα τα φτερά της ουράς του, και μετά…

«Ι…Η…Ηλίθιε!»

«Να σε πάρει!»

Φλαπ! Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρυουτζί ξανασκέπασε το κλουβί με το πανί. Αν και φαινόταν θυμωμένος, στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ήρεμος. Αλίμονο αν θύμωνε με το παραμικρό που του συνέβαινε. Με τη συνηθισμένη του απάθεια, πήγε να ρίξει μια ματιά στη Γιάσουκο, που κανονικά θα έπρεπε να κοιμάται τώρα. Άνοιξε το φουσούμα και…

Τώρα αυτή πρέπει να κοιμάται, έτσι; Επειδή είχε ακούσει την πόρτα να ανοίγει νωρίτερα, ήξερε ότι είχε επιστρέψει.

«…Όντως επέστρεψε, αλλά αυτό πια…»

μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια του.

Η Γιάσουκο ήταν τόσο μεθυσμένη που όλο το σπίτι βρωμούσε αλκοόλ. Και γιατί να κοιμηθεί λες και είχε γονατίσει και πέσει προς τα μπρος πάνω στο πρόσωπό της; Κοιμόταν με τα οπίσθιά της στραμμένα προς τα πάνω. Πάλι καλά που είχε φορέσει τη φόρμα της˙ παρόλο που ήταν μητέρα του…όχι, επειδή ήταν μητέρα του έπρεπε να είναι αυστηρός μαζί της. Της το είχε ξεκόψει από καιρό ότι απαγορευόταν αυστηρά να επιδεικνύει τα εσώρουχά της μπροστά του. Φαίνεται ότι είχε αποκοιμηθεί την ώρα που έβγαζε το μέικ-απ της. Το μισό της πρόσωπο ήταν καθαρό ενώ το άλλο μισό είχε ακόμα μέικ-απ, κάνοντάς την να μοιάζει στον Baron Ashura[1]. Κι εκτός αυτού, φαινόταν να είναι αρκετά άβολα.

Από όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ρυουτζί, η Γιάσουκο καθόταν στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο φουτόν της και έβγαζε το μέικ-απ της, αλλά την πήρε ο ύπνος και έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο φουτόν.

« Πάλι καλά που δεν έσπασες το λαιμό σου…Έι, ξάπλωσε κανονικά! Θα πεθάνεις αν εξακολουθήσεις να κοιμάσαι σ’αυτή τη στάση!»

«…Για…Γιαγια…ουμ…ουμμμ…Για…»

Λες και άκουγες τον Ίνκο-τσαν να μιλάει.

Διερωτώμενος τι ήταν αυτό που έκανε τη Γιάσουκο και τον Ίνκο-τσαν να μοιάζουν τόσο (υποψιαζόταν πως ήταν ο δείκτης νοημοσύνης τους...), ο Ρυουτζί έβαλε προσεκτικά τη Γιάσουκο να ξαπλώσει σωστά στο φουτόν της. Η Γιάσουκο ήθελε να πάρει ένα κανονικό κρεβάτι. Αλλά άμα είναι να κοιμάσαι έτσι, σιγά μη σου πάρω!

Έβγαλε από την τσάντα του παντοπωλείου που ήταν πεταμένη στη γωνία δύο παγωτά ξυλάκι που ήδη είχαν αρχίσει να λιώνουν και έφυγε αθόρυβα από το δωμάτιο, κλείνοντας το φουσούμα πίσω του. Πρώτα από όλα θα έπρεπε να βάλει γρήγορα τα παγωτά στο ψυγείο.

Έπειτα, είχε να φτιάξει πρωινό και μεσημεριανό σε πακέτο. Έλεγξε το περιεχόμενο του ψυγείου…

«Α ναι, τώρα θυμάμαι…»

Ο Ρυουτζί μισόκλεισε τα άγρια μάτια του, όχι από θυμό, αλλά από απογοήτευση.

Η Γιορτή Τηγανητού Ρυζιού είχε καταναλώσει όλα τα αυγά και το μπέικον, οπότε πάει το πρωινό με αυγά και μπέικον. Είχε ξοδευτεί επίσης όλο το κατεψυγμένο ρύζι.

«Φαίνεται πως πρέπει να τη βγάλω με σκέτο γάλα για πρωινό, κι όσο για το μεσημεριανό…αναγκαστικά θα είναι λιτό σήμερα. Για ορεκτικά έχει μόνο πατάτες.»

Το μεσημεριανό έπρεπε να έχει ρύζι οπωσδήποτε, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε να φτιάξει ένα απλό ανάμεικτο ρύζι και αλατισμένες πατάτες.

Αφού έπλυνε το ρύζι, έριξε μέσα κρασί ρυζιού. Όταν βεβαιώθηκε πως είχε βάλει αρκετό, πρόσθεσε λίγο σιρόπι, μιρίν[2], ψιλοκομμένο κόμπου[3], βρασμένα βλαστάρια μπαμπού και λίγα ενοκιτάκε[4] στην κατσαρόλα με το ρύζι. Τέλος έριξε το ανάλογο νερό, άνοιξε το βραστήρα του ρυζιού και το άφησε να μαγειρευτεί.

Μετά, ξεφλούδισε επιδέξια τις πατάτες με καταπληκτική ταχύτητα και τις έβαλε σε κατσαρόλα να βράσουν μέχρι να μείνει ελάχιστο νερό. Όση ώρα έβραζαν, έπλυνε το ξύλο κοπής και το μαχαίρι και καθάρισε το μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας. Όταν το νερό στην κατσαρόλα μειώθηκε αρκετά και οι πατάτες άρχισαν να φαίνονται, έριξε μέσα ραφιναρισμένη ζάχαρη, μιρίν, κρασί ρυζιού, σιρόπι, σκόνη σούπας και λίγη σος για νουντλς. Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να περιμένει μέχρι να γίνει το φαγητό. Σε λίγο θα έπρεπε να χαμηλώσει τη φωτιά για να μην παραψηθεί, και να το αφήσει να σιγοβράσει σχεδόν μέχρι την ώρα που θα έφευγε. Πριν το βγάλει, θα έριχνε και λίγη σάλτσα σόγιας μέσα για τη γεύση. Ο Ρυουτζί δεν είχε ποτέ μάθει αν αυτή ήταν η κανονική συνταγή, μια και το φαγητό ήταν αρκετά νόστιμο όταν το μαγείρευε έτσι.

Είχε περάσει μόλις μισή ώρα από την ώρα που σηκώθηκε, οπότε είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του. Ο Ρυουτζί έβαλε το γάλα του σε ένα ποτήρι, άνοιξε την τηλεόραση και κάθησε στον καναπέ.

Για να περάσει η ώρα του πρωινού, έβαλε ένα πρωινό κουτσομπολίστικο πρόγραμμα, και την ώρα που καθάριζε το τραπέζι άκουγε τα αποτελέσματα των αγώνων ποδοσφαίρου της προηγούμενης μέρας. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, έκανε το τραπέζι να αστράφτει.

Όταν ο Ρυουτζί άκουσε ότι είχε κερδίσει η ομάδα του, αισθάνθηκε πως τελικά η μέρα είχε αρχίσει καλά, παρά το ότι είχε μόνο γάλα για πρωινό. Αν και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν ο ήλιος έλαμπε μέσα από το παράθυρό του όπως πέρυσι. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ο Ρυουτζί αναστέναξε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή…

«Ουαα!»

Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος μπορεί να έπαιρνε τόσο πρωί, κάποιος συγγενής ίσως; Αποφασίζοντας να μην ενοχλήσει τη Γιάσουκο στον ύπνο της (στο κάτω κάτω ήταν η κεφαλή του σπιτιού), ο Ρυουτζί έτρεξε να σηκώσει το τηλέφωνο.

«Εμπρός, εδώ Τακάσου…»

«Άργησες! Τι στην ευχή κάνεις εκεί;»

«…»

Χωρίς να σκεφτεί τι έκανε έκλεισε το τηλέφωνο.

Τι κάνω; Ζω κανονικά τη ζωή μου, τι άλλο; Το αναπάντεχο κατσάδιασμα έκανε το μυαλό του Ρυουτζί να αδειάσει για μια στιγμή. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, και ο Ρυουτζί απάντησε ευγενικά,

«Εμπρός, εδώ Τακάσου…»

«Μου το έκλεισες μόλις τώρα, έτσι; Θες να ξανάρθω εκεί τώρα και να τα κάνω πάλι λίμπα;»

«Αυτό θα ήταν ενοχλητικό.» Ο Ρυουτζί έδωσε την απάντηση χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. Αν και η σπιτονοικοκυρά δεν είχε έρθει να κάνει παράπονα, την άκουγε να σκουπίζει με θόρυβο έξω εδώ και αρκετή ώρα. Ασφαλώς περίμενε να βγει ο Ρυουτζί έξω για να του τα ψάλει. Φαίνεται πως οι Τακάσου είχαν μπει στη μαύρη λίστα.

Μπορούσε να σκεφτεί μόνο ένα άτομο που μιλούσε με τέτοιο νταηλίδικο ύφος…

«Τάιγκα…Αϊσάκα…»

Είχε ακόμα και παρατσούκλι όπως οι γκάνγκστερ, η Τίγρη Μινιατούρα.

«Αν το βρίσκεις ενοχλητικό τσακίσου κι έλα εδώ! Τι στο καλό έκανες; Μη μου πεις ότι αθετείς κιόλας την υπόσχεσή σου; Έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό;»

«Υπόσχεση; Δε μιλάς σοβαρά, έτσι;»

«Δεν είπες ότι θα κάνεις ό,τι θέλω και θα με υπακούς σαν σκυλί; Μου το ορκίστηκες, έτσι δεν είναι; Λοιπόν τσακίσου κι έλα! Τώρα! Και θα έρχεσαι κάθε μέρα πριν το σχολείο από δω και πέρα!»

«…Π…περίμενε! Λες γι’αυτά που είπαμε χτες βράδυ, έτσι; Όταν είπα ότι θα σε βοηθήσω, εννοούσα ότι θα σε βοηθήσω να πλησιάσεις τον Κιταμούρα, για να έχεις την ευκαιρία να μιλήσεις περισσότερο μαζί του…Αυτό σου υποσχέθηκα!»

«Τσκ!»

Από την άλλη μεριά του ακουστικού ακούστηκε ένα πολύ ενοχλημένο και τσατισμένο πλατάγισμα γλώσσας.

«Εσύ ήσουν που είπες ότι θα κάνεις τα πάντα! Δε μ’ενδιαφέρει τι νομίζεις, τσακίσου κι έλα! Ξέρεις ότι το εννοώ όταν λέω πως θα το κάνω…και νομίζω ότι έχεις καταλάβει ήδη τι είναι αυτό που θα κάνω, έτσι;»

Κατά τα φαινόμενα η Αϊσάκα ήταν σε πολύ άσχημη διάθεση. Η φωνή της ακουγόταν σαν δαιμονικό ουρλιαχτό, που δονούσε το ακουστικό τόσο ώστε έκανε τα αυτιά του Ρυουτζί να τρέμουν. Δεν είχε νόημα να καυγαδίζει μαζί της από το τηλέφωνο όταν ήταν σε τέτοια κατάσταση.

«…Τέλος πάντων, ό,τι πεις…θα έρθω…αλλά…δεν ξέρω ούτε καν που μένεις.»

«Κοίταξε έξω από το παράθυρό σου.»

«Ε; Έξω από το παράθυρό μου; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί εκτός από…ΟΥΑΑΑ!;»

Κρατώντας το ακουστικό ο Ρυουτζί πέρασε από το στενό σαλόνι και κοίταξε έξω από το θαμπό τζάμι του παράθυρου. Εκεί ήταν η πολυτελής Ευρωπαϊκού στυλ πολυκατοικία. Και στον δεύτερο όροφο αυτής της πολυκατοικίας…ακριβώς απέναντι από το παράθυρό του…

«Τι γελοίες πιτζάμες είναι αυτές;»

Η Τάιγκα Αισάκα στεκόταν εκεί με ένα μοδάτο τηλέφωνο στο χέρι και κατσουφιασμένο ύφος.

«Αχ! Μ…Μη με κοιτάς!»

Επειδή κρύωνε, ο Ρυουτζί είχε φορέσει ένα χνουδωτό μάλλινο πουκάμισο της Γιάσουκο με σχέδια από καρδούλες. Με αγριεμένο ύφος, κάλυψε γρήγορα το πουκάμισο με τα χέρια του. Δεν ήταν θυμωμένος, απλά ντρεπόταν.

Η Αϊσάκα αγανακτισμένη έκλεισε τις ακριβές κουρτίνες της.

«Ποιος θέλει να σε κοιτάξει! Άντε, τσακίσου κι έλα, ανόητο σκυλί!»

Με αυτά τα λόγια, η Αϊσάκα έβαλε τέλος στη συζήτηση, αλλά ο Ρυουτζί θυμήθηκε ότι είχε κι άλλες δουλειές να κάνει.

«Περίμενε! Δώσε μου δέκα λεπτά ακόμα!»

«…Γιατί;»

«Γιατί το ανάμεικτο ρύζι για το μεσημεριανό δεν έχει γίνει ακόμα.»

«…»

Μέσα στη σιωπή, ο Ρυουτζί μπορούσε να ακούσει ένα βροντερό γουργουρητό στομαχιού από την άλλη μεριά του ακουστικού. Ήταν τόσο δυνατό που δεν μπορούσε να το αγνοήσει.

«…Μ, μήπως θες λίγο κι εσύ;»

Μετά από μια μακριά σιωπή, οι κουρτίνες του δωματίου του πολυτελούς διαμερίσματος άνοιξαν κάπου 10 εκατοστά. Η Αϊσάκα σιωπηλά έγνεψε καταφατικά στον Ρυουτζί.

Η Γιάσουκο, ο Ίνκο-τσαν, και τώρα η Αϊσάκα.

Φαίνεται πως από δω και πέρα ο Ρυουτζί θα είχε να ταΐζει τρία στόματα αντί για δύο.


* * *


Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε μια αυτόματη πόρτα.

Η ατμόσφαιρα στη μαρμαροστρωμένη είσοδο ήταν πιο ψυχρή κι από τον αέρα έξω. Ο χώρος ήταν απόκοσμα σιωπηλός, λες και αόρατα μάτια παρακολουθούσαν τον Ρυουτζί. Αντιμέτωπος με αυτό το εχθρικό περιβάλλον, ο Ρυουτζί είχε ακόμα πιο άγριο ύφος από συνήθως καθώς κοίταζε τη συσκευή που είχε μπροστά του. Στο ύψος της μέσης του υπήρχε ένα μαρμάρινο ένθετο με ένα κουμπί, μια κλειδαριά και κάτι που έμοιαζε με συσκευή εσωτερικής επικοινωνίας. Στην άλλη άκρη ήταν η αυτόματη πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Ωστόσο η πύλη δεν άνοιγε αυτόματα. Στα δεξιά του ήταν το θυρωρείο, αλλά υπήρχε μια ταμπέλα απ’έξω που έγραφε «Κλειστό λόγω απολύμανσης», και απ’ότι φαινόταν δεν ήταν κανείς μέσα. Πώς δουλεύει αυτή η συσκευή; Τι πρέπει να κάνω για να μπω στο κλουβί της Τίγρης Μινιατούρας; Ο Ρυουτζί στεκόταν εκεί σιωπηλός χωρίς να ξέρει τι να κάνει όταν…

«Καλη…μέρα…;»

Μια νεαρή γυναίκα βγήκε από την είσοδο και χαιρέτησε τον Ρυουτζί, αλλά αμέσως τον ξανακοίταξε με καχυποψία, προφανώς διερωτόμενη Ποιος στο καλό είναι αυτός;

«Κ…καλημέρα.»

Χαμηλώνοντας το κεφάλι του αμήχανα, ο Ρυουτζί χώθηκε στην είσοδο προτού κλείσει η πύλη. Είναι άραγε σωστό που μπήκα έτσι μέσα; αναρωτήθηκε, αν και δεν πίστευε ότι θα έβρισκε το μπελά του για κάτι τέτοιο.

Μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί του δεύτερου ορόφου. Όταν οι πόρτες ξανάνοιξαν, βρέθηκε σε ένα διάδρομο στρωμένο με μοκέτα, σαν κι αυτόν που είχε δει στο ξενοδοχείο όπου είχε πάει εκδρομή με το σχολείο του.

Αναρωτήθηκε πόσο άραγε να ήταν το νοίκι σε ένα τέτοιο μέρος. Να πάρει, ξέχασα να ρωτήσω τον αριθμό του διαμερίσματός της. Αν και τελικά αυτό δεν ήταν πρόβλημα…

Γιατί απλούστατα δεν υπήρχε παρά μόνο μια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου…Με άλλα λόγια, το σπίτι της Αϊσάκα καταλάμβανε όλο το δεύτερο όροφο.

«Τελικά είναι όντως πλούσια…Άραγε να είναι αλήθεια η φήμη ότι ο πατέρας της είναι μαφιόζος;»

Σκεφτικός, ο Ρυουτζί προχώρησε νευρικά προς την πόρτα (μια που σε τελική ανάλυση, επρόκειτο να μπει στο σπίτι ενός κοριτσιού, ακόμα και αν αυτό ήταν η Αϊσάκα), και χτύπησε το κουδούνι. Όμως κανείς δεν απάντησε, αν και χτύπησε αρκετές φορές.

Έχω ακόμα ώρα μέχρι να αρχίσει το μάθημα, αλλά δεν είναι και απεριόριστη! Διστακτικά, δοκίμασε να σπρώξει την πόρτα.

Κράτησε λίγο την ανάσα του και τότε…η πόρτα άνοιξε.

«…Κ…καλημέρα!...Αϊσάκα!....Εγώ είμαι, ο Τακάσου…Εμπρός;»

Κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα και ξαναφώναξε, αλλά πάλι δεν πήρε απάντηση. Τελικά ο Ρυουτζί μπήκε μέσα εξακολουθώντας να φωνάζει,

«…Συγγνώμη για την ενόχληση…Μ…μπορώ να περάσω; Δεν πειράζει, έτσι;»

Θράσος που το έχει, να με απειλεί για να έρθω εδώ και μετά να με παρατάει εδώ σύξυλο! Τι θα κάνω έτσι και με δει ξαφνικά κάποιος από την οικογένειά της; Ειδικά ο πατέρας της! Ο Ρυουτζί έβγαλε νευρικά τα παπούτσια του και προχώρησε στο διάδρομο με επένδυση ξύλου όπως ήταν με τις κάλτσες.

Καθώς προχωρούσε κοιτώντας γύρω του, άθελά του αναστέναξε. Ίσως να ήταν η λευκή ταπετσαρία, τα ξύλινα πλακάκια πρώτης ποιότητας ή ο φωτισμός, αλλά όλα γύρω του ανέδιναν έναν αέρα εξαιρετικού γούστου, αντίθετα με τα περισσότερα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα σε αυτή τη γειτονιά. Επειδή τον ενδιέφερε πολύ η εσωτερική διακόσμηση, ο Ρυουτζί κοίταξε με μεγάλο ενδιαφέρον τη γυάλινη πόρτα προτού την ανοίξει. Και μετά…

«Ουάου!....Ουαα!»

Για ένα λεπτό κοίταζε γύρω του θαμπωμένος, και μετά του χτύπησε στη μύτη μια απαίσια μυρωδιά.

Αυτό που τον είχε θαμπώσει τόσο ήταν το σαλόνι, που είχε μέγεθος τουλάχιστον 20 τατάμι. Ήταν στρωμένο με ένα κατάλευκο χαλί και υπήρχε ένας καναπές σε ανοιχτό γκρι, μαζί με μια τραπεζαρία με κατάλευκο τραπέζι και κομψές καρέκλες…Προς τα νότια υπήρχε ένα παράθυρο από όπου έβλεπε κανείς τη θέα που απολάμβαναν οι Τακάσου μέχρι πέρυσι – τα δέντρα στο διπλανό πάρκο. Τα σκουρόχρωμα κουζινικά δεν μείωναν καθόλου την αίσθηση άπλας του χώρου, και το μοντέρνο ντιζάιν σε συνδυασμό με τον κομψό κρυστάλλινο πολυέλαιο στο ταβάνι του έδινε έναν αέρα χλιδής. Το μόνο περίεργο ήταν ότι υπήρχαν καναπέδες και καρέκλες μόνο για ένα άτομο.

Συνήθως, σε ένα τέτοιου μεγέθους σαλόνι θα έβλεπε κανείς τουλάχιστον πέντε ή έξι καθίσματα.

Και υπήρχε και αυτή η άσχημη μυρωδιά…

«Από δω έρχεται άραγε…;»

Τελικά ερχόταν από την ωραία, ευρωπαϊκού στυλ κουζίνα.

Η κουζίνα είχε ένα μεγάλο νεροχύτη από ανοξείδωτο ατσάλι, αλλά ήταν ξέχειλος από βρώμικα πιάτα που βρισκόντουσαν εκεί ένας Θεός ξέρει από πότε. Όσο σκέφτομαι σε τι κατάσταση θα είναι το σιφόνι… Και μόνο η σκέψη του έφερνε ανατριχίλα. Και εκτός αυτού ένα μεγάλο μέρος του ανοξείδωτου νεροχύτη ήταν θαμπό, λες και ήταν σκεπασμένο με…

«ΑΑΑΑΡΓΚ!!!!!»

Μούχλα, μαύρη μούχλα η θέα της οποίας και μόνο μπορούσε να τον κάνει να λιποθυμήσει από αηδία. Λες και τον τραβούσε μια αόρατη δύναμη, ο Ρυουτζί προχώρησε αβέβαια προς το νεροχύτη και έτριψε ένα τρεμάμενο δάχτυλο πάνω του. Φυσικά, ήταν παχιά και γλιστερή…

Απαράδεκτο!

Δε μπορώ να το επιτρέψω αυτό! Είναι ιεροσυλία για αυτή την κουζίνα! Για την ίδια τη ζωή! Στο δικό μου μικρό διαμέρισμα η κουζίνα είναι στενή και σκοτεινή, αλλά είναι τόσο καθαρή που μπορείς να γλείψεις το πάτωμα και να μην πάθεις τίποτα. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι που σκοτώνονται στη δουλειά προσπαθώντας να κρατήσουν καθαρή την κουζίνα τους, και κάτι άλλοι έχουν μια τέτοια ωραία και καλοεπιπλωμένη κουζίνα και την αφήνουν να καταντήσει….ΕΤΣΙ!!!

«ΑΪΣΑΚΑ..!!!»

Ο Ρυουτζί έφυγε τρέχοντας από την κουζίνα. Αρκετά είδα! Πώς μπόρεσε να με αφήσει να δω κάτι τέτοιο!

«Σε παρακαλώ, άφησέ με…άφησέ με να καθαρίσω την κουζίνα σου!!!»

Ήταν λες και κάτι είχε σπάσει μέσα στην ψυχή του Ρυουτζί.

Με τις φλέβες του να έχουν πεταχτεί, έτρεξε σαν σφαίρα στο σαλόνι, αλλά δεν μπορούσε να βρει την Αϊσάκα. Με μάτια που έλαμπαν από την ένταση, στο τέλος πρόσεξε μια συρόμενη πόρτα.

«Λες να είναι εδώ;»

Την άνοιξε ορμητικά…

«…Α…»

…Εδώ είμαστε. Αλλά για κάποιο λόγο, αισθανόταν…σαν να είχε κάνει λάθος τελικά.

Η Τάιγκα Αϊσάκα ήταν εκεί.

Toradora vol01 103.jpg

Στη θέα της, ο Ρυουτζί δεν μπόρεσε να μην καλύψει το στόμα του για να μη φωνάξει, και μέχρι που σταμάτησε να αναπνέει.

Το σιωπηλό δωμάτιο ήταν ψηλοτάβανο. Στο παράθυρο που έβλεπε βόρεια κρέμονταν ακριβές κουρτίνες, και πάνω στο κατάλευκο χαλί ήταν σκορπισμένα δαντελωτά φορέματα λες και κάποιος τα είχε πετάξει εκεί με το που τα έβγαλε. Στη γωνία υπήρχε ένα ταιριαστό κατάλευκο γραφείο με καρέκλα, και στη μέση του δωματίου ένα διπλό κρεβάτι με δαντελωτές κουρτίνες που κρέμονταν από πάνω του.

Αυτό ήταν το δωμάτιο της Αϊσάκα.

Στο κέντρο του κρεβατιού, τριγυρισμένη από τις δαντελωτές κουρτίνες, ήταν ξαπλωμένη η Τάιγκα Αϊσάκα. Τα μακριά μαλλιά της ήταν απλωμένα πάνω στο κρεβάτι, και κοιμόταν κουλουριασμένη σιωπηλά.

Το ασύρματο τηλέφωνο ήταν δίπλα στο μαξιλάρι της και πίσω από τις κουρτίνες μπορούσε να δει κανείς το σπίτι των Τακάσου.

«…Ώστε ξαναπήγε για ύπνο…»

Ζζζζζ…Το μόνο που ακουγόταν ήταν η σιωπηλή ρυθμική ανάσα της.

Μη μπορώντας να την πλησιάσει, ο Ρυουτζί κοίταξε την κοιμισμένη Αϊσάκα από μακριά…Δεν ήταν ότι ήθελε να την κοιτάξει, απλά δεν μπορούσε να τη βγάλει από το οπτικό του πεδίο.

Όπως ήταν τυλιγμένη στις χαλαρές πιτζάμες της, τα μικροσκοπικά χέρια και πόδια έμοιαζαν ακόμα μικρότερα. Το πρόσωπό της που μόνο τώρα ήταν ήρεμο, έμοιαζε με γλυπτό από πάγο που θα έλιωνε από στιγμή σε στιγμή. Η μικρή μύτη, το ελαφρά ανοιχτό στοματάκι και οι μακριές βλεφαρίδες που σκίαζαν το πρόσωπο…αν δεν ανέπνεε, δε θα μπορούσε να πει κανείς αν ήταν ζωντανή ή όχι…Και έτσι η Αϊσάκα κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι της.

Δεν ήταν ότι έβλεπε μια συμμαθήτριά του να κοιμάται, ήταν που το όλο σκηνικό έμοιαζε να έχει βγει από κάποιο παραμύθι.

Στην αρχή ο Ρυουτζί σκέφτηκε ότι έμοιαζε με την Ωραία Κοιμωμένη, ή κάποια άλλη πριγκίπισσα. Όμως γρήγορα απέρριψε αυτή τη σκέψη.

…Δεν είναι πριγκίπισσα.

Όχι…ήταν μάλλον μια κούκλα που είχε ξεχαστεί από μια πριγκίπισσα. Τα μάτια της θα άνοιγαν αν κάποιος την έπαιρνε στα χέρια του, αλλά αφού ήταν ξεχασμένη, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μένει ξαπλωμένη εκεί και να κοιμάται.

Η κούκλα κοιμόταν σ’αυτό το κρεβάτι, σ’αυτό το δωμάτιο, σ’αυτό το διαμέρισμα, αλλά όλα αυτά ανήκαν στην πριγκίπισσα, όχι στην κούκλα. Γι’αυτό και όλα έμοιαζαν τόσο μεγάλα συγκριτικά με το μέγεθος της κούκλας.

Όμως η Αϊσάκα είναι άνθρωπος, και αυτό είναι το σπίτι της…Και τώρα που το σκέφτομαι, πού είναι η οικογένειά της;

Κοιτάζοντας ένα γύρω στο δωμάτιο, ο Ρυουτζί μισόκλεισε τα μάτια του. Μια καρέκλα, ένας καναπές…Δεν υπάρχει κανείς εδώ εκτός από την Αϊσάκα, και η Αϊσάκα, που μόνο κουνάει το κεφάλι της όταν την ρωτάνε για την οικογένειά της, κοιμάται εδώ.

Ο Ρυουτζί κοίταξε το ρολόι του, υπήρχε ακόμα ώρα μέχρι να αρχίσει το σχολείο.

Νιώθοντας ότι θα ήταν δύσκολο να την ξυπνήσει, έφυγε σιωπηλά από το δωμάτιο και έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Θα την ξυπνήσω αν δεν έχει σηκωθεί μέχρι να είναι ώρα να φύγουμε.

Επιστρέφοντας από τη σιωπηλή κρεβατοκάμαρα που έμοιαζε να έχει βγει από παραμύθι, ο Ρυουτζί έβγαλε αργά το σχολικό σακάκι του και σήκωσε τα μανίκια του.

«…Εμπρός λοιπόν!»

Μπροστά στα μάτια του που έλαμπαν από θυμό ήταν η γλιτσιασμένη κουζίνα, και ο χρόνος που είχε ήταν 15 λεπτά. Η μάχη ανάμεσα στον άνθρωπο και το βρώμικο νεροχύτη είχε αρχίσει.

Όταν σηκωθεί η Τάιγκα Αϊσάκα, δε θα πιστεύει στα μάτια της.

Αν και η δουλειά δεν είχε τελειώσει ακόμα, τα κουζινικά και το ανοξείδωτο ντουλάπι πίσω του που θα είχε να συγυριστεί κανένα εξάμηνο, άστραφταν από καθαριότητα. Θα την αποτελειώσω αύριο! υποσχέθηκε στον εαυτό του ο Ρυουτζί.

Το μόνο που έμενε ήταν το ανάμικτο ρύζι και η σούπα μίσο στιγμής για το πρωινό.

Το πρωινό ήταν ίδιο με το μεσημεριανό. Καλά που έφερα παραπάνω, σκέφτηκε ο Ρυουτζί κοιτάζοντας το σφιχτοτυλιγμένο βαρύ πακέτο με το μεσημεριανό.

Όλα αυτά ήταν για την Τάιγκα Αϊσάκα, που εξακολουθούσε να κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.


* * *


«Σε φώναξα επίτηδες να με ξυπνήσεις για να μην αργήσω, γιατί με άφησες να αργήσω τόσο; Τι στο καλό έκανες;»

«Τι; Πόσες φορές σου είπα να τρως πιο γρήγορα; Ποιος ακριβώς ήταν που ήθελε δεύτερη μερίδα και δεν εννοούσε να αφήσει κάτω το πιάτο του;»

«Δε σου ζήτησα εγώ να φτιάξεις τίποτα, μόνος σου προσφέρθηκες να φτιάξεις πρωινό. Θα πήγαινε χαμένο αν δεν το έτρωγα, οπότε χάρη σου έκανα! Θα έπρεπε να με ευγνωμονείς για την καλοσύνη μου!»

«Δώσ’μου το πίσω…δως μου το πίσω αυτό το μεσημεριανό!»

«Σκασμός! Και μη με πλησιάζεις, ανώμαλο σκυλί!»

«Που να σε…Δώσε μου το! Θέλω να μου το δώσεις πίσω! Μαζί με την καλοσύνη που σου έδειξα!»

«Βούλωσέ το, απόβρασμα!»

«Δε σκοπεύω να δίνω το φαγητό μου σε άτομα που με αποκαλούν απόβρασμα!»

Τρέχοντας δίπλα δίπλα στο δρόμο για το σχολείο, ο Ρυουτζί και η Αϊσάκα είχαν αρχίσει μια επικίνδυνη λογομαχία. Κάτω από τα πράσινα φύλλα των δέντρων που ήταν φυτεμένα στην άκρη του δρόμου, κανείς άλλος δεν έκανε τόση φασαρία όση αυτοί οι δύο που καυγάδιζαν στο δρόμο.

Ο Ρυουτζί έκανε την επίθεσή του από ψηλά, προσπαθώντας να αρπάξει το πακέτο που κρατούσε η Αϊσάκα στα χεράκια της, αλλά αυτή του ξέφευγε επιδέξια με το μικρό σώμα της να ξεγλιστράει σαν χέλι γύρω του, και τον κρατούσε σε απόσταση. Μερικοί αθώοι περαστικοί, μη θέλοντας να ανακατευτούν με ένα μαθητή λυκείου με ύφος γκάνγκστερ και ένα χαριτωμένο κορίτσι με αγγελικό πρόσωπο, γύριζαν βιαστικά από την άλλη όταν τους έβλεπαν.

«Πώς γίνεται να είσαι τόσο αχάριστη…είναι απίστευτο! Και σου καθάρισα και την κουζίνα σου, αν και θέλει δουλειά ακόμα…»

«Σου είπα ήδη πως δε σου ζήτησα να κάνεις κάτι τέτοιο!»

«Για άκου να σου πω! Είσαι εντελώς απαράδεκτη! Το νερό στο νεροχύτη είχε λιμνάσει και βρώμαγε…το σιφόνι ήταν γεμάτο με γλίτσα και μούχλα, και τα σαπισμένα υπολείμματα φαγητού ήταν λες και είχαν βγει από την κόλαση…Πόσο καιρό το είχες αφήσει έτσι; Ολόκληρο το διαμέρισμα βρώμαγε σαν υπόνομος!»

«Θα είναι τώρα κανένα εξάμηνο.»

«Στ’αλήθεια δεν έχεις δικαίωμα να αποκαλείς τον εαυτό σου ανθρώπινο ον…»

Ο Ρυουτζί την έδειξε περιφρονητικά με το δάχτυλο, αλλά η Αϊσάκα περιορίστηκε να απαντήσει αδιάφορα «Τι με νοιάζουν εμένα αυτά;» και να προχωρήσει γρήγορα αφήνοντάς τον πίσω. Δεν είχε καθαρίσει την κουζίνα της για να την υπακούσει ή κάτι ανάλογο. Απλούστατα ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να αφήσει μια κουζίνα, οποιαδήποτε κουζίνα σε τέτοια χάλια. Ήθελε οπωσδήποτε να την κάνει καθαρή, ταχτοποιημένη, λειτουργική…Αυτή η επιθυμία κυρίευε το μυαλό του και σιγά σιγά γινόταν μια ακαταμάχητη έμμονη ιδέα.

«Μήπως τελικά…είμαι αξιολύπητος;» μουρμούρισε ο Ρυουτζί στον εαυτό του καθώς κυνηγούσε την Αϊσάκα. Όχι ότι ήθελε να την ακολουθεί, αλλά αφού και οι δύο πήγαιναν στο σχολείο δεν είχε άλλη επιλογή. Η Αϊσάκα στράφηκε για λίγο και τον κοίταξε.

«Άσε τώρα αυτά τα μικροπράγματα. Μην ξεχνάς ότι έχεις υποχρέωση να με βοηθήσεις στο σχολείο, γι’αυτό μη διανοηθείς να το αποφύγεις!» του φώναξε, κοιτάζοντάς τον με ορθάνοιχτα μάτια ενώ η μικροσκοπική μύτη ρουθούνιζε ελαφρά. Τι είναι τώρα αυτό, τελεσίγραφο; Ο Ρυουτζί άνοιξε το βήμα του και απάντησε,

«Ένα έχω να σου πω, δεν έχω καμία πρόθεση να βοηθήσω κάποιον που με προσβάλλει έτσι!»

Εντελώς απροειδοποίητα, ο Ρυουτζί έπεσε πάνω στην Αϊσάκα που είχε σταματήσει απότομα, και έφαγε μια αγκωνιά στο στομάχι.

«Π…πας καλά;! Μη σταματάς έτσι απότομα!»

Τσατισμένος, ο Ρυουτζί άρχισε να τη μαλώνει για την επιδεικτική αδιαφορία της για τη σωματική του ακεραιότητα, αλλά η Αϊσάκα ούτε που τον κοίταζε.

«Μινορίν! Με περίμενες και σήμερα;»

«Άργησες, Τάιγκα! Πάλι έχασες το δρόμο;»

«…Ουχ!»

Ο Ρυουτζί παραλίγο να σκοντάψει και να πέσει, αλλά κατάφερε τελικά να κρατηθεί όρθιος. Μπροστά στην Αϊσάκα, στη γωνία μιας μεγάλης διασταύρωσης στεκόταν…ποια άλλη; η Μινόρι Κουσιέντα.

Το πρόσωπό της με τα μεγάλα γλυκά μάτια ήταν ελαφρά ηλιοκαμένο, και τους χαμογελούσε γλυκά γνέφοντάς τους. Τα μαλλιά της έλαμπαν στο πρωινό φως και η φούστα της ανέμιζε στο ελαφρό αεράκι…Όταν ξαφνικά, σταμάτησε να γνέφει, το χαμόγελό της εξαφανίστηκε, και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα…

«ΕΕΕΕΕΕ~…!!!;;;;Ουα…!; Δε μπορεί! Μη μου πεις ότι!;»

«Τι τρέχει, Μινορίν;»

«Ωχ, τα αυτιά μου…»

Η Μινόρι τσίριξε διαπεραστικά, κοιτάζοντας ξαφνιασμένη τον Ρυουτζί και την Τάιγκα που πήγαιναν μαζί σχολείο.

«Με ρωτάς τι τρέχει!; Χε, χε, τώρα καταλαβαίνω…αλλά δεν φανταζόμουνα ποτέ, ότι εσύ και ο Τακάσου-κουν τα πάτε τόσο καλά ώστε να έρχεστε στο σχολείο ζευγαρωμένοι…»

«Κάνεις λάθος, Μινορίν. Και τι ακριβώς εννοείς όταν λες ‘ζευγαρωμένοι’;»

«Χμμ…! Τ…τότε, πώς το λένε; Εμ, σε τέτοιες περιπτώσεις…Αργκ! Δε μπορώ να βρω την κατάλληλη έκφραση! Α ναι, ότι εσείς οι δυο ‘ορκιστήκατε παντοτινή αφοσίωση’, έτσι δεν λένε;!»

«Όχι, όχι, όχι! Δεν ορκιστήκαμε να πηγαίνουμε μαζί σχολείο! Α…απλώς συναντηθήκαμε εδώ πιο κάτω!»

Ο Ρυουτζί προσπάθησε ενστικτωδώς να δικαιολογηθεί, και μετά στράφηκε στην Αϊσάκα και ρώτησε ευγενικά,

«Σωστά, Αϊσάκα;»

Καθώς στράφηκε, του χαμογέλασε ευγενικά και κάπως αφηρημένα.

«Α, ώστε απλώς συναντηθήκατε κατά τύχη, ε;»

«Ναι, φαίνεται ότι μένουμε πολύ κοντά.»

Η Αϊσάκα άρχισε να περπατάει δίπλα δίπλα με τη φιλενάδα της. Πώς να αφήσω μια τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη!; ο Ρυουτζί άνοιξε γρήγορα το βήμα του για να τις προφτάσει, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν.

Μήπως η Αϊσάκα τώρα που ξέρει ότι μου αρέσει η Μινόρι, με φώναξε να πάω σχολείο μαζί της για να μου δώσει την ευκαιρία να τη συναντήσω;

«Λοιπόν, τα λέμε αργότερα, Τακάσου-κουν…Έλεγα να σου πω να πάμε μαζί ως την τάξη, αλλά φαίνεται ότι δεν σου αρέσει και τόσο η παρέα μας, σωστά; Στο κάτω κάτω συναντηθήκαμε κατά τύχη, έτσι δεν είναι;»

Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, η Αϊσάκα γκρέμισε όλες τις φαντασιώσεις του Ρυουτζί με αυτές τις λίγες λέξεις.

«…Α…Όχι, Αϊ, Αϊσάκα…»

«Τα λέμε τότε αργότερα, Τακάσου-κουν! Δε μου λες Τάιγκα, είδες χθες το βράδυ στην τηλεόραση…»

Τι έγινε τώρα; Κι εγώ είδα τηλεόραση χθες βράδυ…Ενώ προσπαθούσε μάταια να τους γνέψει να μείνουν, ο Ρυουτζί έλαβε και την τελική προειδοποίηση:

Μην τολμήσεις ποτέ να προσπαθήσεις να με ξεπεράσεις! Φρόντισε να ξέρεις τη θέση σου, ανόητο σκυλί!

«…Ουχ…»

Αυτό φαινόταν να του λέει το βλέμμα της Αϊσάκα, όταν στράφηκε για τελευταία φορά και τον κοίταξε με σκληρό και άτεγκτο ύφος.

Ο Ρυουτζί κοκάλωσε από το βλέμμα του θηρίου που χώραγε στην παλάμη του χεριού του. Ήταν φανερό ότι το μήνυμά της ήταν, Αν δε με βοηθήσεις να τα φτιάξω με τον Κιταμούρα-κουν, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε εμποδίσω να πλησιάσεις τη Μινορίν!

Ακόμα και αν δεν τον εμπόδιζε αυτή, μόνο στα όνειρά του θα μπορούσε ποτέ να τα φτιάξει με τη Μινόρι…Όμως γιατί να σκέφτομαι πάντα τόσο απαισιόδοξα;

Όχι! Αν δεν κάνω κάτι, θα είμαι ο σκύλος της Αϊσάκα για το υπόλοιπο της ζωής μου. Δε μπορούσε να φανταστεί τίποτα χειρότερο από αυτό.

Παρακολουθώντας τα δύο κορίτσια που έφευγαν, ο Ρυουτζί μισόκλεισε με πείσμα τα μάτια του. Δέχομαι την πρόκληση! Μη με υποτιμάς εμένα! Για πρώτη φορά στη ζωή του, η περιφρόνηση και η σκληρότητα είχαν ξυπνήσει το μαχητικό του πνεύμα.

Αν καταφέρω να φέρω πιο κοντά την Αϊσάκα και τον Κιταμούρα, δε θα έρθω κι εγώ πιο κοντά με τη Μινόρι;


Πίσω σε Κεφάλαιο 2 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 4