Toradora! (Greek):Volume1 Chapter2

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 2

Αν και η νέα σχολική χρονιά στη δευτέρα λυκείου ξεκίνησε επεισοδιακά για τον Ρυουτζί Τακάσου, προς το παρόν φαινόταν να κυλάει ομαλά.

Αυτό οφειλόταν σε πολλούς λόγους.

Η φήμη ότι «ο Τακάσου είναι αλήτης» διαλύθηκε πολύ γρηγορότερα από όσο περίμενε ο απαισιόδοξος Ρυουτζί. Για καλή του τύχη, εκτός από τον Κιταμούρα ήταν και αρκετοί άλλοι από τους παλιούς του συμμαθητές στην ίδια τάξη μαζί του. Και το πιο σημαντικό, είχε νικηθεί από την Τίγρη Μινιατούρα μέσα σε δευτερόλεπτα, πράγμα που έκανε τους πάντες να συμπεράνουν ότι τελικά ήταν ένας «φυσιολογικός τύπος» (ο Ρυουτζί μέχρι που ήθελε να ευχαριστήσει προσωπικά την Τάιγκα Αϊσάκα μόνο και μόνο γι’αυτό).

Έπειτα είχε καταφέρει να αποφύγει να φορτωθεί ενοχλητικές αγγαρείες στο συμβούλιο της τάξης, και το θρανίο που του είχε τύχει στην κλήρωση ήταν το τρίτο από μπροστά στη σειρά δίπλα στο παράθυρο – ό,τι έπρεπε για να κάθεται και να ρεμβάζει. Η υπεύθυνη καθηγήτρια της τάξης ήταν η ίδια με πέρυσι (η Γιούρι Κοϊγκακούμπο, 29 ετών και εμφανέστατα ανύπαντρη). Αν και ήταν γεροντοκόρη σε αυτή την ηλικία, ο Ρυουτζί δεν είχε κανένα πρόβλημα μαζί της.

Ύστερα…

«Αν το κάνω έτσι, οι πλευρές του κουβά θα σκληρύνουν! Πώς λέγεται αυτό; Εννοείς το μέρος δίπλα στην άκρη; Αλλά αφού στη μέση είναι ακόμα νερουλό, όταν ρίξω το μαλακό ζελέ από τις άκρες έτσι θα πρέπει να…»

«Άου!»

«Ωχ, Τακάσου-κουν! Συγγνώμη…»

Ο πιο σημαντικός λόγος ήταν αυτός:

Το φως της ζωής του, η Μινόρι Κουσιέντα, ήταν τώρα συμμαθήτριά του. Μόνο και μόνο εξαιτίας αυτού η καθημερινότητα του Ρυουτζί ήταν πολύχρωμη σαν τριαντάφυλλο και λαμπερή σαν το φως του ήλιου…ακόμα και όταν κατά λάθος έχωσε το δάχτυλό της στο μάτι του, δεν έχασε τίποτα από τη λάμψη της.

«Ε…είσαι εντάξει; Λυπάμαι πολύ, δεν είδα πως ήσουν πίσω μου! Ουπς…το δάχτυλό μου κατά λάθος χώθηκε στο μάτι σου, ε;»

«…Μην το σκέφτεσαι, δεν είναι τίποτα.»

«Λυπάμαι τόσο πολύ! Χμμ, λοιπόν που είχαμε μείνει; Α ναι, έλεγα ότι πρέπει να ρίξω το ζελέ στον κουβά κάπως έτσι…»

«Άου!»

«Ααχ…! Φαίνεται ότι έχωσα το δάχτυλό μου πιο βαθιά στο μάτι σου τώρα! Χίλια συγγνώμη!»

Δεν τρέχει τίποτα, είμαι μια χαρά, έκανε ο Ρυουτζί με μια κίνηση του χεριού του. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν σωστή ευλογία γι’αυτόν. «Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ!» είπε η Μινόρι και έκλινε το κεφάλι της που ανέδινε ένα ευχάριστο άρωμα. Και μόνο που έβλεπε τη Μινόρι να του ζητά συγγνώμη και να έχει μάτια μόνο γι’αυτόν αισθανόταν τόση ευτυχία, ώστε το γεγονός ότι δύο φορές χώθηκε ένα δάχτυλο στο μάτι του του φαινόταν συγκριτικά ελάχιστο αντίτιμο.

Δεν θα τον πείραζε ακόμα και αν η Μινόρι δεν του μιλούσε. Θα ήταν εξίσου ευτυχισμένος αν την άκουγε να μιλάει σε κάποιον κοντά του, του αρκούσε να ακούει τη γλυκιά φωνή της. Και καθώς περιέγραφε πόσο μεγάλος ήταν ο κουβάς, κουνούσε τα χέρια της αναπαριστώντας ένα κυκλικό σχήμα, και κάθε φορά που το έκανε τον άγγιζε (δηλαδή άγγιζε τους βολβούς των ματιών του, αλλά τέλος πάντων.)

Μα τι είναι αυτός ο κουβάς που λέει; Βλέποντας τη μπερδεμένη έκφραση του Ρυουτζί, του εξήγησε.

«Λέγαμε για την πουτίγκα που έφτιαξα μέσα σε ένα κουβά.»

Η Μινόρι έπιασε σφιχτά το δάχτυλό της (Για να μην το χώσω σε κανένα μάτι πάλι!) και άρχισε να του εξηγεί με σοβαρό ύφος. Αν και «εξηγεί» δεν ήταν ακριβώς η κατάλληλη λέξη…

«Σου αρέσει η πουτίγκα, Τακάσου-κουν;»

Συζητάμε στ’αλήθεια! Η καρδιά του Ρυουτζί άρχισε να χτυπά τόσο γρήγορα ώστε δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, και η νευρικότητά του τον τρέλαινε. Μετά από τόσο καιρό που περίμενε μια τέτοια ευκαιρία…

«…Εε…»

Και αυτό ήταν όλο που μπορούσε να πει. Σίγουρα θα σκέφτεται τι βαρετός που είναι αυτός ο τύπος… Να δεις που σκέφτεται να μην μου ξαναμιλήσει ποτέ ξανά… Ενώ ο Ρυουτζί προσπαθούσε σαν τρελός να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει, η Μινόρι εξακολουθούσε να μονολογεί για την υπέρτατη επιθυμία της να φτιάξει πουτίγκα μέσα σε κουβά.

«Όμως δεν μου πέτυχε. Μπορεί να έφταιγε που ήταν πολύ μεγάλος ο κουβάς, οπότε ήταν δύσκολο να ενωθούν τα σκληρά και μαλακά μέρη σε ένα σώμα…Α ναι, μπορώ να τη δείξω και σε σένα, Τακάσου-κουν! Δες το σαν συγγνώμη που πήγα να σου βγάλω το μάτι!»

«Ε;…Ν…να μου τη δείξεις…;»

Μήπως θέλει να μου δώσει να δοκιμάσω την πουτίγκα της; Τα μάτια του Ρυουτζί έγιναν ακόμα πιο κοφτερά καθώς κοίταζε το γλυκό χαμόγελο της Μινόρι. Η Μινόρι έγνεψε και του απάντησε,

«Ναι, θα σου τη δείξω. Κάτσε να πάω να τη φέρω.»

Τι τύχη είναι αυτή; Θεέ μου, πόσο χαίρομαι που πήγε να μου βγάλει το μάτι! Καθώς ο Ρυουτζί παρακολουθούσε τη Μινόρι να πηγαίνει κεφάτα προς το θρανίο της, ξαφνικά του ήρθε μια παρόρμηση να το βάλει στα πόδια.

Αν φέρει στ’αλήθεια την πουτίγκα εδώ, τι ύφος πρέπει να πάρω όταν θα την τρώω; Δεν είναι ώρα για μεσημεριανό, και θα φαίνεται περίεργο ένας τύπος μόνος του να τρώει πουτίγκα. Όταν την φέρει, τι θα είναι καλύτερα, να τη φάω επιτόπου ή να πω ευχαριστώ και να τη φυλάξω για αργότερα;

«Που να πάρει, δεν έχω ιδέα τι να κάνω!»

Άρχισε να αγγίζει νευρικά το πρόσωπό του. Τουλάχιστον να αδειάσω το θρανίο μου. Είχε αποφασίσει να τη φάει επιτόπου.

Ενθουσιασμένος όπως ήταν, ο Ρυουτζί αισθανόταν την καρδιά του να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα. Έστρεψε αργά τα μάτια του μακριά από τη Μινόρι που είχε επιστρέψει, γιατί ήταν υπερβολικά εκθαμβωτική για να την κοιτάξει κατάματα. Η Μινόρι χαμογέλασε εύθυμα και έκλινε το κεφάλι της όπως στεκόταν μπροστά του, και τότε…

«Ορίστε, Τακάσου-κουν.»

Η φωνή της του φάνηκε πολύ τρυφερή καθώς έλεγε «Τακάσου-κουν». Σηκώνοντας αργά το κεφάλι του ενώ έτρεμε από νευρικότητα, ο Ρυουτζί πήρε ευγενικά το αντικείμενο που του έδινε.

«…Α, εμ, αυτό…»

Ήταν πολύ πιο λεπτό και ελαφρύ από ότι περίμενε.

«…Πολύ ωραία φωτογραφία…»

«Φαίνεται χάλια όμως, έτσι;»

Ώστε φωτογραφία της πουτίγκας ήθελε να μου δείξει, όχι την ίδια την πουτίγκα. Η εικόνα της φωτογραφίας ήταν όντως αηδιαστική, αν και ήταν κάτι που δεν έβλεπες κάθε μέρα. Πάνω σε ένα πλαστικό χαλάκι ήταν ένας μεγάλος κουβάς που περιείχε ένα είδος κιτρινωπής κρέμας…Όχι, περισσότερο με γλίτσα έμοιαζε. Αν και ήταν αγένεια προς τη Μινόρι να σκέφτεται έτσι, αυτό το πράγμα κάθε άλλο παρά πουτίγκα θύμιζε. Στη δεύτερη φωτογραφία, η κολλώδης γλίτσα χυνόταν αργά προς τα έξω, αφήνοντας όλο το χώρο πασαλειμμένο με υγρά και στερεά υπολείμματα. Και στην τρίτη φωτογραφία…

«Μύριζε και παράξενα…Μάλλον επειδή δεν είχα πλύνει καλά τον κουβά!»

Η Μινόρι ήταν γονατισμένη στο ένα γόνατο και έτρωγε τη γλίτσα με ένα μεγάλο κουτάλι. Τη θέλω αυτή τη φωτογραφία! Ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόταν αυτό…

«Ευχαριστώ που τις είδες! Πρέπει να τις δείξω και στην Τάιγκα τώρα! Έι! Που εξαφανίστηκε; Εδώ ήταν πριν από ένα λεπτό.»

Ξαναπαίρνοντας ήρεμα τις φωτογραφίες της, η Μινόρι άφησε γρήγορα τον Ρυουτζί και έτρεξε να βρει την Τίγρη Μινιατούρα, την Τάιγκα Αϊσάκα, που ήταν εκεί και άκουγε μέχρι πριν από ένα λεπτό. Έτσι τέλειωσε μια ειδυλλιακή περίοδος.

…Πρέπει να τις δείξεις και στην Τάιγκα, ε;

Ο Ρυουτζί αναστέναξε βλέποντας την αγαπημένη του να φεύγει από την τάξη ψάχνοντας τη φιλενάδα της.

Ήταν πολύ τυχερός που ήταν συμμαθητές. Μπορούσε να βλέπει τη Μινόρι όλες τις ώρες του σχολείου, και δε χρειαζόταν πια να περνάει από την τάξη της και να κρυφοκοιτάει από την πόρτα για να δει από μακριά το χαμόγελό της. Ακόμα και ένας κεντρικός αμυντικός μπορεί να σκοράρει καμιά φορά. Αν αυτό δεν ήταν τύχη, δεν ήξερε τι ήταν.

Όμως για να την πλησιάσει, υπήρχε ένα εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει…Και αυτό ήταν η Τάιγκα Αϊσάκα, που βρισκόταν δίπλα στη Μινόρι κάθε ώρα και στιγμή.

Μετά από την τελετή έναρξης, ο Ρυουτζί προσπαθούσε να κρατήσει την Αϊσάκα σε απόσταση. Θεωρούσε ότι ήταν πολύ δύσκολο να συναναστραφεί ένα τέτοιο άτομο, αλλά αν απέφευγε την Αϊσάκα, δε θα μπορούσε να πλησιάσει τη Μινόρι, και αυτό ήταν ακόμα χειρότερο γι’αυτόν. Αν και για να λέμε την αλήθεια, η παρουσία της δεν ήταν ο μόνος λόγος που δεν κατάφερνε να πιάσει κουβέντα με τη Μινόρι.

Η Αϊσάκα φαινόταν να αγνοεί τελείως την παρουσία του Ρυουτζί, και ο Ρυουτζί απέφευγε συστηματικά να έρχεται σε επαφή μαζί της, έτσι μέχρι τώρα δεν του είχε σταθεί εμπόδιο.

Ο κυριότερος στόχος του Ρυουτζί ήταν να ξεφορτωθεί την Τίγρη Μινιατούρα και να πλησιάσει τη Μινόρι όταν θα ήταν μόνη της. Αν μπορούσε να συγκεντρώσει αρκετές τυχερές στιγμές σαν αυτή που είχε μόλις τώρα, ίσως και να τα κατάφερνε.

Κι έτσι, η γλυκόπικρη ζωή του Ρυουτζί κυλούσε ομαλά.

…Δηλαδή, μέχρι σήμερα, μετά το σχόλασμα.


* * *


«ΑΑΑ…!»

Με το που άνοιξε την πόρτα της τάξης, έμεινε άναυδος από αυτό που είδε…

Δύο, όχι, τρεις καρέκλες πετούσαν στον αέρα.

Ακολούθησε ένας ηχηρός γδούπος καθώς προσγειώθηκαν στο πάτωμα. Παρά το δυνατό κρότο και τις ιπτάμενες καρέκλες, δε μπόρεσε να μη δει μια ανθρώπινη φιγούρα να περνά με ταχύτητα μπροστά του.

Τι στο καλό έγινε; απόρησε ο Ρυουτζί, ανοιγοκλείνοντας τα άγρια μάτια του. Πραγματικά του είχε κοπεί η ανάσα από την τρομάρα.

Επειδή ήταν υπεύθυνος καθαριότητας για σήμερα, είχε φύγει από την τάξη να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες, και δεν μπόρεσε να επιστρέψει παρά αρκετή ώρα μετά το σχόλασμα. Κανονικά δε θα έπρεπε να βρίσκεται κανείς στην τάξη τέτοια ώρα, αλλά από ότι έβλεπε…

Δεν υπήρχε αμφιβολία, είχε δει ένα κορίτσι με σχολική στολή μόλις πριν από μια στιγμή. Προφανώς επειδή είχε δει τον Ρυουτζί που ερχόταν, χώθηκε γρήγορα στη σκοτεινή γωνία του ντουλαπιού της τάξης για να κρυφτεί. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ο Ρυουτζί είδε τις καρέκλες να πετάγονται στον αέρα και να πέφτουν με πάταγο. Μ’όλη τη φασαρία, μπορούσε να τη δει καθαρά ακόμα και τώρα, γιατί υπήρχε ένας καθρέφτης στην πάνω γωνία της τάξης που αντανακλούσε καθαρά το κεφάλι και την πλάτη της.

Ήταν απίστευτο, αλλά αυτό το αδέξιο πλάσμα είχε μαζέψει τα χέρια και τα πόδια της και καθόταν εκεί σιωπηλά προσπαθώντας να κρυφτεί. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τον καθρέφτη από πάνω της, γιατί μέχρι που τέντωνε το λαιμό της προσπαθώντας να δει πού βρισκόταν ο Ρυουτζί.

Γλουπ! Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε και προσποιήθηκε πως δεν είχε δει τίποτα. Γιατί αυτή η μικροσκοπική φιγούρα…ήταν η Τίγρη Μινιατούρα. Και μόνο η αντανάκλαση της πλάτης της στον καθρέφτη έφτανε για να καταλάβει ποια ήταν. Αυτά τα μακριά μαλλιά και το ωχρό πρόσωπο…Έπειτα, ο Ρυουτζί ήξερε μόνο ένα τόσο μικρόσωμο άτομο, και αυτό ήταν η Αϊσάκα. Και πιθανότατα τώρα σκεφτόταν με θυμό, Από πού διάβολο ξεφύτρωσε αυτός!;

Γι’αυτό ο Ρυουτζί αποφάσισε ότι δεν είχε δει τίποτα, δεν είχε ακούσει τίποτα και δεν ήξερε απολύτως τίποτα.

Αφού πήρε αυτή την απόφαση, ο Ρυουτζί μπήκε μέσα στην τάξη. Αν και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να μπει κάπου όπου (για άγνωστους σε αυτόν λόγους) κρυβόταν η Τίγρη Μινιατούρα, είχε αφήσει την τσάντα του στην τάξη και δε μπορούσε να φύγει χωρίς αυτή.

Η σιωπηλή τάξη ήταν λουσμένη στο φως του ηλιοβασιλέματος, και ήταν λες και η Αϊσάκα ήταν μια αράχνη που ύφαινε τον ιστό της, ή λες και είχε εγκαταστήσει ένα δυναμικό πεδίο που έκανε όποιον έμπαινε να αισθάνεται μια ένταση σε όλο το σώμα του. Ο Ρυουτζί προχώρησε αργά και διστακτικά, προσπαθώντας να περπατάει με ένα ρυθμό που έδειχνε ότι τίποτα περίεργο δε συνέβαινε, με σκοπό να μην ερεθίσει την Αϊσάκα και να δώσει την εντύπωση ότι δεν είχε ιδέα ότι βρισκόταν εκεί.

«Ααχ…»

Μια στιγμή απροσεξίας και ολόκληρη η τάξη αντήχησε από μια νευρική φωνή.

Χάρη στο αντικείμενο που κατρακύλησε έξω όλες οι προσπάθειες του Ρυουτζί πήγαν στο βρόντο. Η Τάιγκα Αϊσάκα είχε κουλουριαστεί τόσο σφιχτά, ώστε έχασε την ισορροπία της και κατρακύλησε έξω από τη γωνία του ντουλαπιού, και δυστυχώς για όλους, σταμάτησε ακριβώς μπροστά στα πόδια του Ρυουτζί.

«…»

«…»

Η Αϊσάκα κοίταξε προς τα πάνω, ενώ ο Ρυουτζί κοίταξε προς τα κάτω. Πλέον δε μπορούσαν να προσποιούνται ότι δεν είχε συμβεί τίποτα. Έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί για μερικά δευτερόλεπτα…

«Είσαι…εντάξει;»

Ο Ρυουτζί κατάφερε να αρθρώσει με το ζόρι αυτές τις λέξεις. Διστάζοντας, έκανε να απλώσει το χέρι του στην Αϊσάκα που προσπαθούσε να σηκωθεί, αλλά η μόνη απάντηση που εισέπραξε ήταν μερικές χαμηλόφωνες λέξεις, κάτι του τύπου «Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου» ή «να κοιτάς τη δουλειά σου.» Η Αϊσάκα έριξε στον Ρυουτζί μια κοφτή ματιά μέσα από τη φράντζα της.

Ο Ρυουτζί δεν μπόρεσε να μην κάνει πίσω, αφήνοντας στην Αϊσάκα χώρο για να σηκωθεί τρικλίζοντας. Χαμήλωσε το κεφάλι της ενώ ξεσκόνιζε τη φούστα της, και κρατούσε τον Ρυουτζί σε απόσταση, έχοντας την πλάτη της προς το παράθυρο και τα διαπεραστικά της μάτια καρφωμένα πάνω στο θύμα της. Δε φαινόταν να έχει την πρόθεση να φύγει από την τάξη. Δε θα έπρεπε να ντρέπεται τώρα; Αλλά ίσως η Τίγρη Μινιατούρα απλά να μη σκεφτόταν κατ’αυτό τον τρόπο.

Οπωσδήποτε, αν η Αϊσάκα ήθελε να παραμείνει στην τάξη, ένας λόγος παραπάνω για τον Ρυουτζί να του δίνει από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

«Α ναι, η τσάντα μου…»

Μιλώντας επίτηδες δυνατά για να τον ακούσει η Αϊσάκα, ο Ρυουτζί έτρεξε να πάρει την τσάντα του.

Η Τάιγκα Αϊσάκα συνέχισε να στέκεται κοντά στο παράθυρο και να παρακολουθεί σιωπηλά τον Ρυουτζί. Ο Ρυουτζί δεν είχε ιδέα τι ύφος είχε, γιατί φοβόταν να την κοιτάξει. Όπως και να’χει, περπατούσε όσο πιο σιωπηλά γινόταν για να κάνει την παρουσία του λιγότερο αισθητή. Καθώς διέσχιζε την τάξη, το πρόσωπό του ανατρίχιασε καθώς αισθανόταν τη ματιά της Αϊσάκα. Δεν πρέπει να αντιδράσω. Δεν πρέπει να την προκαλέσω. Πρέπει μόνο να περπατάω σαν να μην τρέχει τίποτα…

Η τσάντα του δεν ήταν πάνω στο θρανίο του, αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι είχε σταματήσει να μιλήσει στον Κιταμούρα λίγο πριν φύγει από την τάξη, και είχε αφήσει την τσάντα του στο θρανίο του Κιταμούρα. Μόλις την έπαιρνε, το μόνο που θα είχε να κάνει ήταν να φύγει από την τάξη. Προσπαθώντας να καταπνίξει το άγχος του, πλησίασε σιγά σιγά την τσάντα του. 20 εκατοστά έμεναν, 10 εκατοστά…

«ΑΧ!»

…Πετάχτηκε πάνω.

Τι έγινε;

Η Τάιγκα Αϊσάκα θέλει να με σταματήσει; Ο Ρυουτζί γύρισε τρέμοντας το κεφάλι του και κοίταξε τη μικρή κούκλα που στεκόταν πλάι στο παράθυρο.

«Τ…τι τρέχει;»

«Τ…Τι. Κάνεις. Εκεί;»

Κάτι απίστευτο συνέβαινε εδώ πέρα…η Τίγρη Μινιατούρα φαινόταν τρομαγμένη, σχεδόν έτοιμη να λιποθυμήσει.

«Ε…εγώ ήρθα απλώς να πάρω την τσάντα μου, και…Α…Αϊσάκα, τι συμβαίνει; Εδώ και λίγη ώρα έχεις πολύ περίεργο ύφος.»

Τα μικροσκοπικά κερασένια χείλια άνοιγαν και έκλειναν, ενώ η ίδια πήγαινε μπρος-πίσω σαν να χόρευε κάποιο παράξενο χορό, και τα δάχτυλά της έτρεμαν μπροστά στο πρόσωπό της.

«Μ…μ…μ…μου λες πως αυτή είναι η τσάντα σου; Μα το θρανίο σου δεν είναι εκεί κάτω; Γ…γ…γ…γιατί η τσάντα σου είναι ε…ε…ε…εδώ;»

Τραύλιζε ενώ μάλωνε τον Ρυουτζί.

«Γιατί είναι εδώ; Κουβέντιαζα με τον Κιταμούρα όταν με φώναξε η καθηγήτρια…και έτυχε να την ακουμπήσω εδώ…ΕΕΕ!»

Η Αϊσάκα που βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά του, πλησίασε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του μέσα σε μια στιγμή. Πώς μπορούσε αυτό το μικρό σώμα να κινείται νόσο γρήγορα;

«…!...!...!»

«Περίμενε, σ…σταμάτα!; Α…Αϊ…σάκα;»

Με απίστευτη δύναμη, άρπαξε την τσάντα που έσφιγγε ο Ρυουτζί στο στήθος του, προσπαθώντας να του την αποσπάσει.

«Θ…θέλω να τη δανειστώ για λίγο...! Άφησέ την!»

Από τόσο κοντινή απόσταση, ο Ρυουτζί μπορούσε να δει ότι το πρόσωπο της Αϊσάκα ήταν πιο κόκκινο κι απ’τον ήλιο που βασίλευε έξω. Το χαριτωμένο προσωπάκι της ήταν παραμορφωμένο και είχε πάρει δαιμονική όψη, και η έκφρασή της ήταν απλά τρομακτική.

«Να τη…δανειστείς;! Μη λες ανοησίες…!»

«Ουμφ~!»

Δεν μπορούσε να την κάνει να την αφήσει, έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε απλά να κρατήσει κόντρα με όλη του τη δύναμη, μια και αν άφηνε την τσάντα τώρα η μικρόσωμη Αϊσάκα θα εκσφενδονιζόταν στον αέρα.

Ήθελε και να την προστατέψει, τρομάρα του.

«Ουουουουμμμμμφ~!»

Η Αϊσάκα έστριψε τους γοφούς της και άρπαξε την τσάντα και με τα δύο χέρια, με κατακόκκινο πρόσωπο και μάτια σφιχτά κλεισμένα, και οι φλέβες στο μέτωπό της είχαν πεταχτεί έξω. Προσπαθούσε να νικήσει με ωμή δύναμη.

Δάχτυλο δάχτυλο, η λαβή του Ρυουτζί στην τσάντα χαλάρωνε. Ακόμα και τα πόδια του που τα είχε στυλώσει στο έδαφος είχαν αρχίσει να παρασύρονται. Με απλά λόγια, λίγο ακόμα και θα έχανε.

«Έι, έι, είναι επικίνδυνο αυτό που κάνεις…Άφησέ την τώρα!»

«Ουουουουμμμμμφ…Α…; Ααααα…»

Δε θα τα καταφέρω! Ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόταν αυτό, ο Ρυουτζί είδε ξαφνικά την Αϊσάκα να ζαλίζεται και να πέφτει προς τα πίσω, με τα μικρά χεράκια της απλωμένα ανοιχτά προς το έδαφος, καθώς άφηνε την τσάντα του…Την άφησε;!

«...ΑΑΑΑΧ!!!»

«ΑΨΙΟΥ!»

Μπαμ!

Το «…ΑΑΑΑΧ!!!» ήταν ο Ρυουτζί, το «ΑΨΙΟΥ!» η Αϊσάκα και ο γδούπος που ακούστηκε ήταν πάλι ο Ρυουτζί. Ήταν, με τη σειρά, ο Ρυουτζί που ούρλιαξε από φόβο, η Αϊσάκα που φταρνίστηκε και ο Ρυουτζί που χτύπησε το κεφάλι του πάνω σε κάτι.

Καθώς η Αϊσάκα άφησε την τσάντα του ξαφνικά επειδή φταρνίστηκε, ο Ρυουτζί όπως ήταν φυσικό έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα πίσω. Κρατούσε σφιχτά την τσάντα του όπως έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του στην έδρα.

«Αουουου…Πόνεσε αυτό! Τ…τι στο καλό έκανες εκεί…Πόνεσα, το ξέρεις; Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί!»

Διαμαρτυρήθηκε με δάκρυα στα μάτια.

«Γρουμπλ…»

Η Αϊσάκα έκανε ένα παράξενο θόρυβο σαν φτάρνισμα, αγνοώντας όλα όσα συνέβαιναν γύρω της. Αφού έκανε τον Ρυουτζί να χάσει την ισορροπία του, ρούφηξε τη μύτη της και κατέρρευσε στο διάδρομο ανάμεσα στα θρανία.

«Α…Αϊσάκα;! Έι, είσαι καλά;»

Τα μακριά μαλλιά της είχαν απλωθεί στο πάτωμα, το μικροσκοπικό της σώμα ήταν κουλουριασμένο και βογγούσε σιγανά. Δεν του απάντησε. Μήπως είναι άρρωστη; Ο Ρυουτζί έτριψε το κεφάλι του και έτρεξε προς το μέρος της για να τη δει καλύτερα. Το πρόσωπό της που ήταν κατακόκκινο πριν από λίγο τώρα ήταν κάτωχρο, τα χείλη της που έτρεμαν ήταν άσπρα σαν χαρτί, και το μέτωπό της ήταν ιδρωμένο.

«Έι…Είσαι, είσαι πολύ χλωμή! Μήπως έχεις αναιμία; Έλα, πιάσε το χέρι μου.»

Ήταν κι αυτή σαν τη Γιάσουκο. Αυτή τη φορά της άπλωσε το χέρι του χωρίς να διστάσει…

«…!»

Η Αϊσάκα χαστούκισε με το παγωμένο χέρι της το χέρι που της άπλωνε ο Ρυουτζί απομακρύνοντάς το. Αν και έτρεμε υπερβολικά, κατάφερε να πιαστεί από ένα θρανίο και να σηκωθεί όρθια.

«Α…Αϊσάκα! Είσαι εντάξει;»

Πάλι καμία απάντηση. Με κάθε βήμα που έκανε, το θρανίο από το οποίο κρατιόταν σειόταν κυριολεκτικά, και τα απαλά μαλλιά της ανέμιζαν. Η μικροσκοπική φιγούρα φαινόταν αποφασισμένη να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Καθώς είχε ανακαθίσει πριν από λίγο, η φούστα της ήταν ανασηκωμένη αποκαλύπτοντας τους μικρούς απαλούς μηρούς της.

«Περίμενε, δε θα ήταν καλύτερα να πας στο αναρρωτήριο;»

Αν και φαινόταν ότι ανακατευόταν εκεί που δεν τον έσπερναν, δεν μπορούσε να την αφήσει σ’αυτή την κατάσταση. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόταν να την ακολουθήσει…

«Μη με πλησιάζεις…Γουρουνοκέφαλε!»

Του είπε σε τόσο άγριο τόνο που ακουγόταν σαν παγιδευμένο θηρίο. Ο Ρυουτζί κοκκάλωσε αμέσως. Αφού έχει τη δύναμη να φωνάζει, δεν μπορεί να είναι και τόσο άσχημα, έτσι…;

«Πω, πω χάλια…»

Ο Ρυουτζί, μόνος του πια, αναστέναξε κουρασμένα.

Τα βήματα της Αϊσάκα στο διάδρομο ακουγόντουσαν όλο και λιγότερο, και στην τάξη είχε μείνει πια μόνο αυτός που είχε αποκαλέσει γουρουνοκέφαλο.

Το κεφάλι του πονούσε ακόμα από την πτώση. Έριξε μια ματιά στην τσάντα του που είχε σχεδόν σκιστεί στα δύο και ήταν γεμάτη από τις γρατζουνιές της Αϊσάκα. Τα μέχρι πρότινος τακτοποιημένα θρανία και οι καρέκλες ήταν άνω κάτω. Απαράδεκτη κατάσταση.

Τι χάλι ήταν αυτό.

Τα θρανία, η Αϊσάκα, όλα ήταν ένα χάλι. Τι ενοχλητικό άτομο.

Ευαίσθητος όπως ήταν σε τέτοια πράγματα, ο Ρυουτζί βάλθηκε να τακτοποιήσει τα θρανία, και ταυτόχρονα προσπαθούσε να βγάλει νόημα από όσα συνέβησαν. Σε μια τάξη που θα έπρεπε να είναι άδεια η Τάιγκα Αϊσάκα είχε κατρακυλήσει μπροστά στα πόδια του, παραλίγο να του πάρει την τσάντα, μετά φταρνίστηκε, αυτός έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του, και αυτή φαινόταν σαν να είχε πάθει αναιμία…Όχι, του ήταν αδύνατο να καταλάβει τι στο καλό σήμαιναν όλα αυτά.

«Δεν είμαι καλός με τέτοιου είδους μυστήριες καταστάσεις…»

Μουρμούρισε και αναστέναξε μόνος του.

Έπρεπε να περάσουν άλλες τρεις ώρες μέχρι να αρχίσει ο Ρυουτζί να καταλαβαίνει τι ακριβώς είχε συμβεί.


* * *


Για τον Γιουσάκου Κιταμούρα, από την Τάιγκα Αϊσάκα

«Α…αυτό είναι…ΑΧ…!»

7 το απόγευμα. Επειδή η Γιάσουκο έπρεπε να συναντήσει κάποιες συναδέλφους της πριν τη δουλειά απόψε, είχε φύγει νωρίτερα από ότι συνήθως. Αφού έφτιαξε δείπνο για ένα άτομο, ο Ρυουτζί έβγαλε κάποιο νόημα από τα μυστηριώδη γεγονότα μετά το σχολείο.

Ήταν όταν επέστρεψε στο δωμάτιό του των τεσσεράμισι τατάμι για να κάνει τα μαθήματά του και άνοιξε την τσάντα του να βγάλει τα βιβλία του που ανακάλυψε αυτό το πράγμα…

Ήταν ένας φάκελος χρώματος ανοιχτού ροζ. Αυτό είναι που λένε χαρτί γουάσι[1]; Το ημιδιαφανές χαρτί είχε ένα σχέδιο με άφθονα ασημιά άνθη κερασιάς.

Στο μπροστινό μέρος του φακέλου έγραφε: «Για τον Γιουσάκου Κιταμούρα»

Ενώ στο πίσω μέρος έγραφε: «Από την Τάιγκα Αϊσάκα. Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να γράψω αυτό το γράμμα. Αν όμως σε ενοχλεί, σε παρακαλώ να το πετάξεις αμέσως!»

Οι λέξεις ήταν γραμμένες με ανοιχτογάλανο μελάνι.

Δεν έμοιαζε ούτε με πρόκληση σε μονομαχία, ούτε με έγγραφο του συμβουλίου της τάξης, και ασφαλώς δεν ήταν σημείωμα για δανεικά ή κάτι ανάλογο.

«Δ..δεν πιστεύω να είναι…ερωτικό γράμμα…!;»

Αυτό ήταν τελείως αναπάντεχο.

Περίεργος, ο Ρυουτζί μισόκλεισε τα άγρια μάτια του, όχι γιατί του είχε στρίψει, αλλά γιατί αισθανόταν πραγματικά άβολα.

Με απλά λόγια, η Τίγρη Μινιατούρα είχε κάνει λάθος στην τσάντα. Νομίζοντας ότι η τσάντα ήταν του Κιταμούρα είχε χώσει μέσα αυτό το φάκελο. Έτσι εξηγούνταν και το γιατί είχε προσπαθήσει με τόση μανία να του αρπάξει την τσάντα.

«…Αυτό, το έβαλες κατά λάθος στην τσάντα μου, σωστά; Δεν το διάβασα καθόλου, και έτσι δεν έχω ιδέα τι γράφει. Λοιπόν, σου το επιστρέφω…»

Ο Ρυουτζί άρχισε να κάνει πρόβα πώς να προσποιηθεί τον ανήξερο όταν θα της επέστρεφε το γράμμα.

«Δεν πρόκειται να πιάσει αυτό!»

Αλλά δεν μπόρεσε να διατηρήσει το ύφος του παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο. Δε μπορώ να το κάνω αυτό, μου είναι αδύνατο. Δε μπορώ να προσποιηθώ ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα! Αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ και άλλη λύση. Δε γίνεται αλλιώς, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να επιστρέψω αυτό το πράγμα στην Αϊσάκα σαν να μην τρέχει τίποτα. Οπότε αυτό θα κάνω.

Αν και είναι προφανώς ερωτικό γράμμα, ίσως αυτή δεν καταλάβει ότι ξέρω τι είναι, επομένως το καλύτερο θα είναι να μην πω τίποτα συγκεκριμένο και τα κάνω χειρότερα. Αν και είναι σχεδόν αδύνατο, πρέπει να το επιχειρήσω γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Για να αποφύγω να ρεζιλέψω την Αϊσάκα, να μην πληγώσω την περηφάνεια της και να μην την κάνω να μισήσει τον εαυτό της, αυτός είναι ο μόνος τρόπος.

Ο Ρυουτζί ανάγκασε τον εαυτό του να συμφωνήσει με αυτή την άποψη και ετοιμάστηκε να ξαναχώσει το επικίνδυνο αυτό αντικείμενο στην τσάντα του, όταν συνέβη κάτι απρόσμενο.

«…Ε…»

Για μια στιγμή η καρδιά του σταμάτησε.

Για να μην τσαλακώσει το φάκελο, ο Ρυουτζί τον έβαλε προσεκτικά στην παλάμη του, όταν ξαφνικά άνοιξε μόνος του. ΟΧΙ! Μην ανοίγεις! Αν και φώναξε από τα βάθη της καρδιάς του, η σφραγίδα του φακέλου που είχε ήδη μισοξεκολλήσει, άνοιξε από την πίεση του ίδιου του βάρους του φακέλου. Η αναπνοή του Ρυουτζί κόπηκε για λίγες στιγμές.

Να πώς γεννήθηκε ο εγκληματίας που ανοίγει γράμματα που προορίζονται για άλλους.

«Όχι, όχι…ΌΧΙ! Αφού δεν κοίταξα καθόλου μέσα! Αυτό είναι! Πρέπει να τον ξανακολλήσω…έτσι κανείς δε θα το καταλάβει ότι άνοιξε!»

Αυτό είναι! Έκρωξε ο Ίνκο-τσαν από το σαλόνι. Ο Ρυουτζί έψαξε σαν τρελός να βρει την κόλλα στο συρτάρι του. Όταν επιτέλους την βρήκε, ήταν έτοιμος να κολλήσει ξανά το φάκελο και να σβήσει τα ίχνη της πράξης του, όταν…

«…Ε…εεε;»

Ξαφνιάστηκε τόσο από αυτό που είδε ώστε άφησε στη μέση αυτό που έκανε.

Δεν υπήρχε γράμμα μέσα στο μακρόστενο φάκελο. Αφού δίστασε για λίγο, ξανάνοιξε το φάκελο, έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα, και σιγουρεύτηκε κοιτάζοντας τον ημιδιαφανή φάκελο στο φως…Δεν υπήρχε τίποτα μέσα.

…Τι…στο…διάβολο!;

Ο Ρυουτζί έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο γραφείο του. Τι στο διάβολο; Σοβαρά τώρα, αρκετά με τις ανοησίες!...Στ’αλήθεια είναι τελείως άχρηστη!

Τάιγκα Αϊσάκα, είσαι τελείως ζώον!

Κρύβεσαι εκεί που μπορεί να σε δει ο καθένας, κατρακυλάς έξω από την κρυψώνα σου ακριβώς μπροστά μου, κάνεις λάθος στην τσάντα, προσπαθείς να μου την πάρεις με το ζόρι, φταρνίζεσαι και λιποθυμάς…Κι όλα αυτά για να πάρεις πίσω ένα φάκελο που δεν έχει γράμμα…Και η ανοησία έχει τα όριά της!

Όταν ηρέμησε λίγο, ο Ρυουτζί ξανάπιασε να κολλήσει τον άδειο φάκελο, αν και αισθανόταν κάπως ηλίθιος κάνοντας κάτι τέτοιο.

Αναρωτιέμαι αν θα μπορέσω τελικά να προσποιηθώ τον ανίδεο όταν θα επιστρέψω αυτό το πράγμα στην Αϊσάκα αύριο; Έχοντας συνειδητοποιήσει το γελοίο της όλης κατάστασης, ο Ρυουτζί προσευχόταν να μη σκάσει στα γέλια εκείνη τη στιγμή, γιατί η Τίγρη Μινιατούρα σίγουρα θα τον έτρωγε ζωντανό.

Όπως και να είχε, η κατάσταση σίγουρα θα ξεκαθάριζε.

Όμως, καθώς έπεφτε αυτή η απίστευτη νύχτα…


2 το πρωί.

Ο Ρυουτζί ξύπνησε ξαφνικά και άνοιξε τα μάτια του νυσταγμένα.

Μάλλον είχε δει κάποιο όνειρο…Αφού έριξε μια ματιά στο ρολόι του, έξυσε απορημένος το στομάχι του. Συνήθως κοιμόταν σερί μέχρι το πρωί, γιατί απόψε ξύπνησε στη μέση της νύχτας; Δεν είχε ιδέα.

Μήπως επειδή φορούσε μόνο ένα μπλουζάκι και το μποξεράκι του; Ο Ρυουτζί ανατρίχιασε, κι ας ήταν ήδη μέσα Απριλίου…Μπορεί να έφταιγε που είχε κοιμηθεί με ανοιχτό το παράθυρο. Τώρα με την πολυτελή πολυκατοικία δίπλα στο παράθυρό τους, τα μέτρα ασφαλείας στο σπίτι είχαν χαλαρώσει αρκετά. Αν και δεν πίστευε πως υπήρχε τίποτα στο σπίτι του που να άξιζε να το κλέψει κανείς, ο Ρυουτζί έκλεισε το παράθυρο και βεβαιώθηκε ότι το είχε κλειδώσει.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του (που είχε αγοράσει ο ίδιος) με ένα αίσθημα ανησυχίας, και χασμουρήθηκε αδύναμα. Είχε δει άραγε κανέναν εφιάλτη; Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά…είχε την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν…ήταν μια περίεργη αίσθηση που δεν μπορούσε να προσδιορίσει.

«…Ηρέμησε…»

Βηματίζοντας ανήσυχα πάνω στο τατάμι, αναρωτήθηκε μήπως είχε συμβεί τίποτα στη δουλειά της Γιάσουκο. Έλεγξε την οθόνη του τηλεφώνου, αλλά δεν υπήρχαν κλήσεις από το μπαρ. Μάλλον ανησυχώ υπερβολικά. Ο Ρυουτζί αναστέναξε, Μια που σηκώθηκα, ας πάω στην τουαλέτα. Έτσι ξεκίνησε ξυπόλητος πάνω στα ξύλινα πλακάκια της κουζίνας για το μπάνιο.

Εκείνη τη στιγμή…

«…ΑΑΑ…!;»

Ένιωσε μια ψυχρή, κοφτή κίνηση κοντά στο λαιμό του. Όπως στράφηκε ενστικτωδώς, το πόδι του γλίστρησε σε μιαν εφημερίδα στο πάτωμα και έπεσε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Μπαμ! Προσγειώθηκε ανάσκελα, και η πτώση τον τράνταξε από τους γοφούς μέχρι το κεφάλι και του έκοψε την ανάσα για μια στιγμή.

«……!»

Έτσι, δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει.

Με τρομερή ένταση, κάτι είχε σκίσει τον αέρα εκεί ακριβώς που ήταν το κεφάλι του Ρυουτζί μέχρι πριν από ένα δευτερόλεπτο. Αφού δεν τον πέτυχε, χτύπησε κάτι στο πλάι του Ρυουτζί κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο.

«…Ουουου…»

Μια ύποπτη σιλουέτα στεκόταν μέσα στο μικρό σκοτεινό δυάρι. Η φιγούρα ξανασήκωσε το αντικείμενο που έμοιαζε με ραβδί και χύμηξε κατευθείαν στον Ρυουτζί…Ο Ρυουτζί δεχόταν επίθεση!

Μα γιατί; Ονειρεύομαι μήπως; Κάποιος να με βοηθήσει!

Ο Ρυουτζί κύλησε σιωπηλά στο πάτωμα. Μήπως να ανάψω τα φώτα; Να φωνάξω την αστυνομία; Ή τη σπιτονοικοκυρά; Το μυαλό του είχε αδειάσει, δεν μπορούσε να σκεφτεί τι να κάνει, και το σώμα του ήταν τόσο άκαμπτο που το μόνο που κατάφερνε ήταν να αποφεύγει τις επιθέσεις και να προσπαθήσει να συρθεί προς την είσοδο, αλλά…

«ΟΥΑΑΑΑΑΑ!»

Λίγο ακόμα και θα τον χτυπούσε! Το όπλο σημάδευε κατευθείαν το κεφάλι του, και αντανακλαστικά ο Ρυουτζί άπλωσε και τα δυο του χέρια σε μια προσπάθεια να το σταματήσει…

«Αχ…κα…κατάφερα να το πιάσω…!»

Ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε πως είχε καταφέρει να το πιάσει, κάτι που ούτως ή άλλως ήταν καθαρή τύχη.

«…Ουγκχ…!»

Παρόλο που το όπλο είχε παγιδευτεί, ο εισβολέας προσπαθούσε να το σπρώξει με ωμή δύναμη. Ο Ρυουτζί έβαλε κι αυτός όλη του τη δύναμη για να αμυνθεί. Οι δύο σιλουέτες έσπρωχναν η μια την άλλη και οι σκιές τους τρεμόπαιζαν στο σκοτεινό δωμάτιο. Τότε ήταν που διέκρινε το περίγραμμα της μικρής φιγούρας και τα μακριά της μαλλιά…Δε μπορεί!; Ο Ρυουτζί κατάλαβε ποιος ήταν ο νυχτερινός εισβολέας, αν και εδώ που τα λέμε το είχε υποψιαστεί από την αρχή.

Σφίγγοντας τα δόντια του ενώ κρατούσε κόντρα, ο Ρυουτζί έβγαλε τα συμπεράσματά του. Πρέπει να είναι αυτή! Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο αρρωστημένο!;

Αλλά πάνω που είχε σιγουρευτεί για την ταυτότητα του εισβολέα…Αααχ! Δεν αντέχω άλλο! Τα μπράτσα του έτρεμαν και ήταν έτοιμα να υποχωρήσουν, ακόμα και ο σκληρός λαιμός του ήταν στα όριά του. Θα με σκοτώσει…

«…Ε…Αα…»

ΑΨΙΟΥ!

Η ισορροπία διαλύθηκε μέσα σε μια στιγμή!

Με το που ακούστηκε το παράξενο φτάρνισμα, η απίστευτη πίεση εξαφανίστηκε απότομα, υποχωρώντας στη δύναμη που εξακολουθούσε να ασκεί ο Ρυουτζί. Ο εισβολέας οπισθοχώρησε φωνάζοντας σιγανά, «Αα, ουά!» και μετά τρέκλισε προς τα πίσω και έπεσε μαλακά πάνω στο κρεβάτι. Ο Ρυουτζί σηκώθηκε γρήγορα και άναψε τα φώτα…

«Αϊσάκα!»

«…»

«Υπάρχουν χαρτομάντηλα γι’αυτές τις δουλειές, γαμώτο!»

Ο Ρυουτζί πέταξε ένα κουτί χαρτομάντηλα στην Τίγρη Μινιατούρα, την Τάιγκα Αϊσάκα, που σκούπιζε τη μύτη της στο φόρεμά της σαν να μη συνέβαινε τίποτα.


* * *


Τα μακριά μαλλιά της κυμάτιζαν στην πλάτη της, και φορούσε ένα χαλαρό φόρεμα με πολλές στρώσεις δαντέλας. Σίγουρα αυτό το ντύσιμο ταίριαζε στη μικροσκοπική της φιγούρα…

«Δ…δώσε μου αυτό το ξύλινο σπαθί…»

Ο Ρυουτζί μετάνιωσε πικρά που δεν είχε κατασχέσει το όπλο της Τάιγκα Αϊσάκα πριν από λίγο…

Μπορούσε να της το πάρει όταν άναψε τα φώτα, ή όταν της έδινε το χαρτομάντιλο. Τώρα, η κρίση παρέμενε άλυτη. Τα μάτια της Αϊσάκα γυάλιζαν σαν της τίγρης που παραμονεύει το θύμα της, και άρχισε να βηματίζει κάνοντας κύκλους στο στενό δωμάτιο. Φυσικά, ο Ρυουτζί προσπάθησε να την κρατήσει σε απόσταση, κάνοντας κι αυτός κύκλους έτσι όπως ήταν με το μποξεράκι του.

Αλλά αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Καθώς έκανε αυτή τη σκέψη…

«Αϊσάκα…Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, θέλεις να σου επιστρέψω εκείνο το ερωτικό…γράμμα, σωστά; Το γράμμα που έβαλες κατά λάθος στην τσάντα μου.»

«…!»

Μόλις ο Ρυουτζί βρήκε το κουράγιο να μιλήσει, η Αϊσάκα, που εξακολουθούσε να βηματίζει σιωπηλά, φάνηκε να αποκτά τεράστιες διαστάσεις. Έμοιαζε με βόμβα έτοιμη να εκραγεί…και το φιτίλι είχε ήδη ανάψει.

«Θα, θα σου το επιστρέψω το γράμμα σου! Γι’αυτό ηρέμησε! Δεν διάβασα τι γράφει μέσα!»

«…Νομίζεις πως μπορείς να τη γλιτώσεις απλά και μόνο επιστρέφοντάς το;!»

Γρύλισε σε ένα χαμηλό και βαθύ τόνο, λες και ήταν έτοιμη να του ορμήσει.

«Μη γίνεσαι γελοίος…Αφού ξέρεις και την ύπαρξη ακόμα αυτού του γράμματος…»

Γουους! Η τεράστια ξύλινη λεπίδα ανέμισε επιδέξια πάνω από το κεφάλι του Ρυουτζί.

«ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!»

«ΟΥΑΑΑΑ!!!»

Toradora vol01 067.jpg

Όρμησε καταπάνω στον Ρυουτζί, με την ξύλινη λεπίδα της να σημαδεύει το κεφάλι του. Πώς γίνεται να είναι τόσο γρήγορη; Αν και απείχαν μερικά μέτρα, μέσα σε μια στιγμή έφτασε ως το στήθος του Ρυουτζί, και αν η ξύλινη λεπίδα δεν είχε αστοχήσει και χτυπήσει τον τοίχο (Πάει η εγγύηση μ’αυτό!) ο Ρυουτζί θα είχε σκοτωθεί.

«Να πάρει!»

«Σκατά!»

Δακρύζοντας από την ένταση, ο Ρυουτζί έτρεξε να ξεφύγει ενώ φώναζε σπαρακτικά,

«Τι είδους άνθρωπος είσαι συ που θέλεις να σκοτώσεις τον ίδιο το συμμαθητή σου;!»

«Σκάσε! Αφού έμαθες γι’αυτό το γράμμα, πώς περιμένεις να κυκλοφορήσω μετά απ’αυτό; Μόνο ο θάνατος μπορεί να με γλιτώσει από μια τέτοια ντροπή!»

Σημάδεψε το λαιμό του Ρυουτζί με τη λεπίδα της.

«Έι! Αν ο θάνατος είναι η μόνη λύση για σένα, γιατί πρέπει να πεθάνω εγώ!;»

Ο Ρυουτζί ενστικτωδώς και σαν από θαύμα απέφυγε την επίθεση, αλλά η Αϊσάκα είχε βάλει τόση δύναμη ώστε τρύπησε το φουσούμα[2] (Και ότι το είχα φτιάξει αυτό!). Δεν έδειχνε ίχνος δισταγμού, αντίθετα, τα μάτια της έλεγαν Θα σε σκοτώσω οπωσδήποτε!

«Δε θέλω να πεθάνω ακόμα, γι’αυτό θα σκοτώσω εσένα! Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται αλλιώς, οπότε κάτσε να πεθάνεις επιτέλους! Ή τουλάχιστον να σβήσεις απ’τη μνήμη σου τα πάντα γι’αυτό που έγινε!»

«Δε γίνεται αυτό!»

«Φυσικά και γίνεται, αν χρησιμοποιήσω αυτό εδώ…»

Κοίταξε τη γυαλιστερή ξύλινη λεπίδα της.

«Το μόνο που χρειάζεται είναι να σε χτυπήσω στο κεφάλι μ’αυτό. Δε θα σε σκοτώσει, αλλά μάλλον θα χάσεις τελείως τη μνήμη σου!»

«Δεν πρόκειται να κάτσω και να σε αφήσω να σβήσεις τη μνήμη μου επειδή έτσι σου κάπνισε!»

Καλά, πώς μπορεί να είναι τόσο αναίσθητη; Δεν έχει νόημα να συζητάω μαζί της, δεν επικοινωνούμε καθόλου. Κοινή λογική, ηθική, συμπόνοια για τους άλλους, τίποτα απ’αυτά δεν ισχύει για την Αϊσάκα.

Αααχ! Γι’αυτό δεν ήθελα σχέσεις μαζί της!

Αντίθετα με τον Ρυουτζί που κόντευε να φτύσει αίμα, η Αϊσάκα ήταν απασχολημένη να του διαλύει το σπίτι. Προσπαθώντας να χτυπήσει τον Ρυουτζί που συνεχώς της ξέφευγε, διέλυσε το καλάθι που ήταν πάνω στο ντουλάπι, τρύπησε το φουσούμα και αναποδογύρισε με μια κλωτσιά το μικρό τραπεζάκι ενώ κραύγαζε,

«Σβήσε αμέσως αυτό το ερωτικό γράμμα από τη μνήμη σου!»

Αυτό δεν είναι σαν να παραδέχεσαι ότι το έγραψες εσύ, Τίγρη Μινιατούρα!; Κανείς δε θα ήξερε ότι ήταν ερωτικό γράμμα αν δεν το έλεγες εσύ (αφού θα μπορούσες να πεις ότι είναι οτιδήποτε). Τέλεια, τώρα το παραδέχτηκε και η ίδια, και τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Όχι, όλα ήταν ένα χάλι έτσι κι αλλιώς από τη στιγμή που έμπλεξα με την Αϊσάκα, για να μην πω και για…

«Το είδες, έτσι δεν είναι!; Το είδες! Σίγουρα θα νομίζεις ότι είμαι μια ανόητη…μια…ανόητη…σνιφ, σνιφ, ουουου…»

«Τι!; Έι! Για περίμενε…κλαις;»

«Όχι δεν κλαίω!»

Μέσα απ’ το άγριο ουρλιαχτό της μπορούσε να διακρίνει ένα κρυμμένο αναστεναγμό, και τα μάτια που σημάδευαν τον Ρυουτζί ήταν λίγο κόκκινα και υγρά στις άκρες. Η Αϊσάκα φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Αλλά εγώ είμαι αυτός που θα έπρεπε να κλαίει…Τι ωραία που θα ήταν αν μπορούσα να κλάψω χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να τρέχω για να σωθώ, αλλά εδώ είναι ζήτημα ζωής και θανάτου…

Ααχ, να πάρει η οργή, τι στην ευχή σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί να πρέπει να δέχομαι επίθεση; Λες και έκανα κάτι κακό.

Ο Ρυουτζί δεν άντεχε άλλο πια, και αποφάσισε να αφήσει τον εαυτό του στο έλεος του Θεού. Αφού προσποιήθηκε πως αποφεύγει τις επιθέσεις της για λίγο, όρμησε αποφασιστικά και άρπαξε την Αϊσάκα από τους καρπούς. Εκείνη τη στιγμή, όταν αντιλήφθηκε ότι τα χέρια της ήταν τόσο μικρά που θα μπορούσε εύκολα να τα στρίψει, ήταν που ξανάρχισε να φοβάται.

«Άφησέ με!»

Έπρεπε να τα παίξει όλα για όλα τώρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Λυπάμαι, καλοί μου γείτονες! Συγχώρεσέ με, κυρία σπιτονοικοκυρά! Και φώναξε με όση δύναμη είχε,

«Δε θα σε αφήσω! Άκουσέ με, Αϊσάκα! Έκανες ένα τρομερό λάθος! Ο φάκελος που έβαλες στην τσάντα μου…»

«Ά…φη…σε…με…»

Αφού απαλλάχτηκε βίαια από τη λαβή του Ρυουτζί, μπορούσε τώρα να του επιτεθεί από πολύ κοντά! Ενώ τα μάτια της Αϊσάκα έλαμπαν με μια δολοφονική λάμψη…

«ΗΤΑΝ ΑΔΕΙΟΣ!!!»

Η κραυγή του Ρυουτζί ήρθε πάνω στην ώρα.

Η ξύλινη λεπίδα σταμάτησε χιλιοστά πάνω από το κεφάλι του Ρυουτζί, ξυστά από τα μαλλιά του. Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, κατάφερε να αρθρώσει λίγες λέξεις,

«…Ήταν…άδειος…;»

Ρώτησε τον Ρυουτζί με παιδιάστικη φωνή, και ο Ρυουτζί κατένευσε έντονα.

«Α,ακριβώς, ήταν άδειος…γι’αυτό σου είπα πως δεν διάβασα τι είχε μέσα. Και πάλι καλά που τελικά δεν τον έδωσες στον Κιταμούρα. Καταλαβαίνεις ότι παρά λίγο να γίνεις ρεζίλι των σκυλιών;»

Τα υγρά μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς στεκόταν ακίνητη. Αρπάζοντας την ευκαιρία, ο Ρυουτζί σύρθηκε γρήγορα μακριά της, και έτρεξε στο δωμάτιό του στην άλλη πλευρά του φουσούμα. Με τρεμάμενα χέρια έψαξε σαν τρελός για το φάκελο στην τσάντα του.

«Να! Βλέπεις, βλέπεις;»

Με τις φλέβες των ματιών του να έχουν πεταχτεί, ο Ρυουτζί έχωσε το φάκελο στα μικροσκοπικά χέρια της. Η ξύλινη λεπίδα της έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα, και η ίδια άρχισε να τρεκλίζει, αν και ακόμα κατάφερνε να στέκεται όρθια με ανοιχτά τα πόδια για να στηρίζεται καλύτερα. Κοίταξε το φάκελο στο φως.

«…Αχ…»

Τα μικρά κερασένια χείλια άνοιξαν μια σχισμή.

«Αχ, αχ…Αααχ…ΑΑΑΑΧ! ΟΥΑΑΑΑ!»

Με αναστατωμένα μαλλιά, η Αϊσάκα άνοιξε ορμητικά το φάκελο, τον γύρισε ανάποδα και τον τίναξε. Όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε τίποτα μέσα, γύρισε και κοίταξε τον Ρυουτζί με μια αδειανή έκφραση,

«…Τι άχρηστη που είμαι…»

Με αυτά τα λόγια, κάθησε αργά στο πάτωμα. Τα μάτια της που ήταν ακόμα ορθάνοιχτα, έκλεισαν αργά. Τα λεπτά χείλια της έτρεμαν ελαφρά, και τα δόντια της χτυπούσαν.

«Α, Αϊσάκα;»

Είχε καταρρεύσει τελείως…

Καθισμένη μπροστά στον Ρυουτζί, όλο το αίμα έφυγε από το πρόσωπό της και το μικρό σωματάκι με το δαντελωτό φόρεμα έπεσε στο πλάι πάνω στο πάτωμα του μικρού διαμερίσματος έτσι απλά.

«Έι! Αϊσάκα! Είσαι καλά;»

Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά…Ο Ρυουτζί έτρεξε και σήκωσε την αναίσθητη μικρή κούκλα στα χέρια του.

Εκείνη τη στιγμή…

Γρουμπλ…Γρουμπλ…

«Το…στομάχι της…κάνει έτσι;»


* * *


Στο σπιτικό των Τακάσου, υπήρχε φαγητό διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή.

Το σκόρδο και το τζίντζερ ήταν κομμένα από πριν, υπήρχαν πάντοτε κρεμμύδια, οπότε το μόνο που χρειαζόταν επιπλέον ήταν μερικά γογγύλια, λίγο μπέικον και αυγά. Και φυσικά, για να μην λείψουν ποτέ τα καρυκεύματα, η κουζίνα ήταν εφοδιασμένη πάντοτε με σούπα κοτόπουλου σε σκόνη, μπαχαρικά και βάση σούπας κοτόπουλου.

Ενάμισι φλιτζάνι ρύζι ανακατευόταν με λίγο καστορέλαιο, μαζί με λίγα ψιλοκομμένα γογγύλια για καθαρότερη γεύση. Μετά το ρύζι ανακατευόταν με το αυγό για να πάρει χρώμα, και το μόνο που έμενε ήταν να προστεθεί το κρεμμύδι για να το γλυκάνει και το μπέικον για να το συμπληρώσει. Αφού έμπαιναν τα αναγκαία καρυκεύματα – λίγο αλάτι, πιπέρι και σάλτσα στρειδιού – χρειαζόταν μόνο να πασπαλιστεί με κόλιαντρο πριν το σερβίρισμα.

Μαζί με τη σούπα, για την οποία το μόνο που χρειαζόταν ήταν ζεστό νερό που αναμειγνυόταν με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και βάση σούπας κοτόπουλου, όλο το γεύμα ήταν έτοιμο μέσα σε 15 λεπτά. Υπήρχε ακόμα και χρόνος για να πλυθούν τα πιάτα μέχρι να γίνει το φαγητό.

Ακόμα και στις 3 το πρωί, η μαγειρική του Ρυουτζί παρέμενε άψογη.

«Σ…σκόρδο…»

Γρουμπλ…… Ο Ρυουτζί την άκουγε που παραμιλούσε στον ύπνο της, ανάμεσα στα γουργουρητά του στομαχιού της. Αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να την ξυπνήσει…

«Τ…Τάιγκα Αϊσάκα, ξύπνα! Αν θέλεις σκόρδο, εδώ είναι, και μαζί με καστορέλαιο.»

Ο Ρυουτζί κούνησε μαλακά τη μικρή σιλουέτα που κοιμόταν στο κρεβάτι του.

«Τηγανητό…τηγανητό…»

«Ναι, είναι τηγανητό ρύζι!»

«Τηγανητό…ρύζι…»

Σάλια άρχισαν να στάζουν από τη γωνιά των ωχρών χειλιών της. Τώρα που το είδα, δεν μπορώ να το αφήσω έτσι, σκέφτηκε ο Ρυουτζί, μην μπορώντας παρά να σκουπίσει μαλακά το στόμα της με ένα χαρτομάντιλο.

«Σήκω, γιατί θα κρυώσει το ρύζι σου!»

Τα βλέφαρα της Αϊσάκα τρεμόπαιξαν για μια στιγμή. Για να μην την αγγίξει απευθείας, ο Ρυουτζί την σήκωσε από το στρώμα τραβώντας την από το φόρεμα. Ακόμα κι έτσι, η Αϊσάκα τραβήχτηκε λιγάκι, και τελικά ανακάθισε απρόθυμα.

«…Α…Ε;»

Φαίνεται πως ξύπνησε. Κατσούφιασε και έσπρωξε μακριά το χέρι του Ρυουτζί, ενώ ταυτόχρονα έβγαλε τη βρεγμένη πετσέτα που εκείνος είχε βάλει στο μέτωπό της, κοιτάζοντάς την καχύποπτα. Ρουθουνίζοντας ελαφρά, είπε,

«…Τι είναι αυτό; Αυτή η μυρωδιά…μου μυρίζει σκόρδο…»

Τα μάτια της στριφογύρισαν ολόγυρα.

«Δε σου είπα μόλις τώρα ότι είναι τηγανητό ρύζι; Άντε, κάτσε να φας, να ανέβει λίγο το ζάχαρό σου! Αλλιώς θα λιποθυμήσεις πάλι.»

Ο Ρυουτζί της έδειξε το πιάτο με το τηγανητό ρύζι πάνω στο μικρό τραπέζι. Αχ! Τα μάτια της άστραψαν για μια στιγμή, αλλά…

«…Τι ακριβώς σχεδιάζεις…;»

Μισόκλεισε τα μάτια της και κατσούφιασε, κοιτάζοντας τον Ρυουτζί, που είχε βάλει τώρα τη φόρμα του, κατευθείαν στα μάτια.

«Σαν τι να σχεδιάζω δηλαδή; Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να σε ξυπνήσει τώρα είναι αυτό το τηγανητό ρύζι, έτσι δεν είναι; Έχεις ιδέα πώς έκανε το στομάχι σου; Και είχες τα ίδια συμπτώματα αναιμίας και στο σχολείο...Μη μου πεις ότι δεν τρως καθόλου;»

«Δεν είναι δουλειά σου! Άσε με ήσυχη!...Μένεις μόνος σου εδώ;»

«Όχι, είναι κι η μαμά μου, αλλά είναι στη δουλειά τώρα. Και άλλη φορά, όταν πας να επιτεθείς σε κάποιον, μάθε τουλάχιστον πρώτα ποιοι μένουν στο σπίτι του! Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε καλέσει την αστυνομία τώρα.»

«Ω, σκάσε επιτέλους...Δεν πιστεύω να μου έκανες τίποτα άπρεπο, ε;»

Η Αϊσάκα τον κοίταξε αυστηρά ενώ κάλυπτε το σώμα της με τα χέρια της, και τα μάτια της είχαν γίνει δυο σχισμές καθώς εξέταζε τον Ρυουτζί με ιδιαίτερα προκλητικό ύφος. Αν κάποιος κάνει άπρεπα πράγματα, αυτός είσαι εσύ! Ο Ρυουτζί ανάγκασε τον εαυτό του να μην ξεστομίσει δυνατά αυτό που σκέφτηκε.

«Έχεις μούτρα και μιλάς, που μπήκες σπίτι μου να με σκοτώσεις, και μετά τα κατάφερες να λιποθυμήσεις από την πείνα; Άντε, ξεκίνα να τρως!»

Όπως και να είχε, ήταν τρεις το πρωί, και ασφαλώς δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να καυγαδίζουν και να ενοχλούν τους γείτονες.

«Σου λέω πως δεν…μμμμμμ!»

Ο Ρυουτζί γέμισε μια μεγάλη κουταλιά ρύζι και την έχωσε με το ζόρι στο στόμα της Αϊσάκα, ενόσω αυτή φλυαρούσε καθισμένη στο κρεβάτι του. Ασφαλώς, αυτό απαιτούσε αρκετό κουράγιο εκ μέρους του, αλλά ο Ρυουτζί είχε ούτως ή άλλως αποφασίσει να υποταχτεί στη μοίρα του, και να αντιμετωπίσει με ψηλά το κεφάλι ό,τι κι αν πάθαινε. Αν μη τι άλλο, έτσι αισθανόταν πιο γενναίος.

«Τ…τι κάνεις;»

Η Αϊσάκα έσπρωξε μακριά το κουτάλι με μάτια που άστραφταν από θυμό, αλλά δεν φαινόταν διατεθειμένη να φτύσει το περιεχόμενο. Το μικρό στοματάκι της άρχισε να μασουλάει το φαγητό ασταμάτητα, σαν σκίουρος.

«Μμμμ…μμμμ…μη νομίσεις πως θα τη γλιτώσεις έτσι…»

Γκουλπ. Κατάπιε την κουταλιά.

«…Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου!»

Άρπαξε το κουτάλι που πριν ένα λεπτό είχε σπρώξει μακριά από το χέρι του Ρυουτζί και συνέχισε,

«Και πρώτα απ’όλα, πώς ήξερες εσύ ότι ο φάκελος ήταν άδειος;»

Μαζεύοντας το μακρύ της φόρεμα σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι.

«Πρέπει να τον άνοιξες και να κοίταξες μέσα! Είσαι απαίσιος! Ηδονοβλεψία!»

Χμφ! Γύρισε την πλάτη της στον Ρυουτζί και στρώθηκε μπροστά στο μικρό τραπέζι.

«…Όχι, καμία σχέση! Εγώ…απλά…κοίταξα το φάκελο στο φως.»

Δεν ήταν εντελώς αλήθεια, αλλά ο Ρυουτζί αποφάσισε να το αφήσει έτσι. Αν και δεν ήταν καν σίγουρος ότι είχε ακούσει την απάντησή του. Καθισμένη μπροστά στο τραπέζι, ισοπέδωσε το λοφάκι του ρυζιού με το κουτάλι της, και μετά, μέσα σε μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα, έφερε αργά το κουτάλι με το ρύζι στο στόμα της.

Μιαμ, μιαμ, μιαμ, μιαμ, γκουλπ. Κατέβασε μια κουταλιά σούπα. Αχ…Άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης πριν κατεβάσει κι άλλη κουταλιά. Καθισμένος απέναντί της, ο Ρυουτζί άρχισε να μιλάει για αυτά που σκεφτόταν την ώρα που μαγείρευε.

«Κοίτα, Αϊσάκα, άκουσέ με λίγο. Να πώς έχουν τα πράγματα…»

Μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ

«Το γράμμα σου…θέλω να πω αυτός ο φάκελος, δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι γι’αυτό, ακόμα και αν είχα δει τι είχε μέσα…»

Μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ, τσομπ! Κραντς!

«Νομίζω πως…»

Τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ τσομπ!

«Έι, άκουσέ με λίγο!»

«Βάλε κι άλλο!»

«Καλά.»

Ευτυχώς που έφτιαξα λίγο παραπάνω…μουρμούρισε ο Ρυουτζί στον εαυτό του, καθώς μάζευε όλο το ρύζι που είχε μείνει στο τηγάνι μέσα στο μπολ, πριν το επιστρέψει στην Αϊσάκα.

«Όπως έλεγα…μα άκουσέ με επιτέλους!»

Δεν φαίνεται να ακούει καθόλου. Αυτό είναι που λέμε αδιάσπαστη προσοχή; Πού στο καλό χωράει τόσο φαΐ μέσα σ’αυτό το μικροσκοπικό σώμα; Η Αϊσάκα έβλεπε μπροστά της μόνο τηγανητό ρύζι, τηγανητό ρύζι, και πάλι τηγανητό ρύζι. Ήταν η προσωπική της Γιορτή Τηγανητού Ρυζιού.

Δε βγαίνει τίποτα έτσι και όπου να’ναι θα τελειώσει και το τηγανητό ρύζι. Ο Ρυουτζί αποφάσισε να σηκωθεί και να φέρει το κλουβί από την άκρη του σαλονιού κοντά στο τραπέζι.

«Έι, Αϊσάκα, ρίξε μια ματιά σ’αυτό εδώ…Είναι νόστιμο!»

«Νόστιμο;»

Τώρα που της είχε τραβήξει την προσοχή…Γουους! Ο Ρυουτζί έβγαλε το πανί από το κλουβί και της έδειξε το περιεχόμενό του.

«ΟΥΑΑ!»

«Λοιπόν; Τα χάλια του έχει, έτσι;»

Από προηγούμενους πειραματισμούς ήταν εξακριβωμένο πως μόνο σεισμός τουλάχιστον 4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ μπορούσε να ξυπνήσει τον Ίνκο-τσαν. Ένα σπασμωδικό πρόσωπο, αναποδογυρισμένα μάτια με το άσπρο να φαίνεται, ορθάνοιχτο ράμφος, και η παράξενη γλώσσα του να προεξέχει από μέσα… Το άσχημο πρόσωπο που εμφάνιζε στον ύπνο του έκανε το θαύμα του, αποσπώντας τελείως την προσοχή της Αϊσάκα.

«Τι αηδία είναι αυτή! Γιατί μου έδειξες κάτι τόσο άσχημο!;»

Φαίνεται πως επιτέλους μπορούσε να ακούσει τα λόγια του Ρυουτζί.

«…Συγγνώμη για την ενόχληση, Ίνκο-τσαν, ξανακοιμήσου…Λοιπόν, Αϊσάκα!»

Αφού ξανασκέπασε τον Ίνκο-τσαν με το πανί του, ο Ρυουτζί κάθισε ακριβώς απέναντι από την Αϊσάκα που είχε επιτέλους συνέλθει τελείως. Τι θες; έλεγαν τα μάτια της καθώς αγριοκοίταζε τον Ρυουτζί, αν και είχε ακόμα το μπολ στα χέρια της και συνέχιζε τη Γιορτή Τηγανητού Ρυζιού.

«Τρώγε και άκου. Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής…δεν έχεις τίποτα για το οποίο να πρέπει να ντρέπεσαι. Είμαστε μαθητές της δευτέρας λυκείου, είναι απολύτως φυσιολογικό να μας αρέσει ένα άτομο του αντίθετου φύλου, οπότε πού είναι το κακό που έγραψες ένα ερωτικό γράμμα; Όλα τα ζευγάρια δεν περνάνε παρόμοια εμπόδια μέχρι να καταλήξουν μαζί;»

«…»

Η Αϊσάκα εξακολουθούσε να μασουλάει με το πρόσωπό της χωμένο στο μπολ. Φαινόταν πως ακόμα ντρεπόταν για ό,τι είχε γίνει.

«Από την άλλη βέβαια, ποιος θα έβαζε το ερωτικό του γράμμα σε λάθος τσάντα;…Για να μην πω που ξέχασες να βάλεις και το γράμμα μέσα στο φάκελο.»

Με το που σταμάτησε ο Ρυουτζί να μιλάει…

«Εσύ φταις γι’αυτό!»

Σμπαμ! Η Αϊσάκα κοπάνησε τη γροθιά της πάνω στο τραπέζι. Κοίταξε προς τα πάνω και έδειξε τον Ρυουτζί με το κουτάλι της.

«…Τόση ώρα σε ακούω να φλυαρείς. Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα έπρεπε να βάλω το γράμμα στην τσάντα ή όχι, όταν εμφανίστηκες εσύ. Πανικοβλήθηκα και προσπαθώντας να κρύψω το γράμμα, το έχωσα στην τσάντα χωρίς να το σκεφτώ…Ποτέ δε φαντάστηκα ότι ήταν δική σου η τσάντα…»

«Έι, Αϊσάκα…έχεις ρύζι κολλημένο στο μάγουλό σου.»

«Είσαι. Ενοχλητικός.»

«Ααχ…»

Τα μάτια της έλαμψαν τρομακτικά, σαν ακονισμένη λεπίδα. Κάτω από το άγριο βλέμμα της, ο Ρυουτζί το βούλωσε αμέσως.

Φαίνεται πως τώρα που είχε γεμίσει το στομάχι της είχε ανακτήσει πλήρως τις δυνάμεις της. Χμφ. Ανασήκωσε περήφανα το πηγούνι της και κοίταξε τον Ρυουτζί με δολοφονικό ύφος. Η Τίγρη Μινιατούρα, γεμάτη ενέργεια και έτοιμη να σκοτώσει, έβγαλε ένα χαμηλό αλλά άγριο γρύλισμα.

«Ρυουτζί Τακάσου…τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν μου είχες δώσει υπάκουα την τσάντα σου…Τώρα πώς πρέπει να σε τιμωρήσω; Πώς να αφαιρέσω όσα έγιναν από τη μνήμη σου; Τώρα που ξέρεις ότι έκανα κάτι τόσο ντροπιαστικό, πώς περιμένεις να εξακολουθήσω να ζω;»

Καταλήγουμε πάντα στο ίδιο σημείο. Ο Ρυουτζί έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του προσπαθώντας να σκεφτεί, όταν επιτέλους…

«Δε σου είπα ήδη ότι δεν έχεις κανένα λόγο να ντρέπεσαι; Κοίτα, περίμενε εδώ ένα λεπτό!»

Ο Ρυουτζί αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα.

Πήγε στο δωμάτιό του και ξαναβγήκε μετά από ένα λεπτό κρατώντας διάφορα πράγματα που άφησε μπροστά στην Αϊσάκα. Υπήρχαν σημειωματάρια και άλλες σημειώσεις, CD, εικονογραφημένα βιβλία, ένα μεταχειρισμένο MD player και άλλα πράγματα. Αφού φτάσαμε ως εδώ, θα σου τα δείξω όλα. Όλα.

«Τι είναι όλα αυτά;»

«Ρίξε μια ματιά. Κοίταξε ό,τι θέλεις.»

Τσκ! Η Αϊσάκα άρπαξε ενοχλημένη το κοντινότερο σημειωματάριο και το ξεφύλλισε. Μετά σταμάτησε απότομα, και κοίταξε κατσουφιασμένη το σημειωματάριο και τον Ρυουτζί.

«Σοβαρά τώρα, τι είναι αυτά; Τι προσπαθείς να κάνεις;»

«Αυτό είναι ένας κατάλογος. Πιθανότατα δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο. Είναι μια λίστα από τραγούδια συναυλιών που έφτιαξα για το κορίτσι που μου αρέσει. Τα τραγούδια είναι ταξινομημένα κατά εποχή, έτσι υπάρχουν συνολικά τέσσερις λίστες. Έκανα ακόμα και εγγραφές των τραγουδιών σε MD.»

«Εδώ είναι.» Ο Ρυουτζί άνοιξε το MD player και έχωσε τα ακουστικά στα αυτιά της απρόθυμης Αϊσάκα. Από την αχνή μουσική που έβγαινε από τα ακουστικά, κατάλαβε ότι έπαιζε το πρώτο τραγούδι της καλοκαιρινής λίστας.

«Και εδώ είναι ένα ποίημα που έγραψα. Ήταν τότε που σκεφτόμουν τι δώρο θα έπρεπε να της πάρω τα πρώτα Χριστούγεννα μετά που θα τα φτιάχναμε. Ένα άρωμα θα ήταν καλή επιλογή, έτσι; Αλλά βέβαια θα έπρεπε να είναι Eau de Toilette![3] Μέχρι που έκανα ένα κατάλογο με όλες τις μάρκες αρωμάτων, μαζί με τις τιμές τους…Πώς σου φαίνεται αυτό; Έχω κάνει και πολλά άλλα παρόμοια πράγματα.»

«Το βρίσκω αηδιαστικό!»

Η Αϊσάκα έβγαλε τ’ακουστικά από τα αυτιά της και τα πέταξε στον Ρυουτζί, λες και ήταν βρώμικα. Παρόλο που έφαγε τα ακουστικά κατάμουτρα, ο Ρυουτζί δεν εννοούσε να υποχωρήσει.

«Εντάξει, είναι αηδιαστικό. Αλλά ο λόγος που στα λέω όλα αυτά είναι ότι δεν ντρέπομαι για τίποτα από αυτά! Πού είναι το κακό που μου αρέσει ένα κορίτσι; Παραδέχομαι ότι είμαι ένας άχρηστος, ένας δειλός που δεν έχει το κουράγιο να εξομολογηθεί τα αισθήματά του και περιορίζεται στις φαντασιώσεις του, αλλά δε βρίσκω τίποτα για το οποίο να πρέπει να ντρέπομαι!»

Εντάξει, ίσως να ντρέπομαι λιγάκι, αλλά δεν μπορώ να το παραδεχτώ τώρα… Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Ρυουτζί όπως πήγε να κάνει μεταβολή έχασε λίγο την ισορροπία του, και με το πόδι του έσπρωξε το μοναδικό πράγμα που δεν ήθελε να δείξει μπροστά στα πόδια της Αϊσάκα.

«Αχ! Όχι αυτό…»

«…Τι είναι αυτό; Ένας φάκελος;»

Προσπάθησε απελπισμένα να ξαναπάρει το φάκελο, αλλά τα μικροσκοπικά χεράκια ήταν πιο γρήγορα και έπιασε μόνο αέρα.

«Από τον Ρυουτζί Τακάσου…Για τη Μινόρι Κουσιέντα…Μινόρι Κουσιέντα!!;;»

«Ό…όχι…α…αυτό, π…περίμενε, δεν…»

«Ερωτικό γράμμα!; Για…τη Μινορίν; Εσύ!; Κι αυτό εδώ!; Κι αυτό!;»

Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Αυτά τα τρία ερωτικά γράμματα τα είχε γράψει μόνο και μόνο για να νιώσει καλύτερα, δεν είχε ποτέ σκοπό να τα στείλει. Και τώρα είχαν βγει όλα στη φόρα.

«Ουαα…εσύ; Αγαπάς τη Μινορίν…ε;…Πλάκα μου κάνεις!; Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου μου φαίνεται…»

«Δ…δεν είσαι καλύτερη κι εσύ, εντάξει; Και τι εννοείς «ε;» Μήπως κι εσύ δεν είσαι ερωτευμένη με τον κολλητό μου τον Κιταμούρα…»

«Σ…σκασμός, δεν σου είπα να το ξεχάσεις αυτό;…Και αντί να κάνεις αυτές τις βλακείες, γιατί δεν εξομολογείσαι τα αισθήματά σου επιτέλους!»

«Το ίδιο θα μπορούσα να σου πω κι εγώ!»

«Θα βγάλεις πάλι εκείνο το σπαθί; Ή έχεις κι άλλο όπλο πρόχειρο;» «Τι, μου το παίζεις τσαμπουκάς; Θέλεις να πάθεις τα ίδια και χειρότερα;» Καυγάδισαν σε αυτό το μοτίβο για λίγη ώρα όταν ξαφνικά…

«ΑΧ!»

Ο Ρυουτζί συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι μ’αυτά και μ’αυτά, ο ουρανός έξω είχε αρχίσει να φωτίζεται…σε λίγο θα έβγαινε ο ήλιος.

«Να πάρει! Πήγε κιόλας τέσσερις!»

Όπου να’ναι θα ερχόταν η Γιάσουκο από τη δουλειά. Τα πράγματα θα μπλέξουν αν η Αϊσάκα μείνει κι άλλο εδώ, αφού η Γιάσουκο σίγουρα θα κάνει ερωτήσεις, και ύστερα δε θέλω να τη βλέπουν άλλοι όταν γυρίζει μεθυσμένη από τη δουλειά και να την ακούν να τραυλίζει «Ρυου-τσαν, εγώ είμαι…διψάω…μμμ» και άλλα τέτοια.

Άσε που η σπιτονοικοκυρά θα σηκωθεί μόλις έρθει το πρωινό ταχυδρομείο. Και πιθανότατα θα έρθει να παραπονεθεί για τη φασαρία που κάναμε νυχτιάτικα…Μη σου πω πως έχει ήδη σηκωθεί και περιμένει απλώς μια πιο κατάλληλη ώρα για να ανέβει. Ο Ρυουτζί χλώμιασε καθώς σκέφτηκε τι θα μπορούσε να συμβεί. Γαμώτο. Αν η σπιτονοικοκυρά μας πετάξει έξω, δεν έχουμε λεφτά για να δώσουμε προκαταβολή για άλλο σπίτι. Όσα χρήματα είχαμε στην άκρη, τα ξόδεψε βλακωδώς η Γιάσουκο τον περασμένο μήνα για να πάρει μια τηλεόραση πλάσματος, που δεν ταιριάζει και με το διαμέρισμα…

«Τέλος πάντων! Δε θα πω τίποτα σε κανένα και δε νομίζω πως είσαι ανόητη, αφού κι εγώ ο ίδιος δεν είμαι καλύτερος. Γι’αυτό, ας αφήσουμε τα πράγματα όπως έχουν, εντάξει;»

«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»

«Γιατί!; Για την ώρα τσακίσου και…ε, θέλω να πω πήγαινε σε παρακαλώ σπίτι σου…! Σε λίγο θα γυρίσει και η άρρωστη μητέρα μου…»

Κατά κάποιο τρόπο, μπορούσες να την πεις άρρωστη, επομένως δεν έλεγε ακριβώς ψέματα. Ωστόσο…

«Όχι! Ακόμα δε σε εμπιστεύομαι, κι ύστερα…ύστερα…»

Σαν παιδάκι, η Αϊσάκα γονάτισε στη μέση του σαλονιού. Κοιτάζοντας τα γόνατά της, στριφογύρισε αμήχανα τα δάχτυλά της γύρω από το τατάμι και είπε,

«…Εμ, αυτό το…ερωτικό γράμμα, δεν ξέρω τι να κάνω…Δεν είμαι σίγουρη αν τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να το στείλω…»

Υπέροχα! Βρήκε την ώρα η Αϊσάκα να μου ζητήσει συμβουλές για τα ερωτικά της! «ΑΑΑΑΧ!» Ο Ρυουτζί έπιασε το κεφάλι του και είπε,

«Θα, θα μιλήσουμε γι’αυτό μια άλλη μέρα…Έλα, πήγαινε σπίτι σου τώρα…Σε ικετεύω!»

«…Σίγουρα θα κάτσεις να μιλήσεις μαζί μου γι’αυτό;»

«Ναι! Σίγουρα! Θα κάτσω ν’ακούσω τι σκέφτεσαι, και θα σε βοηθήσω σε ό,τι θέλεις. Στο ορκίζομαι!»

«…Θα με βοηθήσεις; Σε ό,τι θελήσω;»

«Ναι! Ό,τι θέλεις, οτιδήποτε!»

«Θα με βοηθήσεις σε οτιδήποτε; Το είπες, έτσι; Θα με βοηθήσεις σαν πιστό σκυλί; Θα κάνεις ό,τι θέλω σαν να είσαι ο σκύλος μου;»

«Ναι, ναι! Θα δουλέψω σαν σκυλί, στο υπόσχομαι! Σαν σκύλος, σαν ό,τι θέλεις, θα σε βοηθήσω!...Γι’αυτό, ας σταματήσουμε εδώ σήμερα, εντάξει; Εντάξει;»

«Εντάξει…Θα πάω σπίτι.»

Επιτέλους φάνηκε να πείθεται. Η Αϊσάκα μάζεψε το ξύλινο σπαθί της και σηκώθηκε. Έριξε μια ματιά στο παράθυρο, όπου υπήρχε ένα ζευγάρι μικρά παπούτσια δίπλα στο περβάζι. Ώστε από κει μπήκε τελικά…Η Αϊσάκα κοίταξε τον Ρυουτζί που μουρμούριζε μόνος του, μετά μάζεψε τα παπούτσια της και πήγε προς την είσοδο. Ξαφνικά στράφηκε,

«Έι!»

Τι είναι πάλι; Ο Ρυουτζί ενστικτωδώς πήρε αμυντική στάση, αλλά…

«Υπάρχει άλλο…τηγανητό ρύζι;»

«Ε; Α, όχι…το έφαγες όλο.»

«Έτσι ε; Καλά, δεν πειράζει.»

«Ακόμα δε χόρτασες; Τέσσερα μπολ ρυζιού έφαγες. Τόσο πολύ πείναγες;»

Δεν του απάντησε. Η Αϊσάκα γύρισε την πλάτη της στον Ρυουτζί και έβαλε το ένα παπούτσι της.

«…Το φουσούμα…»

Είπε σιγανά και ξαναστράφηκε απροειδοποίητα.

«Αδερφάκι μου, πολύ μιλάς.»

«Έχει μια τρύπα στο φουσούμα…θα κοστίσει πολλά η επισκευή;»

Ρώτησε κοιτάζοντας προς τα πάνω τον Ρυουτζί. Τα μεγάλα μάτια της ανοιγόκλεισαν δυο τρεις φορές. Ο Ρυουτζί αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, και απέφυγε τη ματιά της. Όχι γιατί φοβόταν, αλλά γιατί ήταν μπερδεμένος. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την Αϊσάκα να μην είναι θυμωμένη.

«Ααα…εμ…για να φτιαχτεί αυτό, μπορώ να το κάνω και μόνος μου…νομίζω. Του έριξα μια ματιά, η τρύπα δεν είναι και τόσο μεγάλη, οπότε αν βρω λίγο γουάσι καλής ποιότητας θα το φτιάξω χωρίς πρόβλημα. Αν και σ’αυτά τα μέρη μόνο μέτριας ποιότητας γουάσι βρίσκει κανείς.»

«Χμμμ…»

Το πρόσωπό της παρέμενε ανέκφραστο, έτσι δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν.

«Γουάσι…Αν θες, μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτό!»

Του έχωσε κάτι στο χέρι. Θέλει να χρησιμοποιήσω αυτό;…Ο Ρυουτζί κοίταξε ξαφνιασμένος αυτό που του έδωσε. Τι ιδέα κι αυτή…Να μου δίνει τον άδειο φάκελο από το ερωτικό της γράμμα για να μπαλώσω το φουσούμα…

«Αν σου κάνει, χρησιμοποίησέ το! Αν χρειαστείς και χρήματα, θα τα δώσω εγώ.»

«Α…ε…εμ!»

Χωρίς να απαντήσει στην προηγούμενη ερώτησή του για το αν πείναγε, η Αϊσάκα άρχισε να δένει τα κορδόνια της κατσουφιασμένα. Καθώς κοίταγε τη γυρισμένη της πλάτη, δεν μπόρεσε…

«…Έι, περίμενε ένα λεπτό!»

Δεν μπόρεσε να μην τη φωνάξει.

«Τι είναι πάλι;»

«…Πόσο καιρό έχεις να φας;»

«Τι σε νοιάζει εσένα; Δεν είναι ότι δεν τρώω…απλά βαρέθηκα το φαΐ από το παντοπωλείο…ακόμα και μετά που το αγόρασα δεν μπορούσα να το φάω…»

«Από το παντοπωλείο; Και τα τρία γεύματα; Δεν είναι ανθυγιεινό αυτό;»

«Υπήρχε ένα φαστφουντάδικο μπροστά στο σταθμό, αλλά έκλεισε τον περασμένο μήνα. Έτσι μπορούσα να πάρω φαΐ μόνο από το παντοπωλείο… το μαγειρεμένο φαΐ στο σουπερμάρκετ…πώς να το πω…δεν ξέρω πώς να το αγοράσω…»

«Δεν ξέρεις πώς να το αγοράσεις; Απλά παίρνεις ό,τι θέλεις και το βάζεις σε ένα διαφανές πλαστικό κουτί, και το πας στο ταμείο να σου το ζυγίσουν. Αυτό είναι όλο…Και οι γονείς σου, πού είναι;»

Η Αϊσάκα έδεσε τα κορδόνια της και σηκώθηκε. Ο Ρυουτζί την είδε να κουνάει το κεφάλι της απρόθυμα. Να πάρει. Κάθε οικογένεια έχει τα μυστικά της, και περισσότερο αυτή η αινιγματική οικογένεια Αϊσάκα. Δε θα ήταν περίεργο ακόμη και αν είχε συμβεί κάτι φριχτό σε αυτή την οικογένεια. Κι εγώ ο ίδιος προέρχομαι από ασυνήθιστη οικογένεια, και παρόλα αυτά προσπαθώ να το ξεπεράσω. Πώς μπόρεσα να κάνω τέτοια αδιάκριτη ερώτηση; Ντροπιασμένος, ο Ρυουτζί δεν ρώτησε τίποτα άλλο και απλά στάθηκε εκεί και παρακολουθούσε τη μικρή φιγούρα με τα μακριά μαλλιά να ανοίγει την πόρτα και να βγαίνει έξω.

«Α, περίμενε! Άσε με να σε πάω μέχρι το σπίτι σου! Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μόνη σου τέτοια ώρα…»

«Ηρέμησε, μένω εδώ κοντά…Κι έπειτα, έχω το ξύλινο σπαθί μου.»

«Αυτό δεν είναι ακόμα πιο επικίνδυνο;»

«Μένω πολύ κοντά! Τέλος πάντων, γεια σου Ρυουτζί, τα λέμε αύριο.»

Έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας. Ο Ρυουτζί έβαλε γρήγορα τις παντόφλες του και χωρίς ούτε να κλειδώσει την πόρτα, έτρεξε πίσω της. Όμως όταν έφτασε στην είσοδο, η Αϊσάκα είχε εξαφανιστεί. Σίγουρα ήταν πολύ γρήγορη στο τρέξιμο.

«…Στο τέλος την άφησα να γυρίσει μόνη της. Αλήθεια, για μια στιγμή…»

Με φώναξε με το μικρό μου ή μου φάνηκε;

Ο Ρυουτζί ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε με αγριεμένο ύφος προς την κατεύθυνση που είχε εξαφανιστεί η Αϊσάκα. Δεν ήταν θυμωμένος, απλά πολύ μπερδεμένος.

Πριν βγει ο ήλιος, λίγο πριν επιστρέψει η Γιάσουκο, ο Ρυουτζί είχε ήδη τακτοποιήσει το σπίτι, χάρη στη συνήθειά του να τα κρατάει όλα τακτοποιημένα.

Από εκείνη τη μέρα, στο φουσούμα στο σπίτι των Τακάσου ήταν κολλημένο ένα ρόδινο χαρτί με ανοιχτόχρωμα άνθη κερασιάς.

* * *


Πίσω σε Κεφάλαιο 1 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 3