Toradora! (Greek):Volume2 Chapter6

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 6


«Η αρχηγός και φοβερή πίτσερ, Κουσιέντα Μινόρι!»

«Ναι! Η πάσα-αστραπή που κυριάρχησε σε όλο το Κάντου δεν αστειεύεται!»

«Ο ικανός μάγειρας με το άγριο βλέμμα, Τακάσου Ρυουτζί!»

«Ν, ναι…μπορώ να μείνω μόνο μέχρι τις 5. Έχει προσφορά στο κοτόπουλο με περιορισμένη χρονική διάρκεια σήμερα.»

«Αυτή με το δυνατότερο όνομα που ήρθε να βοηθήσει, η Αϊσάκα Τάιγκα!»

«…»

«---Και τελευταίος εγώ, ο Κιταμούρα Γιουσάκου! Όλα τα μέλη παρόντα και πανέτοιμα!»

Ο Κιταμούρα έκανε μεταβολή δείχνοντάς τους με το δάχτυλο, και στη συνέχεια έσφιξε τη γροθιά του. Ακόμα και ο συνήθως πολυάσχολος Κιταμούρα απουσίαζε από τη λέσχη του σήμερα, και μέχρι που είχε πάρει άδεια να παραμελήσει για λίγο τα καθήκοντά του στο μαθητικό συμβούλιο.

Ήταν 4 το απόγευμα και δεν υπήρχαν άλλοι μαθητές στην τάξη. Το φως του ήλιου που θάμπωνε ολοένα φώτιζε τους τρεις που στεκόντουσαν γύρω από τον Κιταμούρα σαν πρωτοπαλίκαρα και την Άμι, που στεκόταν λίγο μακριά τους.

«Για να δούμε λοιπόν», ο Κιταμούρα πήρε προεδρικό ύφος καθώς άρχισε να μιλάει με βροντερή φωνή.

«Θα εφαρμόσουμε άμεσα τη στρατηγική που αποφασίσαμε χτες. Έτσι, η Κουσιέντα, η Αϊσάκα κι εγώ θα αναλάβουμε να φωτογραφίσουμε τον ανώμαλο. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτήν εδώ την ψηφιακή κάμερα, και για παν ενδεχόμενο, θα βγάλουμε όλοι και φωτογραφίες με τα κινητά μας τηλέφωνα. Για περισσότερη ασφάλεια, ο Τακάσου θα μείνει μαζί με την Άμι.»

Ο Ρυουτζί σήκωσε το χέρι του, ζητώντας την άδεια του Κιταμούρα προτού μιλήσει.

«…Δε θα ήταν καλύτερα αν εγώ κι εσύ βγάζαμε τις φωτογραφίες και τα κορίτσια ακολουθούσαν την Καβασίμα;»

Παρόλο που θα ήταν και η Τάιγκα, ένιωθε πως το σχέδιο όπως είχε θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τη Μινόρι. Όμως ο Κιταμούρα απέρριψε αμέσως την πρόταση του Ρυουτζί,

«Όχι, γιατί αν συνέβαινε κάτι και αναγκαζόμαστε να χωριστούμε την ώρα που θα τραβάμε τις φωτογραφίες, θα ήταν πολύ κακό να αφήσουμε τα κορίτσια ολομόναχα. Αν μας ανακαλύψουν την ώρα που θα το κάνουμε, μπορεί τα πράγματα να βγουν εκτός ελέγχου. Στην απίθανη περίπτωση που θα συμβεί κάτι τέτοιο, θα είσαι εσύ εκεί για να προστατέψεις την Άμι με την τρομακτική σου εμφάνιση.»

«…Νομίζω πως καταλαβαίνω, αλλά…δεν είμαι καθόλου συνηθισμένος να παλεύω.»

Κοιτάζοντας τις γροθιές του που δεν είχαν στραφεί ποτέ εναντίον κάποιου άλλου σ’όλη του τη ζωή, ο Ρυουτζί μουρμούρισε θλιμμένα τα τελευταία λόγια. Όμως η Άμι πήγε δίπλα του και τύλιξε το μπράτσο του με τα δύο δικά της.

«Θα είναι μια χαρά! Αφού είσαι εσύ, Τακάσου-κουν, νιώθω στ’αλήθεια ότι μπορώ να βασιστώ πάνω σου! Γιατί πιστεύω πως θα με προστατέψεις ό,τι και να γίνει!

«Εμ…Α…Ε;!»

Ξαφνιασμένος από την αναπάντεχη προσέγγιση, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Το να προσπαθεί να ελευθερώσει το παγιδευμένο χέρι του και να μετακινείται αμήχανα από δω κι από κει τον έκανε να νιώθει τόση ντροπή που κοκκίνησε. Μπροστά σ’αυτό, ακόμα και η παγωμένη κοφτερή ματιά της Τάιγκα του φαινόταν υποφερτή.

«Εντάξει λοιπόν. Ξεκινάμε. Δεν ξέρουμε από πού θα ξεκινήσει η παρακολούθηση, γι’αυτό μόλις περάσουμε τα ντουλάπια των παπουτσιών ο Τακάσου και η Άμι θα προχωρήσουν μπροστά. Θα ακολουθήσουμε τη διαδρομή που είπαμε χτες, και θα είμαστε σε επαφή με το κινητό.»

Υπακούοντας στη διαταγή του Κιταμούρα, έφυγαν από την τάξη ο ένας μετά τον άλλον και άρχισαν να προχωρούν στο διάδρομο. Τότε,

«…Έι εσύ, τι είναι αυτό;»

Ο Ρυουτζί πρόσεξε κάτι περίεργο στο γιακά της Τάιγκα καθώς προχωρούσε μπροστά του.

«Το έφερα απλώς σαν προφύλαξη…Αισθάνομαι τόση νοσταλγία, να το κρατάω ξανά.»

Είπε η Τάιγκα με σουφρωμένα χείλη. Κάτι που έμοιαζε με ξύλινο ραβδί μόλις που διακρινόταν ανάμεσα από τα μαλλιά της. Διερωτόμενος ‘Τι στο καλό είναι αυτό;’ προσπάθησε να το τραβήξει λιγάκι έξω για να το δει καλύτερα.

«…Αν τριγυρνάς έξω κραδαίνοντας αυτό το πράγμα, θα γίνει μεγάλη φασαρία.»

«Το ξέρω, γι’αυτό είπα ότι το έφερα σαν προφύλαξη.»

Ο Ρυουτζί έσπρωξε μαλακά τη λαβή του ξύλινου σπαθιού που είχε δει κατά τύχη πίσω στο γιακά του μπουφάν της. Ααχ, τι νοσταλγικό---μια ανοιξιάτικη νύχτα, παραλίγο να τον σκοτώσει αυτό το πράγμα…Αν κοίταζε πολύ προσεκτικά, μπορούσε να διακρίνει ένα εξόγκωμα στην καλοσχηματισμένη πλάτη της Τάιγκα. Όμως δεν ήταν εύκολο να το δει κανείς μια και τα μακριά μαλλιά της έκρυβαν την πλάτη της.

«…Όμως πιο σημαντικό απ’αυτό, Ρυουτζί…»

Περιέργως η Τάιγκα είχε χαμηλώσει τη φωνή της και τον κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της. Το ξύλινο σπαθί ήταν πάντα κρυμμένο στην πλάτη της.

«Χμ;»

«Είσαι στ’αλήθεια ένας αδιόρθωτα ξαναμμένος σκύλος, έτσι…Μόλις τώρα, είχες ένα τόσο χαζό μαγεμένο ύφος… Δεν είσαι καθόλου πιστός, και για να είμαι ειλικρινής, ντρέπομαι που είμαι αφεντικό σου.»

«Τ,… τι είναι αυτά που λες…;»

Αν και τη ρώτησε για τι πράγμα μιλούσε, φυσικά γνώριζε πολύ καλά τι εννοούσε. Η Τάιγκα περιορίστηκε να αναστενάξει βαθιά μες στα μούτρα του Ρυουτζί.

«Βλέπω έγινες κολλητός με την Άμι Καβασίμα…Τι ωραία, ε; Εγκατέλειψες κιόλας τη Μινορίν και κόλλησες σαν στρείδι στο πρώτο ωραίο κορίτσι που σου είπε μια καλή κουβέντα. Τέτοιος είσαι. Καλά, θα το έχω υπόψη μου.»

«Αυτό, εσύ…Ν, νομίζω πως παρεξήγησες.»

«Αναρωτιέμαι γι’αυτό. Τέλος πάντων, δική σου ζωή είναι. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τα αχαλίνωτα πάθη σου.»

«…Τι στο καλό κάθεσαι και λες;»

Κάνοντας ‘ουφ’ , του χαμογέλασε με κακεντρέχεια. Και αμέσως του γύρισε την πλάτη όλο περιφρόνηση, και τον άφησε πίσω προχωρώντας με ζωηρό βήμα, με τα μακριά καστανά μαλλιά της να κυματίζουν, και έτρεξε να πιάσει αγκαζέ τη Μινόρι που προχωρούσε λίγο πιο μπροστά.

«Έι, εδώ είσαι Τάιγκα-τσαν. Τι γλυκιά που είσαι πάλι σήμερα.»

Ενώ η Τάιγκα γουργούριζε και τριβόταν πάνω της σαν γάτα, η Μινόρι άγγιζε την άκρη του ξύλινου σπαθιού που μόλις που κρυβόταν από την άκρη της φούστας της Τάιγκα, μοιάζοντας σαν να της έβαζε χέρι.

«Κουβαλάς κάτι σκληρό σήμερα, ε;»

«Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα.»

…Ο Ρυουτζί τις κοίταξε ασυναίσθητα, ή μάλλον όχι…ξαφνιασμένος. Αν και η Τάιγκα πάντα τον αποκαλούσε ανώμαλο σκυλί, αυτές δεν φέρονταν πολύ πιο ανώμαλα;

Επιπλέον, η Τάιγκα παραήταν κακεντρεχής με τα σχόλιά της μόλις τώρα, ακόμα και γι’αυτήν. Τι στο καλό είχε κάνει για να αξίζει κάτι τέτοιο; Και έφυγε και τρέχοντας χωρίς να του δώσει καν την ευκαιρία να της απαντήσει---

«Τακάσου-κουν, συμβαίνει κάτι;»

«Α…Όχι, τίποτα.»

Προτού καλά καλά το καταλάβει, η Άμι είχε ξεφυτρώσει δίπλα του με το χαμογελαστό της πρόσωπο, προκαλώντας του ακόμα περισσότερη νευρικότητα. Όπως περπατούσαν δίπλα δίπλα με τους ώμους τους να αγγίζουν σχεδόν, ο θυμός του σιγά σιγά εξατμίστηκε. Αντί γι’αυτό, άρχισε να νιώθει μια παράξενη ανυπομονησία.

Όπως και να είχε, το κορίτσι που λεγόταν Άμι Καβασίμα ήταν ξαφνικά πολύ κοντά του---Καταλαβαίνοντας το λόγο που το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, ο Ρυουτζί απέστρεψε το πρόσωπό του από την Άμι ενώ τα χείλη του σχημάτιζαν ένα ανάποδο V.



Καθώς έκαναν βόλτα στην περιοχή κοντά στο σχολείο,

«…Και τότε, τους ζήτησα να με αφήσουν να δοκιμάσω το ανοιχτό ροζ. Αλλά οι τύποι στο μαγαζί, ξέρεις, επέμεναν ότι το άσπρο θα ταίριαζε σίγουρα στην Άμι-τσαν, ότι μόνο το άσπρο ήταν κατάλληλο, και μετά με έβαλαν να φορέσω το πλεχτό. Και μετά κι εγώ είπα, μήπως τελικά το άσπρο δεν ήταν και τόσο άσχημο; Έτσι έλεγα, αλλά μετά θυμήθηκα το πλεχτό που είχα αγοράσει τις προάλλες, και νομίζω πως μάλλον ήταν άσπρο, μμ, ή μήπως τελικά ήταν πιο πολύ ανοιχτό γκρι κι όχι άσπρο…Ή μήπως ήταν μπεζ; Λες να ήταν μπεζ;»

Η Άμι συνέχιζε να λέει και να λέει για τα ψώνια της χαμογελώντας πλατιά. Αυτή ήταν από ότι φαινόταν η περιβόητη είμαι-ένα-όμορφο-και-μοντέρνο-κορίτσι-που-δεν-έχει-μυαλό-για-τίποτα-άλλο-εκτός-από-τα-ψώνια εμφάνιση.

«Τακάσου-κουν, μ’ακούς;»

«…Ναι, ναι.»

«Το άσπρο ή το ροζ, ποιο θα διάλεγες εσύ;»

«…Κοίτα, εγώ να φορέσω ροζ είναι κάπως…»

«Δεν εννοούσα εσένα! Για μένα έλεγα!»

«Α, ναι;»

Αχαχαχα----χαχαχα, χαχα, χα…

Εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί κατάλαβε τους σκοπούς του Κιταμούρα. Ο τύπος που είχε ζητήσει όλο αισιοδοξία από την Τάιγκα να γίνει φίλη με την Άμι, τελικά έβλεπε μια χαρά.

«Λατρεύω να ψωνίζω ρούχα δυτικού τύπου.»

Ίσως προσπαθούσε ακόμα να σβήσει τα χθεσινά γεγονότα από τη μνήμη της. Μιλώντας με παιδιάστικο και ελαφρώς κακομαθημένο ύφος, η Άμι επιδείκνυε το αγγελικό της χαμόγελο. Όμως ένιωθε ότι η απροσποίητη Άμι που αντάλλασσε φονικές ματιές με την Τάιγκα ήταν πολύ προτιμότερη από την τωρινή Άμι. Την Άμι που πετούσε βλαστημώντας τα γεμάτα γυρίνους παπούτσια της ήταν πολύ πιο εύκολο να την καταλάβει κανείς.

Το να είναι μαζί με την ψεύτικη Άμι δεν τού ήταν απλώς κουραστικό αλλά σαν να του πάγωνε το αίμα, λες και κοιτούσε κάτι επικίνδυνο και απρόβλετπο. Γιατί αυτό το πρόσωπο ήταν μια μάσκα.

Η ηθοποιΐα της ήταν σαν ένα λεπτό στρώμα πάγου---Αφότου είχε σπάσει, ο αληθινός εαυτός της πνιγόταν μέσα στην αβεβαιότητα, γιατί λοιπόν εννοούσε να το κρύβει; Ανεξάρτητα από το αν ο χαρακτήρας της ήταν καλός ή κακός (βέβαια, ήταν πιθανότερο πως ήταν κακός), όταν αναλογιζόταν ότι η Άμι προσπαθούσε να κρύψει τον αληθινό της χαρακτήρα ακόμα και αφού τον είχε αφήσει να φανεί, δε μπορούσε να μην αναρωτηθεί γιατί έμπαινε σε τόσο κόπο για κάτι τόσο ανώφελο.

«Α, χτυπάει το κινητό σου.»

Το γυαλιστερό νύχι της Άμι έδειχνε το κινητό που δονούνταν μέσα στην τσέπη του, ίσως εδώ και πολλή ώρα. Το άνοιξε βιαστικά.

«…Εμπρός;»

‘«Τακάσου! Πώς είναι η κατάσταση εκεί;»’

Απάντησε στη γεμάτη ένταση φωνή του Κιταμούρα με μάλλον ανιαρό τρόπο.

«Καμία αλλαγή. Εσείς;»

‘«Εντοπίσαμε τον τύπο αμέσως. Περπατάει περίπου 15 μέτρα πίσω σας. Εμείς τον έχουμε από κοντά και τον ακολουθούμε.»’

«Τακάσου-κουν, ο Γιουσάκου είναι; Δώστον μου, δώστον μου!»

Η Άμι άπλωσε το χέρι της από δίπλα και πήρε το κινητό από τον Ρυουτζί.

«Εμπρός~, εσύ είσαι Γιουσάκου; Ναι, μια χαρά είμαι, στο κάτω κάτω είναι εδώ ο Τακάσου-κουν! Εμ, ξέρεις, κουράστηκα κάπως από το περπάτημα…Ναι, εντάξει…Α, αλήθεια; Τότε αυτό θα κάνουμε!»

Αποφασίζοντας μόνη της να τερματίσει την κλήση, έκλεισε το τηλέφωνο,

«Ξέρεις, ο Γιουσάκου, είπε να μπούμε σε κάποιο μαγαζί. Κάπου που να σερβίρουν τσάι, και να κάτσουμε κοντά σε παράθυρο.»

Του είπε η Άμι χαμογελώντας χαρούμενα.

«Υπάρχει κανένα τέτοιο εδώ κοντά; Πήγαινέ με σε κάποιο, σε παρακαλώ.»

«Μαγαζί που να σερβίρει τσάι ε…Έχει ένα εδώ δίπλα, βλέπεις την ταμπέλα εδώ πιο κάτω;»

Αν και ένιωθε ότι θα του ήταν ανυπόφορο να πάει για τσάι σε καφετέρια μαζί με την Άμι, δε μπορούσε να κάνει τίποτα αφού αυτές ήταν οι εντολές του Κιταμούρα. Ο Ρυουτζί έδειξε τη στρογγυλή, βαμμένη πράσινη ταμπέλα που ήταν λίγο μπροστά τους.

«Α, για φαντάσου, ένα Starbucks! Ώστε έχει κι εδώ, υπέροχα, πάει τόσος καιρός που έχω να πιω ένα λάτε!»

«Στ’αλήθεια μοιάζει με Starbucks; Αυτό είναι ένα…»

«…Χμ;…Τι;…Εε;»

Καθώς πλησίαζαν, το κεφάλι της Άμι έγερνε όλο καχυποψία. Ασφαλώς, η ταμπέλα έμοιαζε πολύ με αυτή της γνωστής αμερικάνικης αλυσίδας καφετεριών. Το στρογγυλό σχήμα, το πράσινο χρώμα, το ζωγραφισμένο ελαφρώς ακαθόριστο ανθρώπινο πρόσωπο---

«Α, αυτό είναι…»

---Όμως αυτό το πρόσωπο ήταν του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

«Καφέ μπαρ Σούντο…Συνήθως το αποκαλούμε Σουντόμπα…»

«…Γκεχ…»

Ντρι~νν

Κάνοντας το παλιομοδίτικο κουδούνι της καφετέριας να χτυπήσει, ο Ρυουτζί και η Άμι μπήκαν στο Σουντόμπα. Όπως θα περίμενε κανείς, το εσωτερικό είχε σχεδιαστεί να θυμίζει τα αυθεντικά Starbucks. Ήταν ένα σελφ-σέρβις, και οι υπάλληλοι που ήταν κυρίως σπουδάστριες κολλεγίου καθόντουσαν σε καναπέδες που έμοιαζαν μάλλον άβολοι. Ωστόσο το μαγαζί δε φαινόταν να είναι τελείως άδειο.

«Εεε…Αυτό το Σουντόμπα…Έχει αρκετά συμπαθητική ατμόσφαιρα…»

Εξετάζοντας το δωμάτιο, η Άμι έγνεφε με ζωντανεμένο το ενδιαφέρον της. Ένας μεσόκοπος άντρας σηκώθηκε από ένα κάθισμα πλάι στο παράθυρο,

«Ωωω! Μη μου πεις, ο γιος της Μιράνο-τσαν!»

Φώναξε τον Ρυουτζί με οικειότητα. Ο Ινάγκε-σαν, που ήταν συντετριμμένος μετά το διαζύγιο που πήρε την άνοιξη, ήταν τακτικός πελάτης στο Μπισαμοντενγκόκου.

«Α, χαίρετε.»

«Ουα~, τι έχουμε εδώ;! Σήμερα έφερες μια άλλη ωραία δεσποινίδα…Τα χάλασες με εκείνη την άγρια μικρούλα; Έλα τώρα, τα χάλασες, έτσι δεν είναι; Δε βαριέσαι, καλός είναι κι ένας δεύτερος γάμος…Εννοώ ένα καινούριο κορίτσι…»

«Καμία σχέση, κάνετε λάθος. Καβασίμα, πήγαινε και κάτσε εκεί δίπλα που έχει θέση. Εγώ θα πάω να πάρω αναψυκτικά.»

«Εντά~ξει.»

«Τι χαριτωμένη~», «Τι όμορφη που είσαι~», «Μοιάζεις λίγο μ’εκείνη την ηθοποιό, την Άννα Καβασίμα~», «Ναι~», «Πρέπει να στο λένε συχνά αυτό~»… Γυρνώντας την πλάτη του στην εύθυμη κουβέντα τους, ο Ρυουτζί πήγε στο ταμείο.

«Καλωσήρθατε στα Sudobucks!»

Ακόμα και ο τρόπος που η σπουδάστρια υπάλληλος (που φορούσε μια πράσινη ποδιά πάνω από ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι) πρόφερε το όνομα του μαγαζιού ήταν όπως στα Starbucks. Από τον κατάλογο που ήταν αρκετά συνηθισμένος αν αναλογιστεί κανείς πόσο πιστή αντιγραφή είχαν κάνει, ο Ρυουτζί παράγγειλε αμερικάνικο καφέ και μετά γύρισε στο κάθισμα όπου τον περίμενε η Άμι.

«Καφές είναι εντάξει για σένα, σωστά;»

«Ναι. Τελικά αυτό το μέρος είναι πολύ άνετο…Σχεδόν μου ήρθε η διάθεση να κάνω τα μαθήματά μου εδώ.»

Με το σώμα της βυθισμένο στον καναπέ, φαινόταν πως η Άμι ήταν πλέον αιχμάλωτη του Σουντόμπα. Αλλά βέβαια, όλοι στην πόλη αγαπούσαν το Σουντόμπα. Ούτως ή άλλως, κι εκατό χρόνια να περίμεναν, δεν επρόκειτο να ανοίξει αυθεντικό Starbucks εκεί.

«Μπορούμε να σας φέρουμε και λίγο κέικ. Είναι χειροποίητο, το έφτιαξε η κόρη μου.»

«…Κέικ…Το κέικ είναι…Στ’αλήθεια θέλω να φάω, αλλά…»

Αντιστεκόμενη στον πειρασμό, η Άμι κούνησε με πείσμα αρνητικά το κεφάλι της. Ίσως χωρίς να το συνειδητοποιεί, τα χέρια της ήταν πάνω στο στομάχι της. Αναρωτήθηκε αν γι’αυτό ευθύνονταν οι τσιμπιές της Μινόρι τις προάλλες. Χωρίς να προσπαθήσει να τη μεταπείσει, ο Ρυουτζί έβγαλε έξω το κινητό του και κάλεσε τον Κιταμούρα.

«Έι, εγώ κι η Καβασίμα είμαστε τώρα στο Σουντόμπα.»

‘«Α, επιβεβαιώσαμε ήδη την είσοδό σας, όβερ! Το Σουντόμπα είναι καλό μαγαζί.»’

Ναι είναι, έγνεψε καταφατικά σαν συντοπίτης που ήταν.

‘«Αυτός ο ανώμαλος σας ακολουθεί ακόμα, και κοιτάει διαρκώς τη τζαμαρία. Κρύβεται στην είσοδο του κτιρίου απέναντι απ’τη διασταύρωση. Μείνετε εκεί που είστε για λίγο.»’

«Έγινε.»

Μόλις έκλεισε το κινητό, η Άμι αμέσως τον ρώτησε τι είπαν.

«Λοιπόν, τι είπε ο Γιουσάκου;»

«Αυτός ο τύπος, κρύβεται στο κτίριο εδώ απέναντι. Μας είπε να περιμένουμε για λίγο εδώ.»

«…Γκεχ. Ανατριχιαστικό…Ώστε όντως μας παρακολουθεί.»

Για μια στιγμή η Άμι έκανε να κρυφτεί πίσω από την κουρτίνα, αλλά αμέσως επέστρεψε στην αρχική της στάση λέγοντας «Α, σωστά.»

«Αν κρυφτώ τώρα, θα πάνε όλα χαμένα, έτσι δεν είναι;»

«Σωστά, σωστά, αν σε δε βγάλει καμιά φωτογραφία δε θα μπορέσουμε να τον τραβήξουμε κι εμείς.»

«…Το ξέρω, αλλά…είναι τόσο δυσάρεστο…σιχαμερό…»

Η Άμι χαμήλωσε τα μάτια της και το ωραίο της πρόσωπο συνοφρυώθηκε κάπως.

«Φυσικά και είναι σιχαμερό. Σε τραβάει κρυφά φωτογραφίες για λόγους που εσύ δε γνωρίζεις.»

«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι αυτό το πιο τρομακτικό. Λίγο καιρό πριν, αυτός ο τύπος έβαλε μερικές φωτογραφίες μου που είχε τραβήξει κρυφά στο γραμματοκιβώτιό μας. Αυτό ήταν στ’αλήθεια ανατριχιαστικό.»

«Τ, το γραμματοκιβώτιό σας;! Αυτό σημαίνει ότι έφτασε ως την πόρτα σου! Αυτό είναι…»

Κάνοντας νόημα με το χέρι της σαν να έλεγε ‘Όχι, δεν είναι αυτό’ στον άναυδο Ρυουτζί, η Άμι συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο.

«Φυσικά, το ότι έφτασε ως το σπίτι μου ήταν τρομακτικό, αλλά και οι ίδιες οι φωτογραφίες ήταν εξίσου ενοχλητικές κατά τη γνώμη μου. Ήταν από όταν ήμουν για ψώνια μετά τη δουλειά, στο δρόμο για το σπίτι μου, και να…είχα πολύ κακό ύφος, από αντίδραση. Όπως και να τις έβλεπα, είχα νταηλίδικο ύφος. Όταν τις είδα στην κυριολεξία αρρώστησα…Έλεγα, στ’αλήθεια είμαι έτσι εγώ;! Είμαι πράγματι τόσο φρικτή;! Έτσι ακριβώς ένιωθα.»

Ο Ρυουτζί σκεφτόταν ασυναίσθητα ότι αυτό δεν ήταν και τόσο πρόβλημα, αφού στο κάτω κάτω ήταν τόσο όμορφη.

«Απαίσιο, ήταν πραγματικά φρικαλέο…Αυτό το πρόσωπο. Στ’αλήθεια το σιχαινόμουν. Το μισούσα…Δεν ήθελα να δει κανείς άλλος κάτι τέτοιο.»

Φαινόταν πως η Άμι, που μιλούσε με σφιγμένα χείλη σαν να έφτυνε, πραγματικά δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο, αν και αυτό δεν ήταν καλό για τον Ρυουτζί, σ’αυτό το ζήτημα δεν τον έφτανε κανείς.

«Αν εσύ ανησυχείς για κάτι τέτοιο, τι να πω εγώ. Καβασίμα, όταν με πρωτοείδες, σίγουρα σκέφτηκες ‘αλήτης’, σωστά; Και δε φτάνει που μοιάζω με αλήτη, ακόμα και τελείως άγνωστοί μου στο δρόμο με σχολιάζουν πίσω από την πλάτη μου. Εσύ την έχεις καλά, γιατί στο κάτω κάτω, όταν οι άλλοι σε κοιτάζουν σε λένε χαριτωμένη και άλλα τέτοια.»

«Τότε λοιπόν, ίσως πρέπει κι εσύ να πάρεις χαριτωμένο ύφος, Τακάσου-κουν.»

«Και πώς θα το κάνω αυτό;»

«Δοκίμασε αυτό. Να σκέφτεσαι με όλη τη δύναμη της ψυχής σου ‘Είμαι χαριτωμένος~! Πολύ χαριτωμένος~!» και εκείνη τη στιγμή να κάνεις αυτό.»

Έφερε και τα δυο της χέρια μπροστά στο πρόσωπό της με τους δείκτες προτεταμένους, τα μάτια της στένεψαν με ένα γλυκό χαμόγελο, και έγειρε χαριτωμένα το κεφαλάκι της. Σκεφτόμενος ‘Κάνε το, έστω για να μη λες ότι δεν προσπάθησες’, ο Ρυουτζί προσπάθησε να βάλει τα δυνατά του.

«Κάπως έτσι;»

Ακολουθώντας το παράδειγμά της, προσπάθησε να χαμογελάσει.

«…Μπουχ!»

Η Άμι κόντεψε να πνιγεί με τον καφέ της. Για αρκετή ώρα έβηχε έντονα, και έμοιαζε πως θα σκάσει.

«…~,…Τ,…Γκεχ…Τα…Τακα…, γκουχ, γκουχ!»

«…Καταλαβαίνω απόλυτα τι θες να πεις. Εδώ που τα λέμε, το ήξερα από πριν.»

Κρατούσε απελπισμένα μια χαρτοπετσέτα μπροστά στο στόμα της, και τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο από το βήχα, είχε ακουμπήσει στο τραπέζι προσπαθώντας να στηριχτεί, και φαινόταν να δυσκολεύεται και να αναπνεύσει ακόμα, αλλά παρόλα αυτά κατάφερε με κάποιον τρόπο να δείξει με το δάχτυλό της τον Ρυουτζί,

«Τ, τρομακτικό…Γκουχ…Είναι σχεδόν…σαν ταινία τρόμου!»

«Εντάξει, νομίζω πως σου είπα ότι το ξέρω αυτό!»

Λίγο πολύ την περίμενε αυτή την αντίδραση, αλλά ακόμα κι έτσι, αισθανόταν πληγωμένος. Αυτό που είπε μετά όμως δεν ήταν επειδή είχε πληγωθεί, αλλά,

«…Προσπαθώ απλώς να σου πω, ότι κι εσύ κάνεις το ίδιο ξέρεις. Μπορεί να είσαι όμορφη, αλλά κατά βάθος, ο τρόπος που φέρεσαι είναι εξίσου τρομακτικός.»

«Χαα~, νόμισα πως θα πεθάνω! Έλα τώρα Τακάσου-κουν, από πού κι ως πού μοιάζει αυτό το πράγμα με μένα;»

Χαχαχα…Έτσι που την είδε να γελάει ειρωνικά και να τον λέει ‘αυτό το πράγμα’, δε μπόρεσε να σταματήσει εκεί.

«Το ίδιο είναι. Δεν ήθελα να στο πω, αλλά όταν άλλαξες έτσι ξαφνικά χτες, ήταν τα δέκα πιο τρομακτικά λεπτά της ζωής μου. Όχι τότε που θύμωσες, αλλά μετά, όταν έκανες σαν να μην τρέχει τίποτα.»

Φυσικά, δεν είπε κουβέντα για το ότι ήξερε για τον πραγματικό της χαρακτήρα από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους, αλλά---Όχι, ίσως ακόμα κι αυτά που είπε να ήταν ήδη πάρα πολλά, αλλά ήταν πια αργά για να τα πάρει πίσω. Τώρα που είχε αρχίσει, δε θα σταματούσε αν δεν έλεγε όλα όσα ήθελε να πει.

«Θα ήταν καλύτερα να κόψεις το θέατρο. Έτσι κι αλλιώς αργά ή γρήγορα θα ξεσκεπαστείς. Δεν ξέρω αν νομίζεις πως αυτό που κάνεις είναι χαριτωμένο ή κάτι τέτοιο, αλλά αν το έβλεπες, δεν είναι κάτι για το οποίο θα αισθανόσουν καλά.»

Κι αφού τα είπε όλα αυτά,

«…Καβασίμα…;»

Τελικά μάλλον όντως είχε πει πάρα πολλά---Σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε την Άμι.

Η Άμι εξακολουθούσε να χαμογελάει…με ένα ψεύτικο, αγγελικά γλυκό χαμόγελο, κοιτούσε κατάματα τον Ρυουτζί. Χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι εκνευρισμού, ανάγκαζε ολόκληρο το πρόσωπό της να χαμογελάει.

«Για χτες μιλάς; Τι;---Αυτά που λες, για μένα είναι παιχνιδάκι. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω μόνο για κάτι τέτοιο, ξέρεις;»

Ο Ρυουτζί δεν ήταν καν σίγουρος αν η ματιά που έπεφτε πάνω του ήταν ψυχρή ή θερμή. Για ένα μόνο ήταν βέβαιος: ό,τι κι αν έλεγε, κανένα από τα λόγια του δε θα κατάφερνε ποτέ να διαπεράσει το σιδερένιο προσωπείο αυτού του κοριτσιού και να την αγγίξει.

«Ξέρεις, δεν κάνω χωρίς αυτό το πρόσωπο. Εγώ το ξέρω αυτό καλύτερα από όλους.»

«Ε…μμ…»

Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Όμως η Άμι δε φαινόταν να περιμένει κάποια απάντηση. Συνέχισε να μιλάει χαμογελώντας πάντα.

«Αν όλο αυτό έχει κάποιο νόημα ή αξία ή όχι, αυτό και το πώς έχουν τα πράγματα είναι δύο διαφορετικά ζητήματα. Είμαι σίγουρη πως δεν είχε κανένα νόημα ή αξία χτες. Αυτό που έγινε ήταν…Ίσως ήμουν απλώς εκνευρισμένη από αυτή την ενοχλητική κοντοστούπα; Η φάτσα της όταν είναι κολλημένη δίπλα στον Τακάσου-κουν, είναι τόσο μα τόσο διασκεδαστική. Ο μόνος λόγος που το αναφέρω είναι επειδή με κάνει να ενεργώ έτσι, χωρίς να σκέφτομαι… Ομολογώ πάντως ότι οι γυρίνοι ήταν κάτι που δεν περίμενα.»

«…Συγγνώμη, εγώ δεν…δεν πολυκαταλαβαίνω τι θες να πεις, αλλά…Μήπως είπα περισσότερα από ότι έπρεπε;»

«Χμμ; Για ποιο πράγμα; Μου μιλούσες για κάτι, Τακάσου-κουν; Δε θυμάμαι τίποτα, τίποτα α~πο~λύ~τως.»

Καθώς τα μάτια της Άμι άνοιγαν διάπλατα δήθεν απορημένα, ο Ρυουτζί κράτησε την ανάσα του για μια στιγμή. Αυτό το κορίτσι εννοούσε να εξακολουθήσει να κρύβει την αληθινή της προσωπικότητα, ό,τι και να γινόταν.

«Έλα, τι ύφος είναι αυτό; Δε χρειάζεται να προβληματίζεσαι τόσο. Αυτό, ξέρεις, είναι στρατηγική. Είναι η στρατηγική όπου λέω παράξενα πράγματα για να με προσέχουν οι άλλοι…Στ’αλήθεια δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα απ’αυτό.»

«…Στο λόγο μου, δε σε καταλαβαίνω καθόλου.»

Ακούγοντας τα λόγια του Ρυουτζί, η Άμι έγειρε χαριτωμένα το κεφάλι της και γέλασε ικανοποιημένη.

«Κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει καθόλου που δεν καταλαβαίνεις. Αφού στο κάτω κάτω είμαι μια ελαφρόμυαλη.»

Δεν πειράζει που δεν καταλαβαίνεις…Αν ήταν έτσι, τότε δε σκόπευε να ασχοληθεί άλλο με το θέμα. Ο Ρυουτζί ανασήκωσε τους ώμους του κοιτάζοντας τη διπρόσωπη υποτιθέμενη ελαφρόμυαλη, και έκανε πως πίνει τον καφέ του.

Υπολόγισε πως πέρασαν κάπου δέκα λεπτά χωρίς να μιλήσουν καθόλου. Το κινητό του Ρυουτζί δονήθηκε.

‘«Εμπρός, Τακάσου; Έχουμε ένα προβληματάκι. Φαίνεται πως ο τύπος δε μπορούσε να τραβήξει καλές φωτογραφίες της Άμι από κει που ήταν, και τα παράτησε και άρχισε να διαβάζει μάνγκα περιμένοντας να φύγετε από το μαγαζί. Δεν υπάρχει λόγος να μένετε άλλο εκεί, γι’αυτό μπορείτε να φύγετε;»’

«Εντάξει, κατάλαβα.»

Εξήγησε την κατάσταση στην Άμι, και αφού επέστρεψαν βιαστικά τους δίσκους τους βγήκαν από το Σουντόμπα. Κατά τα φαινόμενα ο Κιταμούρα και οι άλλοι επιβεβαίωσαν την έξοδό τους από κάπου εκεί κοντά.

‘«Συγγνώμη. Λοιπόν, όπως είχαμε σχεδιάσει από την αρχή, προχωρήστε βορειοδυτικά κατά μήκος της λεωφόρου για το πάρκο.»’

«Έγινε…Καβασίμα, πάμε από δω.»

Δίπλα δίπλα με την Άμι, ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να αρχίσει να περπατάει ανέμελα,

‘«Επίσης---έχω να αναφέρω και άλλο ένα δυσάρεστο. Χάσαμε την Κουσιέντα.»’

«…Τι;!»

Ενστικτωδώς σταμάτησε να περπατάει.

Αυτή που σκέφτηκε όλο το σχέδιο; Κιόλας; Έφυγε προτού καταφέρουν το παραμικρό;

Ακούγοντας το ξεφωνητό έκπληξης που άφησε ο Ρυουτζί, η Άμι τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια…Κακό αυτό, αν δεν φερόταν φυσιολογικά, μπορεί να κινούσε τις υποψίες του ανώμαλου.

«Γ,…γιατί;»

‘«Πήρε ένα μήνυμα από τη δουλειά της για κάτι έκτακτο, κάποιος αρρώστησε και χρειάζονταν βοήθεια. Νομίζω πως υπήρχε κίνδυνος να απολυθεί, γιατί αυτός που την προσέλαβε έκλαιγε και φώναζε πως αν δεν πήγαινε η Κουσιέντα, θα την πλήρωνε αυτός, και καθώς αυτός έκλαιγε, η Κουσιέντα εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης…Είπε να συναντηθούμε ξανά πιο μετά, και ότι λυπόταν πολύ…Χάσαμε έναν τόσο καλό στρατιώτη…»’

Ο Ρυουτζί ξεροκατάπιε και κράτησε την ανάσα του. Η Μινόρι είχε φύγει από το μέτωπο, και αυτό σήμαινε ότι,

«…Τ, τότε, αυτή τη στιγμή, είστε εσύ κι η Τάιγκα μόνοι σας…»

‘«Η Αϊσάκα είναι μια χαρά.»’

«Δώ, δώσε μου την Τάιγκα για μια στιγμή, είναι επείγον!»

Ένα δευτερόλεπτο μετά,

‘«…~»’

Μια ανάσα που έμοιαζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα χωρίς να λέει τίποτα πλημμύρισε το τηλέφωνο. Ήταν η Τάιγκα.

«Τά, Τάιγκα…Είσαι εντάξει;!»

‘«…Ου…Ουχ.»’

Δεν ακουγόταν εντάξει---ο Ρυουτζί έξυσε βίαια το κεφάλι του. Να είναι ολομόναχη με τον Κιταμούρα, αυτή την κατάσταση δε θα μπορούσε να τη χειριστεί η Τάιγκα. Πέτρωνε από νευρικότητα και μόνο που ήταν κοντά του, και τώρα περπατούσαν μαζί μόνοι τους…Δε θα του έκανε εντύπωση αν η Τάιγκα ήταν έτοιμη να πέσει ξερή.

«Έι, συγκρατήσου! Μιλάτε κανονικά εσείς οι δυο;! Υπάρχει κανένα πρόβλημα;!»

‘«…Είμαι,…είμαι,»’

«Αισθάνεσαι…καλά

‘«Είμαι νευρικ,»’

Ξαφνικά κόπηκε η γραμμή.

«Εε…Εεεε;!»

Διερωτόμενος «Τι στο καλό», ο Ρυουτζί κοίταξε σαν χαμένος το κινητό του. Η Τάιγκα που ήταν αδέξια ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες, ήταν τώρα μόνη της με τον Κιταμούρα, ανίκανη να αρθρώσει λέξη από τη νευρικότητα, και καθώς ακολουθούσαν τον ανώμαλο, κόβεται η γραμμή…Ανησυχούσε τρομερά.

«Έι, τι τρέχει; Ο Γιουσάκου και οι άλλοι δεν ήταν στο τηλέφωνο; Δεν είχες καλό σήμα;»

«Ν, ναι…Για κάποιο λόγο κόπηκε ξαφνικά η σύνδεση…»

«Γιατί δεν τους ξαναπαίρνεις εσύ;»

Γνέφοντας καταφατικά στη λογική συμβουλή της Άμι, δοκίμασε να τους ξανακαλέσει, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν, «Ο αριθμός που καλείτε αυτή τη στιγμή δεν είναι διαθέσιμος…» Ξαναδοκίμασε χωρίς αποτέλεσμα, και έτσι αναστενάζοντας στεναχωρημένος ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του.

«Δεν μπορείς να πιάσεις γραμμή με τον Γιουσάκου και τους άλλους;»

«Τ, τέλος πάντων, η Κουσιέντα έφυγε, και φαίνεται πως η Τάιγκα δεν είναι και τόσο καλά…Τι στην ευχή συμβαίνει εκεί πέρα…Μάλλον θα δοκιμάσω να τους ξαναπάρω. Όχι, περίμενε, ίσως να μην έχουμε ακόμα σήμα…»

Ξαφνικά πρόσεξε πως η Άμι τον κοιτούσε επίμονα.

«…Τ, τι;»

Η Άμι δεν είπε λέξη.

Ήταν ένα βλέμμα διαφορετικό, που δεν είχε μέσα του ίχνος φόβου για τον ανώμαλο που τους ακολουθούσε, και έμοιαζε να προσπαθεί να διαβάσει τα κατάβαθα του είναι του. Αντιμέτωπος με μια τόσο καθαρή και ωστόσο εντελώς γαλήνια ματιά του ήταν δύσκολο να κρατήσει την ψυχραιμία του---

«Τ, τι τρέχει;»

«…Τίποτα ιδιαίτερο…»

Αφήνοντας μια ανάσα, με ένα αδιόρατο χαμόγελο, τον απελευθέρωσε από την ματιά της. Ο Ρυουτζί ένιωσε πως είχε σωθεί.

«Απλώς σκεφτόμουν. Τακάσου-κουν, στ’αλήθεια φαίνεται να είσαι πολύ ευγενικός. Ιδιαίτερα μ’αυτό το νιάνιαρο.»

Προτού προλάβει να τη ρωτήσει για ποιο νιάνιαρο μιλούσε, το κινητό του δονήθηκε στην τσέπη του. Φαίνεται πως είχαν πιάσει επιτέλους σήμα. Πίεσε βιαστικά το κουμπί της απάντησης.

«Έι.»

‘«Ουχ~…Ουχ~…»’

«…Τα…Τάιγκα;!»

Ενστικτωδώς πίεσε το κινητό στ’αυτί του με όλη του τη δύναμη. Διερωτόμενος τι στην ευχή είχε συμβεί στην άλλη άκρη της γραμμής, άκουσε την κλαμένη φωνή της Τάιγκα.

«Έι, τι συμβαίνει;»

‘«Ο Κι, ο Κιταμούρα…~»’

«Συνέβη κάτι στον Κιταμούρα;!»

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η Άμι αμέσως στράφηκε να κοιτάξει τον Ρυουτζί καταπρόσωπο.

‘«Ο Κιταμούρα έπεσε σε ένα χαντάκι!»’

«Χ,…χαντάκι;!»

‘«Μόλις τώρα, χάσαμε τον ανώμαλο σε μια διάβαση πεζών, και όταν τρέξαμε να τον προλάβουμε, έπεσε σ’ένα χαντάκι στο ρείθρο του πεζοδρομίου…Ο Κιταμούρα χτύπησε αρκετά και είπε να τον αφήσω πίσω…!»’

«Εε;!»

‘«Και, και μετά, μου είπε να βρω μια καλή θέση και μ’έβαλε να πάρω την ψηφιακή κάμερα…~…Τώρα, είμαι ολομόναχη…!»’

Καθώς ο Ρυουτζί σκεφτόταν πως η κατάσταση είχε ξεφύγει τελείως, μπορούσε να ακούσει μια αχνή φωνή από την άλλη μεριά…Αϊσάκα~,να προσέχεις~…Αυτή η φωνή σίγουρα ανήκε στον Κιταμούρα.

‘«…Ωωχ, τι στο καλό κάθομαι και κάνω, εδώ καλά καλά δεν ξέρω…»’

«Μ, μην κλαις! Εεμμ, α ναι…Ν, ναι…Τέλος πάντων, εμμμ»

‘«Αχ!»’

«Τι έγινε;!»

Σταματώντας αντανακλαστικά, κράτησε την ανάσα του. Μόλις τώρα, η Τάιγκα ξεφώνισε.

‘«…Ω,…είχε μια πινακίδα εδώ…»’

Ακούγοντας τη φωνή της ήρεμη, χαλάρωσε για μια στιγμή και πίστεψε πως ήταν όλα εντάξει, αλλά,

‘«Έπεσα κι εγώ σε ένα χαντάκι. Σήμερα, πήγαν όλα εντελώς στραβά…Πονάω παντού, και νομίζω πως χάλασε κι η κάμερα…Το σχέδιο απέτυχε, διακόπτω τη σύνδεση.»’

«Ε…Εεε;! Τάιγκα;! Έι, Τάιγκα! Μου, μου το έκλεισε…»

---Τι στο καλό;

Ο Ρυουτζί είχε μείνει άφωνος, να κοιτάζει σαν χαμένος το κινητό του αφού είχε τελειώσει πια η κλήση. Τι εννοούσε χαντάκι; Είχε χαντάκια εκεί γύρω; Και τόσο εύκολο ήταν να πέσει κανείς μέσα; Χαντάκι, είπε…Χαντάκι…

«Τι συνέβη στον Γιουσάκου και τους άλλους;! Έγινε κάτι;!»

Ακόμα κι αν δεν πολυκαταλάβαινε ούτε ο ίδιος, έπρεπε ωστόσο να προσπαθήσει να της εξηγήσει. Αποφασιστικά, ο Ρυουτζί στράφηκε στην Άμι που τον κοιτούσε ανήσυχα.

«…Βγήκαν εκτός μάχης. Ο Κιταμούρα και η Τάιγκα έπεσαν και οι δύο σε ένα χαντάκι.»

«…Εε; Χ, χαντάκι είπες;»

Στεκόντουσαν εκεί κοιτάζοντας σαν χαμένοι ο ένας τον άλλο. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα από τότε που είχαν ξεκινήσει και τώρα οι δυο που είχαν απομείνει δεν είχαν πια πουθενά να πάνε.

«…»

Οι ώμοι της Άμι άρχισαν να τρέμουν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο Ρυουτζί αντανακλαστικά στράφηκε και κοίταξε.

Ο ανώμαλος που είχε ξεφύγει από τον Κιταμούρα και την Τάιγκα στεκόταν λίγα μόλις μέτρα μακριά τους. Μάλλον δεν είχε καν καταλάβει ότι τον παρακολουθούσαν νωρίτερα. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς ήρεμο καθώς κρατούσε το κινητό του στο χέρι και έμοιαζε να κοιτάει τα μηνύματά του---μόνο που το φωτάκι της κάμερας αναβόσβηνε. Μάλλον τραβούσε βίντεο.

«Π, πάμε να φύγουμε…»

Ζαρώνοντας το μέτωπό της, η Άμι άλλαξε ύφος και άρχισε να προχωράει γρήγορα μπροστά. Κάπως μπερδεμένος, ο Ρυουτζί άρχισε κι αυτός να τρέχει μαζί της, νομίζοντας αφελώς ότι δε θα τους ακολουθούσαν, αλλά,

«Τι…~, τι στο καλό, αυτός ο τύπος…»

Χωρίς να ντραπεί καθόλου, ο άντρας έτρεχε πίσω τους κρατώντας ψηλά την κάμερα του κινητού του.

Μια και δεν υπήρχαν άλλοι γύρω τους, ο τύπος μάλλον νόμιζε πως αν ήταν μόνο ο Ρυουτζί, ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι θα μπορούσε να το χειριστεί.

Καθώς έτρεχαν, ο Ρυουτζί άρχισε να σκέφτεται. Πώς ήταν δυνατό υπό κανονικές συνθήκες να τον θεωρούν όλοι τρομακτικό, και τώρα που το χρειαζόταν, η άγρια ματιά του να μην είχε την παραμικρή επίδραση; Τώρα ήταν ανάγκη να τον αγνοούν έτσι; Όταν προσπάθησε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του, του λύθηκε η απορία. Απορροφημένος, ο νεαρός κοιτούσε την οθόνη του κινητού του, και τον ενδιέφερε μόνο να τραβήξει βίντεο την Άμι, οπότε μάλλον αγνοούσε τον Ρυουτζί θεωρώντας τον σαν ένα συνηθισμένο παλιόπαιδο---Αυτό βέβαια ήταν λίγο πολύ σωστό, αλλά---Αυτός ο τύπος τον περιφρονούσε. Αν μόνο μπορούσε να του ρίξει μια ματιά με τα άγρια μάτια που είχε κληρονομήσει από το μαφιόζο πατέρα του, μπορεί η κατάσταση να γύριζε προς το καλύτερο.

«Τι θα κάνουμε, μας ακολουθεί ακόμα!»

Ακούγοντας τη φωνή της Άμι που ήταν στα πρόθυρα της υστερίας, το στήθος του Ρυουτζί σφίχτηκε. Αν αντιμετώπιζαν κάπως την κατάσταση τώρα, δε θα μπορούσαν πια να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή πλέον.

«Εμμ…Ο πιο κοντινός αστυνομικός σταθμός από δω είναι…Α, να πάρει, είναι ακριβώς πίσω μας! Αν μόνο μπορούσαμε να φτάσουμε σε έναν αστυνομικό σταθμό!»

«Α, φτάνει πια, αρκετά…!»

Η αξιολύπητη φωνή της Άμι έτρεμε καθώς ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

«Γιατί να πρέπει να τα υποφέρω όλα αυτά;! Αυτός ο τύπος φταίει που έγιναν όλα τόσο χάλια! Ο Γιουσάκου μπορεί μέχρι και να χτύπησε…Να πάρει, τι μπορούμε να κάνουμε τώρα;!»

Αν μόνο ο Κιταμούρα δεν είχε βγει εκτός μάχης, μάλλον θα είχε μπει στη μέση και θα τα είχε τακτοποιήσει όλα. Μπορεί να ήταν το είδος του ηλίθιου που έπεφτε σε χαντάκια, αλλά η γενναιότητα και η αίσθηση δικαιοσύνης του ήταν αναμφισβήτητες. Γι’αυτό μάλλον δε θα επέτρεπε ποτέ να αναγκαστεί ένα κορίτσι να κλάψει έτσι---Τουλάχιστον, αν ήταν σε θέση να κάνει κάτι.

Ο Ρυουτζί προσπάθησε τουλάχιστον να επιταχύνει κι άλλο, θέλοντας να πιάσει την Άμι από το χέρι καθώς έτρεχε. Όμως αυτή φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται την προσπάθειά του καθώς έτρεχε απελπισμένα, και ο Ρυουτζί δε μπορούσε ούτε καν να φτάσει το σφιγμένο σε γροθιά χέρι της. Ενώ προσπαθούσε μάταια να τη φτάσει και να την προστατέψει, το τρέμουλο στη φωνή της Άμι γινόταν όλο και πιο ευδιάκριτο.

«Γι’αυτό το ασήμαντο σκουλήκι, υποχρεώθηκα να σταματήσω τη δουλειά μου, να μετακομίσω, και να αλλάξω σχολείο…! Και παρόλα αυτά πάλι πρέπει να υποφέρω αυτή τη φρίκη! Τι διάολο…Αν είναι έτσι, τότε στο τέλος τέλος πάλι το βάζω στα πόδια. Όπου κι αν προσπαθήσω να πάω, πάλι θα με κυνηγούν…Τι στην ευχή να κάνω;!»

«Κα, Καβασίμα!»

Καθώς ο εκνευρισμός της μεγάλωσε συνεχώς, η φωνή της Άμι άρχισε να δυναμώνει και να γίνεται πιο διαπεραστική, σαν να ήταν έτοιμη να πάθει υστερία. Η φωνή της που λίγο πριν έτρεμε καθώς ήταν έτοιμη να κλάψει ξαφνικά ξεχείλιζε από οργή.

«Έι, ο τύπος μπορεί να σ’ακούσει!...Αν χάσεις την ψυχραιμία σου…»

«Αυτό ακριβώς, δεν είναι πολύ εκνευριστικό;!»

Η φωνή της Άμι ξέσπασε οργισμένα σε ουρλιαχτό.

«Αυτό το κάθαρμα φταίει που είμαι εκνευρισμένη, αγχωμένη, και καταλήγω να τρώω γλυκά και άλλα πράγματα, ξέρεις;! Και τώρα έχω παχύνει κι από πάνω;! Αν συνεχιστεί αυτό, μπορεί να αναγκαστώ μέχρι και να σταματήσω το μόντελινγκ…Τι στην οργή δηλαδή;! Εε;! Δε μπορεί~! Αυτό παραπάει, έτσι;! Όμως αυτό το πάχος…Αυτό το…Το στομάχι μου…έχει παχύνει;!»

Κοιτάζοντάς την με την άκρη του ματιού του, ο Ρυουτζί έπνιξε μια κραυγή τρόμου και κράτησε την ανάσα του. Η έκφρασή της που μέχρι πριν λίγο ήταν βουρκωμένη είχε αλλάξει τελείως. Τα χείλη της ήταν ανασηκωμένα, οι φλέβες στους κροτάφους της είχαν πεταχτεί, τα μάτια της είχαν γίνει δυο σχισμές, η μύτη της είχε ζαρώσει, και είχε γυμνώσει τα δόντια της σαν το Τσιουάουα που ήταν…η πραγματική φύση της Άμι, σε όλο της το μεγαλείο.

«Αυτός ο βάρβαρος…Να πάρει…Θα νικηθεί η Άμι-τσαν από αυτό το άθλιο σκουλήκι;!»

Είχε εμφανιστεί. Η Άμι-τσαν είχε κάνει επιτέλους την εμφάνισή της.

«Εγώ, η Άμι-τσαν, να, ηττηθώ, από αυτό τον ανώμαλο, και να, καταντήσω, σ’αυτά τα χάλια…! Αα~…Να πάρει η οργή~…Αυτό το τέρας~…Τι εκνευριστικό~…Η Άμι-τσαν είναι τόσο τσατισμένη…»

«Κα, Καβασίμα…Έι, περίμενε…»

«Τακάσου-κουν, το είπες κι εσύ προηγουμένως, έτσι δεν είναι…Να σταματήσω το θέατρο, αυτό μου είπες μόλις πριν λίγο. Εντάξει λοιπόν. Θα σταματήσω. Η Άμι-τσαν θα σταματήσει. Θα σταματήσω, θα σταματήσω, θα σταματήσω! Θα ζήσω μ’αυτό τον κακό χαρακτήρα μου.»

«Περίμ, έι, δεν…ήθελα…να πω…»

«Σκάσε! Αυτή η κοντοστούπα, η Τάιγκα Αϊσάκα, δε νικήθηκε από αυτό τον τύπο! Η Άμι-τσαν δε θα κάτσει να υποφέρει άλλο! Ακόμα κι αν είναι άντρας, θα του δώσω ένα μάθημα! Είμαι κόρη ηθοποιού εγώ---δεν είμαι όποια κι όποια!»

Δίπλα στον άφωνο Ρυουτζί, η Άμι έκανε ξαφνικά μεταβολή. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί γιατί το έκανε,

«Ουοοοοοο~!»

Toradora vol02 243.jpg

Πηγαίνοντας κατευθείαν πάνω στο διώκτη τους, η Άμι άρχισε να τρέχει ορμητικά με όλη της τη δύναμη. Βλέποντάς την να ανεμίζει απειλητικά τη σχολική τσάντα που κρατούσε και το πρόσωπό της να έχει συσπαστεί θυμίζοντας δαίμονα,

«Ααχ;! Εεεε;!»

Δεν ήταν παράξενο που ο τύπος το έβαλε στα πόδια. Μέσα σε μια στιγμή, ο κυνηγός και το θήραμα είχαν αλλάξει ρόλους.

«Σταμάτα εκεί που είσαι, εσύ---------~!»

Τρέχοντας πίσω τον τύπο που έτρεχε απελπισμένα προσπαθώντας να ξεφύγει, η Άμι εξακολούθησε να τον καταδιώκει αμείλικτα. Φυσικά, ο Ρυουτζί δεν είχε άλλη επιλογή απ’το να τρέξει πίσω της,

«Ανόητη! Σταμάτα! Ηρέμησε! Μπορεί να έχω τέτοια φάτσα, αλλά στ’αλήθεια είμαι κατά της βίας!»

Όμως η Άμι δε φαινόταν να είναι σε θέση να ακούσει τα λόγια του Ρυουτζί. Βλέποντας τον τύπο να προσπαθεί να ξεφύγει μέσα στο πάρκο,

«Α~αργκ~!»

Έκοψε δρόμο πηδώντας σαν ελάφι πάνω από τους θάμνους και βρέθηκε μπροστά του, και για τη χαριστική βολή,

«Πάρε αυτήν!»

Πέταξε την τσάντα της κατά πάνω του. Η ορθογώνια τσάντα στριφογύρισε στον αέρα καθώς πέταξε σε μικρή απόσταση,

«Ουγκχ!»

Πέτυχε τα πόδια του τύπου που έτρεχε. Αφήνοντας την τσάντα του να πέσει, ο τύπος έπεσε με το κεφάλι στο σκάμμα με την άμμο.

Η Άμι μάζεψε αμέσως το κινητό που είχε πέσει από το χέρι του άντρα,

«…Χαα…χαα…χαα…!»

Μοιάζοντας ακόμα με δαίμονα καθώς πάλευε να ξελαχανιάσει, δεν είπε λέξη. Ακούστηκε μόνο ένας ήχος σπασίματος καθώς έσπαγε το κινητό σε δυο κομμάτια.

«Α, ααχ…»

Κατατρομαγμένος, ο άντρας τραβήχτηκε πίσω καθώς η Άμι πέταξε τα δυο κομμάτια του κινητού στο έδαφος δίπλα του. Μετά συνέχισε,

«Χαα…Έχεις κι άλλες, έτσι δεν είναι…Φωτογραφίες της Άμι-τσαν…Δώστην εδώ…Την ψηφιακή…κάμερα…Άντε! Δώστην εδώ γρήγορα!»

«…Εκεί, εκεί πέρα είναι…»

Τρέμοντας ολόκληρος, ο άντρας έδειξε το περιεχόμενο της τσάντας του που είχε σκορπιστεί στο έδαφος. Πράγματι υπήρχε μια ψηφιακή κάμερα, τελευταίο μοντέλο, πεσμένη εκεί, και η Άμι έσκυψε και τη μάζεψε. Την περιεργάστηκε για λίγο και πάτησε μερικά κουμπιά, προσπαθώντας μάλλον να διαγράψει τα δεδομένα, αλλά,

«Σ, σταμάτα! Θα τη σπάσεις!»

«Χαα…χαα…»

Ο τύπος μάλλον δεν είχε αντιληφθεί ακόμα πλήρως την κατάσταση, γιατί ακούστηκε εκνευρισμένος. Ανασαίνοντας βαριά, η Άμι έπιασε την κάμερα απ’το λουρί.

«Έι!»

Τη στριφογύρισε μέχρι που απέκτησε αρκετή ορμή, και μετά την κοπάνησε πάνω σε ένα τσιμεντένιο παγκάκι.

«Ουααααα!»

Η θρηνητική κραυγή του άντρα αντήχησε στο πάρκο, όμως η κάμερα όπως και να το κάνουμε ήταν τελευταίας τεχνολογίας. Δεν έσπαγε μόνο με ένα δυο χτυπήματα (βέβαια ο Ρυουτζί αναρωτιόταν σε τι κατάσταση να ήταν το εσωτερικό της), όμως,

«Έι! Έι! Έι!...Ααχ!»

Μετά από επανειλημμένα ανελέητα χτυπήματα, ακούστηκε καθαρά ένας ήχος σπασίματος καθώς η Άμι την υπέβαλε σε μεταχείριση που δε θα έπρεπε ποτέ να υποστεί. Όμως αυτή συνέχισε να την κοπανάει και να την κοπανάει,

«Να! Πάρε! Αυτήν! Θα τη σπάσω…Σπάσω…θα την κάνω κομματάκια…Θα, την, καταστρέψωωωωωω~!»

---Μάλλον είχε συσσωρευτεί πάρα πολύ άγχος μέσα της. Συνέχισε να κακοποιεί την κάμερα κρατώντας την απ’το λουρί μέχρι που πια δεν θύμιζε σε τίποτα κάμερα. Μισοθαμμένος μες στο σκάμμα με την άμμο, ο άντρας έκλαιγε σιωπηλά. Αντιμέτωπος με αυτή την εφιαλτική σκηνή, ο Ρυουτζί δεν ήξερε τι να πει.

«Ου~, ου~, η κάμερά μου…»

«Λοιπόν…Για να δούμε, τι να σπάσω τώρα…; Για κάποιο λόγο, η Άμι-τσαν αρχίζει να το ευχαριστιέται αυτό; Εεε;»

Ποδοπατώντας συνεχώς τα απομεινάρια της κατεστραμμένης κάμερας με τα πόδια της, η Άμι χαμογέλασε σκληρά και άρχισε να γελάει.

«Έι, μήπως να σπάσω αυτό; Πειράζει να τα σπάσει όλα η Άμι-τσαν; Μ’ακούς; Γιατί δεν απαντάς; Μήπως να σπάσω κι εσένα όπως αυτό;»

«Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, συγχώρεσέ με!»

Γονατισμένος στο σκάμμα, ο τύπος σήκωσε τα τρεμάμενα χέρια του και τα ένωσε ικετευτικά.

«…Αν σου υποσχεθώ να μην σε ξαναπλησιάσω, Άμι-τσαν;»

«Δεν πιστεύω σε υποσχέσεις!»

Κάνοντας ξαφνικά σαν παιδί, η κλαμένη φωνή του άντρα αντήχησε θλιβερά.

«Αφού μου έδειξες ένα τέτοιο διαβολικό πρόσωπο, έχω τελειώσει μαζί σου. Δεν είσαι πια ο άγγελός μου η Άμι-τσαν! Είσαι μια ψεύτρα, ένας πραγματικός δαίμονας! Η ψυχή σου είναι μαύρη! Είσαι μια υποκρίτρια, δε θέλω πια να έχω καμιά σχέση μαζί σου! Η γλυκιά, αγγελική Άμι-τσαν, δεν υπήρξε ποτέ~! Άμι-τσα~ν! Ή μάλλον, θα έπρεπε να πω, γιατί είσαι μαζί με έναν τόσο τρομακτικό αλήτη, αν και μόλις τώρα τον πρόσεξα~;!»

«Εμένα λες αλήτη…;»

Φαινόταν πως, πιο πολύ κι απ’την καταστροφή του κινητού ή της κάμεράς του, ήταν η καταστροφή του ονείρου του που ήταν πιο οδυνηρή γι’αυτόν. Χωρίς να προσπαθεί καν να αντισταθεί, απλώς συνέχιζε να μιλάει και να κλαίει χωρίς καμιά ντροπή.---Τελικά η Άμι είχε σταθεί πολύ τυχερή, γιατί δεν ήταν στ’αλήθεια επικίνδυνος, το είδος του τύπου που θα μπορούσε να τραβήξει μαχαίρι για παράδειγμα. Έτσι, οι τελευταίες λέξεις του ανώμαλου είχαν ως εξής:

«Εσύ, έχεις απαίσιο χαρακτήρα!»

«Τι κάθεσαι και λες;»

Απαντώντας ψυχρά, η Άμι έβγαλε ένα καθρεφτάκι από την τσέπη της στολής της, σαν να το θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή. Μετά, κοιτάζοντας το είδωλό της και χαμογελώντας εύθυμα, πήρε μια χαριτωμένη πόζα.

«Η Άμι-τσαν είναι χαριτωμένη έτσι όπως είναι Toradora vol02 heart.png. Ο χαρακτήρας της δεν έχει καμιά σημασία Toradora vol02 heart.png


* * *


---Είχε διατηρήσει μια επίφαση ψυχραιμίας που κράτησε μόνο μέχρι να βγουν απ’το πάρκο και να φτάσουν ως τη γωνιά του δρόμου.

«Έλα, κάτσε! Εκεί, μόνο βγάλε αυτή την εφημερίδα απ’τη μέση!»

«…Ου…Ου…~»

Αφού την είχε κυριολεκτικά κουβαλήσει σηκωτή μέχρι εκεί, προσπαθούσε να βάλει την Άμι να καθήσει σε ένα μαξιλάρι, αλλά,

«Τα, τα δάχτυλά μου δεν ξεσφίγγουν~.»

Είπε με κλαμένη φωνή η Άμι κοιτάζοντας τον Ρυουτζί από πάνω της. Τα δάχτυλά της που είχαν γραπώσει το μπράτσο του Ρυουτζί είχαν παγώσει, και έμοιαζε να μη μπορεί να τα κουνήσει μόνη της.

«Χαλάρωσε, θα τα καταφέρεις αν το κάνεις σιγά σιγά.»

Βρισκόντουσαν στο δυάρι του Ρυουτζί που φωτιζόταν απαλά από τον ήλιο που βασίλευε. Καθισμένη πάνω στο ζεστό τατάμι με κλειστά μάτια, η Άμι συγκεντρώθηκε απελπισμένα στο να ηρεμήσει την αναπνοή της.

Ήταν καλό που κατάφεραν να διαλύσουν τη φαντασίωση εκείνου του ανώμαλου, αλλά---Την ώρα που προχωρούσαν στο πεζοδρόμιο, μόλις έστριψαν στη γωνία, η Άμι ξαφνικά έπεσε στα γόνατα. «Αυτό ήταν…τόσο τρομακτικό!» είπε.

Έτρεμε ολόκληρη και τα μάτια της δάκρυσαν, και μετά από το άγχος πάγωσε ολόκληρη, τόσο που αναγκάστηκε να κρατηθεί από τον Ρυουτζί, μη μπορώντας ούτε να σταθεί όρθια. Δε μπορούσε να συνέλθει μόνη της από αυτή την αξιολύπητη κατάσταση. Ακόμα και τα ξεραμένα χείλη της έτρεμαν.

Το σπίτι των Τακάσου ήταν πολύ κοντά στο πάρκο. Έτσι, στηρίζοντάς την, την έφερε ως το σπίτι του.

«Πού πήγε αυτή η ανόητη η Γιάσουκο;»

Αφού έβαλε την Άμι να καθήσει σε ένα μαξιλάρι στο σαλόνι, ο Ρυουτζί στάθηκε στη μέση της κουζίνας και εξέτασε προβληματισμένος το σιωπηλό σπίτι. Δεν είχε φανταστεί ότι δε θα ήταν κανείς εκεί. Αν ήξερε πως θα ήταν έτσι τα πράγματα, θα καλούσε ένα ταξί και θα έστελνε την Άμι σπίτι της. Να φέρει ένα κορίτσι που έκλαιγε σε ένα άδειο σπίτι, ήταν κάτι τελείως αντίθετο με το χαρακτήρα του Ρυουτζί. Ακόμα και αν ήταν ένα κορίτσι που δεν έκλαιγε, μάλλον θα του ήταν αδύνατο. Η Τάιγκα; Ε, αυτή ήταν ιδιαίτερη περίπτωση.

Τέλος πάντων, προσπαθώντας να ηρεμήσει την Άμι, έριξε λίγο μέλι σε ένα φλυτζάνι γάλα που είχε ζεστάνει στο μάτι της κουζίνας και της το πήγε.

«Ε, ευχαριστώ…»

«Έχει κι άλλο αν θες. Αν δε σου αρέσουν τα γλυκά, ίσως λίγο τσάι ή καφέ…Αν και ήπιες καφέ μόλις πριν λίγο, σωστά;»

«…Μην ανησυχείς, αυτό είναι μια χαρά…»

Πίνοντας μια γουλιά, η Άμι άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό.

«Τέλειο είναι…Έι, να βάλω λίγη ζάχαρη ακόμα;»

«Έχω μόνο μέλι, αν δε σε πειράζει.»

Έγνεψε καταφατικά, κι αυτός έριξε προσεκτικά λίγο μέλι στο φλυτζάνι της. Καθώς ανακάτευε το γάλα με ένα κουταλάκι, τα χείλη της Άμι επιτέλους σχημάτισαν ένα αδιόρατο χαμόγελο.

«…Πόσο απρόσμενο. Πίνεις τέτοια πράγματα, Τακάσου-κουν;»

«Μπα, όχι ιδιαίτερα. Αρέσει όμως στην Τάιγκα αυτό το πράγμα.»

Αφού του ξέφυγε αυτό, ο Ρυουτζί πρόσεξε ότι η Άμι τον κοιτούσε επίμονα.

«…Τάιγκα. Τακάσου-κουν, φωνάζεις πάντα την Τάιγκα Αϊσάκα με το μικρό της, έτσι δεν είναι;»

«Τη φωνάζω έτσι γιατί διαφορετικά θα ήταν πολύ παράξενο…»

Δεν ήταν στ’αλήθεια δικαιολογία αυτό. Δεν είχε λόγο να προσπαθήσει να δικαιολογηθεί---ήταν μάλλον κάτι σαν πρόλογος.

«Τυχαίνει να μένουμε πολύ κοντά, και αυτή μένει μόνη της, κι εγώ που ζω μόνο με τη μητέρα μου, είναι ουσιαστικά σαν να είμαι μόνος μου, κι έτσι…Τέλος πάντων, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο…Ξέρεις, βοηθάμε ο ένας τον άλλο με τις δουλειές…Τρώμε μαζί…Είναι σαν να είμαστε αδέρφια…»

«…Χμ. Έτσι ε;»

Δεν ήταν σίγουρος αν κατάλαβε τι ήθελε να πει, αλλά η Άμι δεν ρώτησε τίποτα άλλο.

«Αυτό είναι στ’αλήθεια νόστιμο. Θα πρέπει να το δοκιμάσω και σπίτι μου καμιά φορά.»

Κρατώντας το φλυτζάνι με το ζεστό γάλα με μέλι με τα δυο της χέρια, συνέχισε να το πίνει γουλιά γουλιά.

«Πώς αισθάνεσαι;»

Ακούγοντας την ερώτησή του απλώς έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω. Χαμογέλασε ντροπαλά κρατώντας το φλυτζάνι στα χείλια της. Μετά, γυρίζοντας ξαφνικά στο πλάι,

«Αχ θεέ μου…πόσο ντρέπομαι! Και πάνω που το είχα πάρει απόφαση! Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα… Στο τέλος, πάλι κατέρρευσα και έτρεμα ολόκληρη.»

«Νομίζω πως αυτό είναι φυσιολογικό. Ξέρεις, εγώ, τη στιγμή που όρμησες καταπάνω του, ήδη είχα αρχίσει να τρέμω ολόκληρος. Σοβαρά τώρα, ήσουν πολύ τυχερή που δεν έκανε τίποτα βίαιο.»

«…Συγγνώμη.»

Η Άμι στράφηκε επιτέλους προς το μέρος του και ακούμπησε το άδειο πια φλυτζάνι στο τραπέζι. Το πρόσωπό της είχε βαφτεί ρόδινο από τον ήλιο που βασίλευε, και τα ανοιχτοκάστανα μάτια της έμοιαζαν κεχριμπαρένια.

«Ούτε κι εγώ η ίδια δεν το πιστεύω…Η μαμά μου θα πέθαινε αν μάθαινε πως έκανα κάτι τόσο ριψοκίνδυνο. Μήπως ήταν η επιρροή της Τάιγκα Αϊσάκα; Χτες που ήμασταν στην όχθη του ποταμού, την είδα να διώχνει μακριά αυτό το ανώμαλο κάθαρμα τόσο εύκολα…Και ντράπηκα που εγώ τον φοβόμουν τόσο πολύ. Κατά κάποιο τρόπο…ένιωθα πως με ξεπερνούσε ή κάτι τέτοιο…»

«…Η Τάιγκα δεν είναι αυτό που λέμε φυσιολογική, γι’αυτό δε νομίζω πως θα έπρεπε να τη χρησιμοποιείς σαν μέτρο σύγκρισης.»

«Η Τίγρη Μινιατούρα. Σωστά; Μου τα είπαν η Μάγια-τσαν και οι άλλες…Χι χι, της ταιριάζει απόλυτα, αυτό το όνομα. Ίσως αν χτυπηθώ στα ίσια με την Τίγρη Μινιατούρα, ακόμα κι εγώ να μπορώ να δυναμώσω λιγάκι.»

«…Καβασίμα, είσαι ήδη αρκετά δυνατή.»

«Δυνατή, εγώ; Χαχα, εγώ είμαι απλώς διεστραμμένη. Κοίτα να δεις που το λέω εγώ η ίδια, αλλά η Άμι-τσαν είναι ένα πολύ διεστραμμένο άτομο, μαύρη ως το κόκκαλο, ένα κακότροπο κορίτσι---Κι εσύ μάλλον το ίδιο νομίζεις, Τακάσου-κουν, ιδιαίτερα μετά τα χθεσινά…Ίσως και από πιο πριν. Και μάλλον είναι πολύ αργά πια για να σου αλλάξω γνώμη.»

Ανασηκώνοντας τους ώμους της, η Άμι χαμογέλασε, αλλά δεν ήταν το συνηθισμένο χαμόγελο-μάσκα που φορούσε. Τα μάτια της ήταν ζωηρά με ένα ίχνος αλαζονείας, το στόμα της ήταν ελαφρά συσπασμένο και έμοιαζε σκληρό, και δεν είχε ίχνος αγγελικής αγνότητας. Αντίθετα, ήταν πονηρή και ανελέητη, και έμοιαζε πραγματικά κακιά καθώς η έκφρασή της ήταν διαποτισμένη από μια περηφάνια που δε λογάριαζε τίποτα και κανέναν, και ωστόσο,…ήταν όμορφη. Όσο έντονη ήταν η επιθυμία του να την επικρίνει, άλλο τόσο υπήρχε μια αίσθηση έλξης---

«Αχ…ξέχασα. Αυτούς τους δύο που έπεσαν στα χαντάκια.»

«Αφού ο Γιουσάκου είναι εκεί, θα είναι μια χαρά.»

Αυτό δεν ήταν απαραίτητα σωστό. Βλέποντας όμως την έκφραση της Άμι, ακόμα και μετά που είχε θυμηθεί αυτούς τους δύο, η ανησυχία του σιγά σιγά έσβηνε.

Το χαμογελαστό της πρόσωπο έγινε σταδιακά άκαμπτο, και η Άμι κράτησε ήρεμα την ανάσα της. Έμοιαζε να παλεύει με έναν απροσδιόριστο πόνο.

«…Αυτό το κορίτσι, είναι καλό παιδί, δεν είναι;»

«Αυτό το κορίτσι…Την Τάιγκα εννοείς;»

Χωρίς να του απαντήσει, η Άμι άφησε το κεφάλι της να κρεμάσει.

«…Είναι όπως αυτός ο ανώμαλος προηγουμένως…Είναι εύκολο να με συμπαθήσει κάποιος σαν κι αυτόν. Επειδή με παρουσιάζουν χαριτωμένη στις φωτογραφίες και στην τηλεόραση, οι περισσότεροι θα με συμπαθούσαν… Γιατί, τι να κάνουμε, η Άμι-τσαν είναι μια κούκλα.»

Αυτό το τελευταίο το είπε σε τόνο αστείου, αλλά ο Ρυουτζί δεν είχε διάθεση να γελάσει. Βλέποντας την ακαμψία του προσώπου της Άμι καθώς αυτή σταμάτησε να μιλάει, απλά δε μπορούσε να γελάσει.

«…Με τον ίδιο τρόπο, είναι εξίσου εύκολο να με μισήσουν. Λες πως η Άμι-τσαν που όλοι εσείς βλέπετε κάθε μέρα δεν είμαι στ’αλήθεια εγώ,…πως θα έπρεπε να δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό. Όμως αν κάνω κάτι τέτοιο, θα με μισήσετε όλοι.»

Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρυουτζί απέστρεψε το πρόσωπό του από τα μάτια της τα γεμάτα αυτοπεριφρόνηση. Φαινόταν αξιοθρήνητη και δεν άντεχε να την βλέπει---αλλά αν της το έλεγε αυτό, μάλλον θα πληγωνόταν ακόμα περισσότερο.

«…Έλα τώρα, μη λες τέτοια πράγματα.»

«Μα είναι η αλήθεια. Όπως ακριβώς και με τον τύπο προηγουμένως. Δεν είναι εύκολο να με συμπαθήσει κανείς όταν είμαι ο εαυτός μου. Αυτή είναι η ουσία. Γι’αυτό, εκείνο το κορίτσι…τη ζηλεύω την Τάιγκα Αϊσάκα. Δεν κρύβει καθόλου τα αισθήματά της. Και παρόλο που είναι τόσο απερίσκεπτη, δεν τη μισείς καθόλου, Τακάσου-κουν. Αυτό είναι κάπως,…όχι, είναι πολύ ενοχλητικό. Για να την εκνευρίσω, προσπάθησα να σε αποσπάσω από κοντά της, Τακάσου-κουν, αλλά απέτυχα τελείως. Πρώτη φορά μου συνέβη κάτι τέτοιο. Γιατί; αναρωτήθηκα. Η Άμι-τσαν είναι πιο γλυκιά, γιατί λοιπόν; Σε τι υστερούσε η Άμι-τσαν; Δεν είναι απίστευτο κάτι τέτοιο; Δεν είναι απαράδεκτο; Έτσι απλά…είναι διαφορετική από μένα;…Αναρωτιόμουν…Υποθέτω πως τη ζήλευα πολύ.»

Ο Ρυουτζί αναστέναξε άθελά του.

Ώστε η Άμι ζήλευε την Τάιγκα. Η Τάιγκα ζήλευε την Άμι, μέχρι του σημείου να κουκουλωθεί και να κλαίει μόνη της. Η κάθε μια τους επιθυμούσε αυτά που είχε η άλλη. Ήταν πιθανότατα επειδή ένιωθαν έτσι που δε μπορούσαν να τα πάνε καλά μεταξύ τους. Τα αισθήματά τους πάντοτε θα συγκρούονταν, οπότε το να έχουν μια γλυκιά και τρυφερή σχέση σαν αυτή που είχε η Τάιγκα με τη Μινόρι, αυτό ήταν παντελώς αδύνατο. Δε μπορούσε να γίνει τίποτα γι’αυτό. Απολύτως τίποτα.

Ωστόσο, υπήρχε μόνο ένα πράγμα που ήθελε να πει εκ μέρους της Τάιγκα. Κάτι που η Τάιγκα, που μόλις την είχαν περιγράψει σαν ‘άτομο που δεν έκρυβε τα αισθήματά της’, δεν είχε μοιραστεί με κανέναν εκτός από τον Ρυουτζί, και που πάλευε απεγνωσμένα να το αλλάξει.

«…Όμως Καβασίμα, έχεις τον Κιταμούρα, έτσι δεν είναι;»

«Τον Γιουσάκου;»

«Αυτός, στ’αλήθεια νοιάζεται για σένα και σου φέρεται με πολλή αγάπη. Είμαι βέβαιος πως θα σε αποδεχόταν γι’αυτό που είσαι. Στο κάτω κάτω, έπεσε μέχρι και σε χαντάκι για χάρη σου.»

«…Έχεις δίκιο. Όμως…με τον Γιουσάκου δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει τίποτα.»

Τα μαλλιά της μετακινήθηκαν λίγο, κρύβοντας το πρόσωπο της Άμι από τον Ρυουτζί.

«Γιατί ο Γιουσάκου ήδη έχει ‘ένα κορίτσι που του αρέσει’.»

«…Εε;» Το μυαλό του σταμάτησε.

Ξαφνικά ο Ρυουτζί θυμήθηκε σε ποιαν είχε κάνει εξομολόγηση ο Κιταμούρα σχεδόν αμέσως μετά που ξεκίνησε το λύκειο---στην Τάιγκα. Ωστόσο, ο Κιταμούρα είχε πει καθαρά και ξάστερα στην Τάιγκα ότι ήθελε να είναι μονάχα φίλοι. Ανεξάρτητα από το αν το είχε δεχτεί αυτό η Τάιγκα ή όχι, δε φαινόταν να είναι αυτή το κορίτσι που αγαπούσε. Τουλάχιστον, όχι τώρα. Τότε λοιπόν ποια ήταν; Αν ήταν κάποιο κοντινό του πρόσωπο, τότε η Μινόρι; Ή μήπως η Μάγια; Ή ίσως---

«Τακάσου-κουν…»

Από το ξάφνιασμα, η καρδιά του χοροπήδησε μες στο στήθος του.

Καμπουριάζοντας σα γάτα, η Άμι είχε φέρει σιωπηλά το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Μπορούσε να μυρίσει το γάλα στην ανάσα της, και μην τολμώντας να την κοιτάξει καταπρόσωπο, προσπάθησε να τραβηχτεί προς τα πίσω. Όμως αμέσως σχεδόν η πλάτη του βρήκε στον τοίχο.

Η Άμι δεν πλησίασε άλλο.

Αντί να πλησιάσει πιο κοντά, έμοιαζε να τον τραβάει προς το μέρος της με τα υγρά κεχριμπαρένια μάτια της---

«…Τακάσου-κουν, αν εγώ, σου έδειχνα τον πραγματικό εαυτό μου…τι θα έκανες;»

«Τ, τι, εννοείς.»

«…Θα με ερωτευόσουν;»

Όλος ο κόσμος σώπασε.

Το πόδι του Ρυουτζί κατά λάθος χτύπησε το τραπεζάκι, και μέσα στη σιωπή, το άδειο φλυτζάνι κύλησε πάνω στο τατάμι.

Η απόσταση ανάμεσα στα πρόσωπά τους, ήταν λιγότερο από πέντε εκατοστά.

Γυρίζοντάς το στο αστείο την τελευταία στιγμή, η Άμι ανασήκωσε τα χείλη της σε χαμόγελο.

«---Χι~χι, πλάκα σου έκανα. Τι έγινε, σε αναστάτωσα;»

…Ή τουλάχιστον, έτσι θα έπρεπε να είναι.

«Ω θεέ μου…»

Φαίνεται πως μόνο οι δύο άμεσα εμπλεκόμενοι μπορούσαν να το πάρουν σαν αστείο. Ακούγοντας τον ήχο από αρκετές γεμάτες πλαστικές σακούλες να πέφτουν πάνω στο τατάμι, ο Ρυουτζί αναπήδησε από την τρομάρα του.

Γυρίζοντας αντανακλαστικά, η Άμι έχασε την ισορροπία της και κατέληξε πάνω στο κάτω μέρος του σώματος του Ρυουτζί.

Εξίσου αντανακλαστικά, ο Ρυουτζί την είχε πιάσει από τη μέση.

«…Εγώ…Πώς έγινε αυτό;…Θέλω να πω…Είχα πάει για ψώνια και ο Κιταμούρα-κουν και η Τάιγκα-τσαν είχαν πέσει σε χαντάκια…Κι έτσι…Εμμ… Α~χ, τι να κάνω;!»

Σε μια πόζα που θύμιζε την Κραυγή του Μουνκ, η Γιάσουκο είχε φέρει και τα δυο της χέρια στο παιδιάστικο πρόσωπό της, και κουνιόταν μπρος πίσω σαν νευρόσπαστο.

Πίσω της στο χωλ διακρινόταν ένας άθλιος Κιταμούρα, μουσκεμένος απ’την κορφή ως τα νύχια με λασπόνερα, που προσπαθούσε να στερεώσει τα γυαλιά του που είχαν στραβώσει στη μύτη του και στηριζόταν σε ένα ξύλινο σπαθί σαν δεκανίκι.

Και μια εξίσου μουσκεμένη Τάιγκα---

«…Δε μπορεί…»

Η Τάιγκα που την κουβαλούσε στην πλάτη του ο Κιταμούρα, έτσι απλά, έμεινε σιωπηλή και τους κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια.



Στη γωνιά του δωματίου, χωρίς να τον προσέχει κανείς, ο Ίνκο-τσαν που παραδόξως τα είχε δει όλα, άρχισε αθόρυβα να μαδάει, με τα φτερά του να πέφτουν ανάλαφρα από όλο το σώμα του.



Πίσω σε Κεφάλαιο 5 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Δευτερεύουσα ιστορία