Toradora! (Greek):Volume2 Chapter4

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 4

Αν κανείς έψαχνε για το κέντρο της πιο ‘χτυπητής’ κοριτσοπαρέας στην τάξη 2-Γ,

«Άμι-τσαν, είδα το περιοδικό που κυκλοφόρησε χτες~!»

Θα ήταν η Μάγια Κιχάρα, το κορίτσι που η απόφασή της να βάψει τα μακριά ίσια μαλλιά της στις διακοπές προκάλεσε τον απροκάλυπτο θαυμασμό των άλλων κοριτσιών αλλά και τη συγκαλυμμένη αποδοκιμασία των αγοριών. Τότε,

«Έγραφε ότι θα σταματήσεις για λίγο το μόντελινγκ, είναι αλήθεια;»

Είχε μια μικρή και περίεργα αισθησιακή ελιά στη γωνία του στόματός της, και αυτή και η Νανάκο Κάσι ήταν καλές φίλες. Όταν τα δύο κορίτσια, που τραβούσαν την προσοχή ακόμα περισσότερο όταν ήταν μαζί, άρχισαν να μιλάνε με την Άμι, μαζεύτηκαν κι άλλα κορίτσια γύρω τους σαν να τις είχαν καλέσει.

«Μάγια-τσαν, ώστε έκανες τον κόπο να διαβάσεις το καινούριο τεύχος! Ευχαριστώ~! Πράγματι, κατάφερα να κανονίσω να σταματήσω τη δουλειά για λίγο.»

Έχοντας κατακτήσει την κορυφή της λαμπερής κοριτσοπαρέας, η Άμι χάρισε σε όλους ένα αστραφτερό χαμόγελο, και τα κορίτσια γύρω της φλυαρούσαν ακατάπαυστα, λέγοντας κυρίως ‘Τι κρίμα~!’

Μερικά αγόρια που τα μάτια τους άθελά τους σχεδόν ήταν καρφωμένα στην παρέα των κοριτσιών έλεγαν,

«Για κάποιο λόγο μου φαίνεται πως τα κορίτσια στην τάξη μας γίνονται όλο και πιο όμορφα...Στο λόγο μου, τα κορίτσια της πρώτης λυκείου δεν πιάνουν μία μπροστά στα κορίτσια της τάξης μας, ε;»

«Α ναι, και όταν γνωριστείς και λίγο καλύτερα μαζί τους, μπορείς να κάνεις και σχέση. Είναι ο πιο απλός τρόπος. Αχ~, όταν βρέθηκα σ’αυτή την τάξη τον Απρίλιο, έλεγα τι άτυχος που ήμουν που έτυχαν στην τάξη μου και ο Τακάσου και η Τίγρη Μινιατούρα, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, τελικά είχα τύχη βουνό... Είναι εδώ και η Μάγια, και η Νανάκο, και το καλύτερο απ’όλα, η Άμι... Βέβαια, αν κοιτάς μόνο τα πρόσωπα, η Τίγρη Μινιατούρα είναι πολύ χαριτωμένη, αλλά...όλες τους είναι χαριτωμένες.»

Ο Ρυουτζί ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στον Χισαμίτσου Νότο που φορούσε γυαλιά με μαύρο σκελετό και τον μακρυμάλλη και επιπόλαιο Κότζι Χαρούτα. Και οι δύο τους χαμογελούσαν εύθυμα. Κάνοντας πως δεν τους ακούει, με χαμηλωμένα μάτια, ο Ρυουτζί ήταν απορροφημένος να ράβει το κουμπί που είχε ξηλωθεί από το μανίκι του με ένα φορητό σετ ραπτικής που είχε μαζί του. Ευτυχώς που μπορούσαν να σκέφτονται έτσι---Αυτό σκεφτόταν, αλλά σαν φιλήσυχος τύπος που ήταν δεν ήθελε να το πει φωναχτά. Όπως και να είχε, ο Νότο και ο Χαρούτα τον είχαν ήδη ενημερώσει για το χτεσινό ραντεβού με τα κορίτσια της πρώτης, και για το πώς, αφού οι δυο τους είχαν κεράσει τα κορίτσια στα McDonald’s και μετά στο καραόκε, το ραντεβού τέλειωσε άδοξα με τα κορίτσια να τους λένε απλώς ‘Ευχαριστώ’, χωρίς να τους δώσουν καν το email τους.

«Α, να ο Μάρουο. Έι, δε μας λες, εσύ που είσαι παιδικός φίλος της Άμι, δε νομίζεις και συ πως είναι κρίμα; Εννοώ που σταματάει το μόντελινγκ.»

Μετά την ερώτηση της Μάγια, ο Κιταμούρα που τα κορίτσια τον φώναζαν χαϊδευτικά ‘Μάρουο’, ανασήκωσε τα γυαλιά του και στράφηκε προς το μέρος τους.

«Δεν πειράζει, σωστά; Εφόσον είναι κάτι που αποφάσισε αβίαστα η Άμι. Όταν τελειώσει το λύκειο, μπορεί να ξαναρχίσει το μόντελινγκ.»

«Εε~! Μα είναι τόσο όμορφη, που νιώθει κανείς πως είναι κρίμα! Μάρουο, είσαι πολύ ψυχρός με την Άμι-τσαν! Άκου ‘αβίαστα’!»

‘Σωστά, σωστά’, οι κοριτσίστικες φωνές κύκλωσαν τον Κιταμούρα, αλλά το γελαστό ύφος τους δεν είχε ίχνος θυμού ή αποδοκιμασίας. Για τα κορίτσια, ο Κιταμούρα ήταν πάντα ο «χαϊδεμένος» τους.

«...Μα τι δημοφιλής που είναι αυτός ο τύπος...Μήπως να βάλω κι εγώ γυαλιά...»

Ακούγοντας το μουρμουρητό του Χαρούτα, ο Νότο που δεν ήταν καθόλου δημοφιλής παρά τα γυαλιά του, πήρε μια πονεμένη έκφραση.

Ο Κιταμούρα ωστόσο περιορίστηκε να ανασηκώσει τους ώμους του λέγοντας ‘ναι, ναι’ με ένα πικρό χαμόγελο, και να το σκάσει από την πολιορκία των χαριτωμένων κοριτσιών με αμήχανο ύφος.

«Α, εδώ είστε παιδιά.»

Με ύφος σαν να είχε σωθεί, ο Κιταμούρα ήρθε και στάθηκε κοντά στον Ρυουτζί και τους άλλους.

«Να σε πάρει, φύγε από δω, δίνε του! Κολεγιόπαιδο! Τι δουλειά έχει κάποιος σαν εσένα με σκουλήκια σαν εμάς;»

«Μπράβο, μπράβο. Μου αρέσει που έχεις αυτοπεποίθηση.»

Αντιμετωπίζοντας τα τσουχτερά λόγια του Χαρούτα με ένα εύθυμο χαμόγελο, ο Κιταμούρα κάθισε μπροστά στον Ρυουτζί. Αν η παρέα της Άμι ήταν λαμπερή σαν τον ήλιο, η ομάδα των τεσσάρων αγοριών ήταν ήσυχη και σκοτεινή σαν τον ίσκιο.

«Όμως ξέρετε, δεν είναι δα και τόσο κρίμα.»

Η απαστράπτουσα Άμι ξανάρχισε να μιλάει με μια έντονα εύθυμη φωνή που αντηχούσε σε όλη την τάξη την ώρα του διαλείμματος.

«Πάντα ήθελα να ζήσω μια κανονική σχολική ζωή όπως τώρα. Γι’αυτό δε με πειράζει. Και έκανα και τόσους φίλους. Ξέρετε, στ’αλήθεια είμαι πολύ ευτυχισμένη τώρα. Επειδή είστε όλοι εσείς εδώ!»

Πώς γίνεται να είναι τόσο καλή~! Η Άμι-τσαν είναι σωστός άγγελος!---Οι ενθουσιασμένες φωνές των κοριτσιών ξεχείλιζαν στην κυριολεξία από θαυμασμό. Ασυναίσθητα, ο Ρυουτζί έριξε μια ματιά στον Κιταμούρα. Αν και εξακολουθούσε να αστειεύεται με τον Χαρούτα, για μια ελάχιστη στιγμή του φάνηκε πως ο Κιταμούρα άφησε έναν ανεπαίσθητο αναστεναγμό.

«Έτσι που το θέτεις, μου φαίνεται λογικό. Στο κάτω κάτω τα μοντέλα δουλεύουν συνεχώς και είναι υποχρεωμένα να κάνουν διαρκώς δίαιτες και άλλα κουραστικά πράγματα. Μια συνηθισμένη μαθήτρια λυκείου δε θα μπορούσε να το αντέξει όλο αυτό, σίγουρα.»

Έγνεψε η Νανάκο, και η Μάγια πρόσθεσε «ναι, βέβαια!» με τη σειρά της, ανοίγοντας διάπλατα τα μεγάλα μάτια της.

«Αλήθεια, ήθελα να σε ρωτήσω γι’αυτό, Άμι-τσαν. Είσαι τόσο λεπτή...πρέπει να κάνεις κάποια δίαιτα, σωστά; Ίσως κάποια ειδική δίαιτα φτιαγμένη αποκλειστικά για μοντέλα, ε; Έλα, πες μας~, πες μας σε παρακαλώ!»

«Ναι, θέλω κι εγώ να μάθω!»

«Ε; Η δίαιτα της Άμι-τσαν; Πείτε μου κι εμένα~!»

Με το που ήρθε η κουβέντα στη δίαιτα, η παρέα που τριγύριζε την Άμι ενθουσιάστηκε ακόμα περισσότερο. Όμως η Άμι, πρώτα μουρμούρισε ‘Αχ, ελάτε τώρα’, μετά άφησε ένα γελάκι και άρχισε να μιλάει.

«Δεν κάνω καμία ιδιαίτερη δίαιτα, γι’αυτό δεν ξέρω τι να σας πω. Φαίνεται πως είναι στη φύση μου να μην παίρνω βάρος. Τρώω ό,τι θέλω, αλλά εφόσον τρώω υγιεινά, δεν έχω πρόβλημα. Μου αρέσουν πολύ τα γλυκά, και γενικά πιστεύω πως είναι καλύτερα για το σώμα μου να μην περιορίζω τον εαυτό μου.»

Είπε χαμογελώντας.

Όμως, αν και ανεπαίσθητα, οι γωνίες του στόματός της ανασηκώθηκαν κοροϊδευτικά.

«...Στη φύση σου...»

Μουρμούρισε σιγανά ένα από τα κορίτσια.

«...Α~χά.»

«...Έτσι ε.»

«...Δεν το καταλαβαίνω αυτό.»

«...Εε.»

---Η Άμι το πρόσεξε αμέσως. Η ατμόσφαιρα θαυμασμού που την περικύκλωνε ψυχράθηκε αμέσως.

Η Μάγια, που έξι μήνες τώρα με σπαρτιάτικη πειθαρχία ανάγκαζε τον εαυτό της να τρώει το βράδυ μόνο σαλάτα και τσάι Οολόνγκ, είχε πάρει μια παγωμένη έκφραση.

Και η Νανάκο, που μόλις χτες προσπαθούσε μανιωδώς να ξεφορτωθεί τις περιττές θερμίδες της με τζόγκινγκ και μέχρι που είχε αρνηθεί να φάει το σούσι που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας της, τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν νευρικά.

Παρόλο που είχε ξαναπάρει το ύφος του καλού κοριτσιού, για κάποιο λόγο είχε αφήσει να φανεί ένα ίχνος της πραγματικής της προσωπικότητας.--- Ήταν τόσο φανερή η ψυχρότητα στα μάτια των κοριτσιών εκείνη τη στιγμή που την πρόσεξε ακόμα και ο Ρυουτζί.

«...Ασυγχώρητο!»

Μπαμ, ακούστηκε ο ήχος που κάνει κάποιος όταν σηκώνεται και ρίχνει κάτω την καρέκλα του, και μια θυμωμένη πολεμική κραυγή δόνησε την ψυχρή ατμόσφαιρα.

Οι φλέβες στους κροτάφους της είχαν πεταχτεί σε σχήμα σταυρού και σχεδόν μπορούσε κανείς να ακούσει το τρίξιμο των αρθρώσεων καθώς έσφιγγε τις γροθιές της προχωρώντας προς το μπροστινό μέρος της σιωπηλής τάξης.

Το όνομά της ήταν Μινόρι Κουσιέντα...ένα δραστήριο κορίτσι, που μη μπορώντας να ξοδέψει όλη την ενέργειά της στις δραστηριότητες της λέσχης, πάντα διάλεγε το μακρύτερο δρόμο για να πάει από το σχολείο στο σπίτι και στις διάφορες δουλειές της, και πάντα έκανε όλο το δρόμο τρέχοντας.

«Όπως και να το κάνουμε, είμαι μια αγωνίστρια της δίαιτας, εγώ...»

‘Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό’ σκέφτηκε ο Ρυουτζί γέρνοντας το κεφάλι του. Μόλις τον προηγούμενο μήνα καμάρωνε πως είχε φάει ένα κουβά πουτίγκα μόνη της...παρόλα αυτά, φαινόταν να μιλάει σοβαρά.

«...Τάιγκα. Είσαι μαζί μου, έτσι;»

«Ναι!»

Το άγριο θηρίο που ήταν γνωστό σαν η καλύτερή της φίλη, η Τάιγκα Αϊσάκα προχώρησε μπροστά. Αυτή τουλάχιστον, δεν κάνει δίαιτα ούτε κατά διάνοια, σκέφτηκε ο Ρυουτζί, αλλά αν ήταν για τη φίλη της, η Τάιγκα ήταν ο τύπος του κοριτσιού που θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει. Ακόμα και αν είχε καταβροχθίσει δύο μερίδες τονκάτσου το προηγούμενο βράδυ.

«Πάμε Τάιγκα!»

«Έι, Μινορίν! Αλήθεια;»

«Ναι Τάιγκα! Αλήθεια!»

Οι δυο τους άνοιξαν απότομα τα μπράτσα τους διάπλατα, και με πλάγια βήματα άρχισαν να προχωρούν με το στυλ των παλαιστών σούμο μέσα στον κύκλο των κοριτσιών,

«Εε;! Π, περιμένετε, τ, τι;!»

Πήγαν καταπάνω στην Άμι, που καθόταν στο κέντρο. Τα άλλα κορίτσια άρχισαν να τσιρίζουν ‘ααα, ιιι’ και έφυγαν τρέχοντας από τη σκηνή με ύποπτη βιασύνη, αφήνοντας την Άμι εντελώς απροστάτευτη. Με τέλειο συγχρονισμό, η Τάιγκα και η Μινόρι στρίμωξαν γρήγορα την Άμι που σηκώθηκε όρθια σε μια απέλπιδη προσπάθεια να ξεφύγει από το τρομερό ζευγάρι που άρχισε να στριφογυρίζει γύρω της για να την εμποδίσει να το σκάσει.

«Τι θέλετε από μένα!»

«Μπουχαχαχα! Νομίζεις πως μπορείς να μας ξεφύγεις, μικρή μου δεσποινίς;!»

«Συγγνώμη που είμαι κοντή και που έχω περίεργο όνομα!»

«Ό, όνομα;! Για τι πράγμα μιλάς;!»

Κοιτάζοντάς την, ο Ρυουτζί μπορούσε να δει ότι η Άμι φαινόταν ξαφνιασμένη και μπερδεμένη, αλλά δεν έμοιαζε διατεθειμένη να αντισταθεί στον αδιαπέραστο κλοιό του τρομερού δίδυμου, και περιορίστηκε να ζαρώσει νευρικά σε μια γωνιά.

Ήταν σωστό να την αφήσουν έτσι αβοήθητη; Ο Ρυουτζί έριξε μια ματιά στον Κιταμούρα, αλλά ο τελευταίος περιορίστηκε να μουρμουρίσει ‘Μπα μπα~’ με γιαγιαδίστικο ύφος και δεν έκανε καμία κίνηση να σηκωθεί.

«Αυτό είναι παρενόχληση!»

«Η Τίγρη Μινιατούρα και η Κουσιέντα πειράζουν την Άμι-ταν!»

Πολλοί αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε, αλλά κανένας δε μπορούσε να κάνει τίποτα.

«Έτοιμη; Καβασίμα-κουν;»

Τα χείλη της Μινόρι άνοιξαν σε ένα πελώριο χαμόγελο. Η Τάιγκα, που στεκόταν πίσω από την Άμι, την άρπαξε από τα λεπτά της χέρια και την ακινητοποίησε. Και τότε,

«Έι, περιμένετε, τι κ...Ααχ! Εεεκ~---!»

Η τσιρίδα της Άμι αντήχησε σε όλη την τάξη. Η Μινόρι είχε ορμήσει σαν κόμπρα και είχε αρπάξει και με τα δυο της χέρια την κοιλιά της Άμι, που καλυπτόταν από το σακάκι της στολής της.

«...Χο...Αυτό, αυτό είναι...»

«Ουουχ...»

Βλέποντας τη να χαμογελάει έτσι, η Άμι πάγωσε από τρόμο. Τότε η Μινόρι έγλειψε τα χείλη της και δήλωσε,

«Κυρία καθηγήτρια---! Η Καβασίμα-σαν, κρύβει παχάκια στην κοιλιά της!»

Είχε μεταμορφωθεί σε δαίμονα. Τρίβοντας τα περισσευούμενα ‘ψωμάκια’ που είχε βουτήξει, συνέχισε,

«Έι, έι, έι, έι! Όλος ο κόσμος ξέρει πως στα ταξίδια παίρνουμε μαζί μας κρέας αξίας το πολύ τριακοσίων γεν! Είναι αυτό πάχος τριακοσίων γεν; Ε;! Αυτό το πάχος δεν αποκτήθηκε τρώγοντας μπανάνες!»

«Σ, σ, στ, σταμάτα, σταμάτα, μηηηηη~!»

Η Μινόρι ταρακουνούσε βίαια μπρος πίσω την κοιλιά της Άμι με τα δυο της χέρια που είχε χώσει κάτω από τη στολή της. Όλα τα αγόρια είχαν κατακοκκινίσει καθώς είχε εξαφθεί η ήδη ζωηρή φαντασία τους.

«Ωωω, έχεις μαζέψει αρκετά εδώ μέσα, ε;! Χμμμ;!»

«Μ, μηηηη, σταμάτα----!»

«Άκου βλακείες ‘είναι στη φύση μου’! Και τότε τι είναι αυτό;! Χμ;! Τι είναι αυτό εδώ πέρα;! Ε;!»

«Μηηη, κόφτο, αααχ!»

«Αχαχαχα! Αυτό είναι από τα πιροσκί! Αχαχαχαχα! Κι αυτό από τα Haagen Dasz! Πάρε αυτήν, ‘θεϊκή γροθιά των παντοπωλείων~αστραφτερή εκδοχή Οικογενειακή Αγορά!’ Πολλές~ θερμίδες!»

«Είπα~ σταμάτα πια...Αααχ---!»

Οι γροθιές της Μινόρι έμοιαζαν να αφήνουν μια χρυσή τροχιά πίσω τους, και τελειώνοντας, τράβηξε θριαμβευτικά από το στομάχι της Άμι λίγη επιπλέον σάρκα, που υπήρχε μεν αλλά ήταν ελάχιστη.

Οι κραυγές της Άμι κράτησαν για αρκετή ώρα, αλλά έπεσαν στο κενό και τελικά διαλύθηκαν.

...Ακολούθησε σιωπή καθώς όλοι είχαν μείνει άφωνοι.

Τελικά, η Τάιγκα ελευθέρωσε την Άμι από τη λαβή της. Τελείως αδύναμη να αντιδράσει, η ανόητη Άμι έπεσε στα γόνατα χωρίς να πει λέξη.

Κρατώντας τις σφιγμένες γροθιές της κοντά στο στήθος της, η Μινόρι κοίταξε ψηλά στον ουρανό.

«...Σαν αστερόσκονη που σκορπίζεται στον άνεμο, αφιερώνω αυτή μου την πράξη στα δάκρυα των αγωνιστών της δίαιτας...!»



«Ου~, ου~, ου~...!»

Ελεύθερη επιτέλους, η Άμι ήταν ακόμα αξιολύπητα γονατισμένη στο πάτωμα και έσφιγγε και με τα δυο της χέρια τα τσαλακωμένα ρούχα της. Καθόταν στο πάτωμα έτσι ώστε να κρύβει το μικρό της πρόσωπο που είχε γίνει κατακόκκινο, και έμοιαζε να κλαίει τρεμουλιαστά, αφήνοντας σιγανούς λυγμούς.

Βλέποντας τα χάλια της, η Μινόρι χαμογέλασε πλατιά με ικανοποίηση.

«...Τάιγκα. Οι πληροφορίες σου είναι πάντοτε ακριβείς.»

Κοιτάζοντας επίσης την Άμι από ψηλά, τα χείλη της Τάιγκα είχαν ανοίξει σε ένα πλατύ χαρούμενο χαμόγελο.

«Όχι όχι, εσύ τα έκανες όλα Μινορίν. Έκανες θαυμάσια δουλειά.»

Και μετά, καθώς προχωρούσε αργά για να σταθεί ακριβώς πάνω από την Άμι, τα μάτια της Τάιγκα γυάλιζαν από ευτυχία. Το πρόσωπό της είχε γίνει ροδαλό από την ευχαρίστηση, και τα χείλη της ήταν κατακόκκινα σαν θηρίου που μόλις είχε χορτάσει από αίμα.

«Καβασίμα-σαν, να σας συστήσω. Από δω η καλύτερή μου φίλη, η Μινορίν. Έτσι τώρα ξέρεις πως έχω κι άλλους φίλους εκτός απ’τον Ρυουτζί.»

«4649!» (Στμ: 4=yo/shii, 6=ro, 9=ku, 4649=”yoroshiku” που σημαίνει περίπου «Χαίρω πολύ»)

Η Μινόρι γέλασε σηκώνοντας το κεφάλι της. Η Τάιγκα στάθηκε δίπλα της και έδειξε με το δάχτυλο την Άμι,

«Εσύ είσαι---είσαι μια κρυφολαίμαργη! Τρως πάρα πολύ!»

Κλ~ανγκ!

Το είπε ξεκάθαρα μπροστά σε όλους, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Οι ώμοι της Άμι έπεσαν σαν να μην της είχε απομείνει καθόλου δύναμη. Η Μινόρι και η Τάιγκα στεκόντουσαν ώμο με ώμο κάνοντας ‘Χαχαχαχα!’. Γελώντας δυνατά, έκαναν «κόλλα το!». ‘Είσαι η καλύτερη’, ‘Όχι, εσύ είσαι η καλύτερη’...Οι δυο δαίμονες άρχισαν αν απομακρύνονται κοιτάζοντας η μια την άλλη και σιγοψιθυρίζοντας. Εκείνη τη στιγμή, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πίσω της,

«...Έι, μήπως να τρέξεις στο μαραθώνιο; Μια μαύρη φόρμα θα σου πήγαινε τέλεια.»

Ακούγοντας το τελευταίο σχόλιο της Τάιγκα, η Άμι κοίταξε προς τα πάνω. Ασφαλώς θα είχε καταλάβει ότι την είχαν δει στο παντοπωλείο ακόμα και χωρίς αυτό. Με τον αντίχειρά της, σκούπισε τα δάκρυα από τις γωνίες των ματιών της,

«Θα σου δείξω εγώ μαραθώνιο! Θα σε κάνω να τρέχεις και να μη φτάνεις, αναθεματισμένη κοντ...»

«Άμι-τσαν, είσαι καλά~;»

Με ένα μικρό βογγητό, η Άμι δάγκωσε τα χείλη της για να συγκρατήσει το ξέσπασμά της. Με ένα ζορισμένο χαμόγελο, προσπάθησε να ξαναπάρει το συνηθισμένο ύφος της.

«Κ, καλά είμαι...»

Βάζοντας τα δυνατά της, κατάφερε να χαμογελάσει στα κορίτσια που μαζεύτηκαν για να τη βοηθήσουν. Ήταν απλά θέμα συνήθειας για κάποια τόσο εξασκημένη να ελέγχει το ύφος της όσο αυτή.

«Αυτό ήταν τόσο άδικο! Η Άμι-τσαν δεν είναι καθόλου παχιά~!»

«Φρίκη, φρίκη, αυτές οι δυο είναι τόσο βίαιες~!»

Τα λόγια των κοριτσιών ήταν ευγενικά, αλλά όλες τους έμοιαζαν να γελάνε από μέσα τους. Προσπαθώντας κι αυτή να γελάσει καθώς σηκωνόταν όρθια, η Άμι έτριζε τα δόντια της παλεύοντας να αντέξει τον εξευτελισμό της. Όπως ήταν αναμενόμενο, η μάσκα του χαμογελαστού άγγελου είχε γίνει κομμάτια και ήταν έτοιμη να διαλυθεί.



«...Είστε σωστοί διάβολοι.»

Βεβαίως χαιρόταν μέσα από την καρδιά του που μπορούσε να δει από κοντά το δροσερό πρόσωπο της Μινόρι, αλλά ακόμα κι έτσι, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να συγκρατήσει αυτό το μουρμουρητό. Μπορεί αυτό που έκαναν να ήταν τελικά ‘σωτήριο’ για την Άμι, αλλά παρόλα αυτά αναρωτιόταν αν ήταν σωστό...Όπως και να εξελισσόταν το πράγμα, θεωρούσε ότι το παράκαναν. Η Άμι ήταν τόσο αξιολύπητη. Ωστόσο,

«...Τώρα κατάλαβα.»

Ο Κιταμούρα έγνεφε μόνος του για κάποιο λόγο, σαν να είχε μόλις ανακαλύψει κάτι.

«Αν της φερθούν έτσι, τότε η Άμι θα γίνει έτσι.»

Ο Ρυουτζί αναρωτιόταν ‘Τι στο καλό εννοείς ‘θα γίνει έτσι’;’, αλλά το κουδούνι για το τέλος του διαλείμματος χτύπησε προτού προλάβει να τον ρωτήσει.


* * *


Το φως του ήλιου είχε ήδη αρχίσει να λιγοστεύει καθώς η μακριά καλοκαιρινή μέρα έφτανε στο τέλος της και η νύχτα έπεφτε.

Οι νοικοκυρές ψώνιζαν στα μαγαζιά, οι μαθητές του γυμνασίου που είχαν τελειώσει από τις λέσχες τους γύριζαν στο σπίτι με τα ποδήλατά τους, παιδάκια έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους, και σπουδαστές με ακουστικά να κρέμονται από τα αυτιά τους έκαναν βόλτα. Οι σκιές τους μπλέκονταν χαοτικά στο πεζοδρόμιο με τις φυτεμένες γιαπωνέζικες φτελιές με το πυκνό φύλλωμα, καθώς όλοι τους περπατούσαν βιαστικά στο ψυχρό αεράκι.

Αφού είχαν τελειώσει τα ψώνια τους στο πολύβουο σουπερμάρκετ, ο Ρυουτζί και η Τάιγκα ανακατεύτηκαν με το πλήθος πηγαίνοντας προς το σπίτι των Τακάσου κάτω από το σκοτεινιασμένο μπλε ουρανό.

Από ότι φαινόταν, όλα όσα είχαν γίνει στο σχολείο εκείνη τη μέρα, είχαν κάνει θαύματα για τις στεναχώριες της Τάιγκα, κι έτσι,

«Τουμ~, τι του~μ.»

Η Τάιγκα προχωρούσε λίγα βήματα μπροστά από τον Ρυουτζί, και τελείως αντίθετα με την χθεσινή μαύρη κατάθλιψή της, σιγοτραγουδούσε μόνη της και κουνούσε μπρος πίσω το κεφάλι της στο ρυθμό του σκοπού της. Ήταν τελείως ασυνήθιστο---Ωστόσο, ο Ρυουτζί απλώς ερχόταν πίσω της χωρίς να λέει τίποτα, με τη σακούλα με τα ψώνια να κρέμεται από το χέρι του. Αν έκανε το παραμικρό σχόλιο, όπως ας πούμε ‘για φαντάσου’ ή κάτι ανάλογο, η Τάιγκα σίγουρα θα θύμωνε και θα σταματούσε το τραγούδι. Και ήταν πολύ σπάνιο να την ακούει να σιγοτραγουδάει, έστω και κάπως φάλτσα.

Άκουσε ένα κοριτσάκι που περνούσε από δίπλα τους να ρωτάει τη μαμά της, ‘Αυτό το κορίτσι, είναι πριγκίπισσα;’. Ασφαλώς, το ντύσιμο της Τάιγκα θα θύμιζε σε οποιοδήποτε παιδί μια πριγκίπισσα των παραμυθιών. Κάτω από την ανοιχτοπράσινη πλεχτή ζακέτα της φορούσε ένα φόρεμα με μικρά λουλουδάκια, και το δαντελένιο κατάλευκο μεσοφόρι που φαινόταν κάτω από τα ανοιχτά κουμπιά του φορέματος είχε πολλές στρώσεις από τούλι που της έδιναν όγκο και έκαναν το μικρό σώμα της Τάιγκα πολύ γοητευτικό. Τα μακριά κυματιστά μαλλιά της ήταν πιασμένα με μια κορδέλα, κάτι ασυνήθιστο γι’αυτήν, και είχε ένα τσαντάκι κεντημένο με χάντρες στο χέρι της και κομψά άσπρα πέδιλα που ο Ρυουτζί έβλεπε για πρώτη φορά.

Παρόλο που πάντοτε ντυνόταν πολύ κομψά, σήμερα παραήταν καλά ντυμένη. Ο πιθανότερος λόγος γι’αυτό ήταν η καλή της διάθεση.

Όταν είχε έρθει η ώρα να σχολάσουν, η Τάιγκα, χαμογελώντας, είπε κάτι του τύπου, ‘πάω τώρα σπίτι, έλα να με πάρεις όταν πας για ψώνια.’, και μέχρι που έγνεψε και αντίο στον Κιταμούρα που ήταν δίπλα στον Ρυουτζί---Φυσικά, το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο και άκαμπτο, κοιτούσε επίμονα προς τα πάνω και δεν κατόρθωσε να αρθρώσει λέξη, αλλά ακόμα κι έτσι...Ο Ρυουτζί την είδε να χοροπηδάει λίγο όταν ο Κιταμούρα της ανταπέδωσε το χαιρετισμό με ένα ‘Γεια!’.

Ακόμα κι αν ήταν μόνο για λίγο, άξιζε τον κόπο να απολαύσει την τωρινή ευτυχία της Τάιγκα.

«Έι Ρυουτζί.»

«Χμ;»

Η Τάιγκα στράφηκε ξαφνικά προς το μέρος του, και βράδυνε το βήμα της μέχρι που βρέθηκε δίπλα στον Ρυουτζί και συγχρόνισε το βήμα της με το δικό του. Ακόμα κι αυτό ήταν ασυνήθιστο. Συνήθως πήγαινε μπροστά του σαν αφεντικό ή πίσω του με κατεβασμένα μούτρα όταν ήταν θυμωμένη.

«Θα φτιάξεις σολωμό σήμερα;»

Η αφύσικη σημερινή Τάιγκα έκανε την ερώτηση με ήρεμη φωνή, κάτι που έκανε τον Ρυουτζί να χαρεί αφάνταστα...Τελικά, όπως είχε τώρα η κατάσταση, δεν ήταν καθόλου άσχημα.

«Ναι...σκεφτόμουν να τον κάνω αλά μενιέρ. Πρώτα τον αλατοπιπερώνω, μετά τον πασπαλίζω με αλεύρι, και μετά τον τηγανίζω με βούτυρο. Θα πρέπει να είναι νόστιμος αν τον φάμε με κέτσαπ.»

«Ωραία! Νόστιμο ακούγεται!»

Όμως η ήρεμη κουβέντα που ακουγόταν σαν οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ νοικοκυρών έμελλε να υποστεί ένα ισχυρό κλονισμό την επόμενη στιγμή.

«Χμμ, ξέρεις τι, λέω να φτιάξω μια σαλάτα.»

«...»

Με το που ακούστηκε η λέξη ‘σαλάτα’, η σακούλα με τα ψώνια έφυγε από τα χέρια του Ρυουτζί.

«Τι;»

Ο Ρυουτζί κοίταξε προς τα πάνω με ορθάνοιχτα μάτια. Η Τάιγκα σούφρωσε τα χείλη της με δυσαρέσκεια, αλλά ο θυμός της δεν έφτανε ούτε το ένα τρίτο από τα συνήθη επίπεδα.

«...Τ, τίποτα...απλώς ξαφνιάστηκα λίγο. Μόλις τώρα...πρέπει να παράκουσα. Ναι, αυτό πρέπει να είναι.»

Απόδιωξε την έκπληξή του και μάζεψε από κάτω τη σακούλα, σκοπεύοντας να κάνει ότι δεν είχε συμβεί τίποτα, αλλά,

«Όχι δα! Ακόμα κι εγώ μπορώ να φτιάξω τουλάχιστον μια σαλάτα!»

Δεν ήταν τόσο εύκολο. Η Τάιγκα, που δεν πάει ούτε το μπολ του ρυζιού της στην κουζίνα μετά το φαγητό, λέει πως θα φτιάξει μια σαλάτα. Αυτή η ίδια Τάιγκα που πήγε να πεθάνει από την πείνα όταν έκλεισε ένα φαστφουντάδικο. Άραγε βρισκόταν ακόμα στον πραγματικό κόσμο...; Μην ξέροντας τι να πει, ο Ρυουτζί άρχισε να κουνάει το κεφάλι του μπρος πίσω.

«Α, αδύνατο.»

«Γιατί το λες αυτό; Πολύ με υποτιμάς.»

Χεχε, γελώντας σχεδόν αφ’υψηλού, η Τάιγκα φούσκωσε με καμάρι το στήθος της και πήρε μια περήφανη πόζα.

«Όταν ήμουν στο δημοτικό, έφτιαξα μια στην τάξη. Μια σαλάτα, εννοώ. Έφτιαξα μέχρι και το ντρέσινγκ.»

«...Εντάξει λοιπόν, πες μου πώς τη φτιάχνεις.»

«Πανεύκολο. Πρώτα, αγοράζεις το μαρούλι, σωστά; Και μετά, χωρίζεις τα φύλλα, έτσι; Μετά, τα κόβεις, σωστά; Μετά, τα βάζεις σε ένα πιάτο, έτσι δεν είναι; Και τέλος, το σερβίρεις με μαγιονέζα, σωστά; Και αυτό είναι όλο.»

«Λάθος.»

Ο Ρυουτζί κούνησε έντονα το κεφάλι του.

«Δεν έχω πρόβλημα με τα απλά πράγματα, αλλά το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να πλύνεις το μαρούλι. Πρέπει να το βάλεις κάτω από κρύο νερό, έτσι δεν είναι; Αλλιώς τι να το κάνεις το ντρέσινγκ;»

«Ουφ, λεπτομέρειες...»

«Καθόλου λεπτομέρειες. Είναι πολύ σημαντικό, γιατί αν δεν πλύνεις το μαρούλι με κρύο νερό δε θα γίνει τραγανό, και θα είναι ένα χάλι όταν πας να το φας, έτσι δεν είναι;»

«...Κακιά πεθερά.»

«Ε;!»

Αφού τον αποκάλεσε με αυτό το αναπάντεχο όνομα, η Τάιγκα έφυγε από δίπλα από τον Ρυουτζί και άρχισε να περπατάει μπροστά του όπως συνήθως.

«Είσαι σαν κακιά πεθερά, Ρυουτζί. Μια κακιά πεθερά που κάνει ό,τι θέλει στο σπίτι, και δεν αφήνει τη σύζυγο να πει τη γνώμη της ή να κάνει κουμάντο στην κουζίνα. Κι εγώ, η δύστυχη σύζυγος, είμαι υποχρεωμένη να κάνω τις βαριές δουλειές, όπως να καθαρίζω την τουαλέτα, να τρίβω το μπάνιο και να κόβω ξύλα...»

«Πότε ακριβώς σε έβαλα εγώ να καθαρίσεις την τουαλέτα ή το μπάνιο ή οτιδήποτε άλλο;! Κι αν νομίζεις πως μπορείς να κόψεις ξύλα, γιατί δε δοκιμάζεις να δεις τη γλύκα;! Και πρώτα από όλα, ποιανού σύζυγος υποτίθεται πως είσαι;!»

«...»

«Μη με αγνοείς!»

«Σκυλοπεθερά.»

«Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;!»

Τελικά κατέληξαν όπως συνήθως, να καυγαδίζουν άγρια χωρίς αρχή και τέλος καθώς περνούσαν την τελευταία διασταύρωση. Τελικά έφτασαν στο τετράγωνο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της Τάιγκα και το σπίτι των Τακάσου.

Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή,

«Επιτέλους, σε πρόλαβα!».

Κάτι που ερχόταν από πίσω τους πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια του Ρυουτζί. Η Τάιγκα που περπατούσε μπροστά του, ξαφνικά χάθηκε από το οπτικό του πεδίο.

«Τ, τι στο καλό;!»

Αυτό το άτομο είχε κρεμόταν από το μπράτσο του Ρυουτζί λες και του την έπεφτε. Τον κρατούσε τόσο σφιχτά από το αριστερό μπράτσο, λες και ήθελε απελπισμένα να τον εμποδίσει να ξεφύγει.

«Σε είδα μόλις τώρα που περνούσες από δω, και έτρεξα πίσω σου! Σε ικετεύω...κάνε πως είσαι φίλος μου!»

«...Ουχ...Εε;!»

Λαχανιασμένη και με τρομαγμένη έκφραση στο λευκό της πρόσωπο, αυτή που πίεζε το λεπτό κορμί της πάνω του ήταν ένας άγγελος---Ή πιο σωστά, η Άμι Καβασίμα, το ωραιότερο κορίτσι της περιοχής. Αυτή τη φορά δε φορούσε καπέλο ή γυαλιά ηλίου, αλλά είχε βάλει πάλι εκείνη τη μαύρη φόρμα της, και όπως και την άλλη φορά, επειδή προσπαθούσε τόσο να περάσει απαρατήρητη, τραβούσε ακόμα περισσότερο την προσοχή. Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε μήπως είχε πάρει σοβαρά τα λόγια της Τάιγκα και είχε αρχίσει στ’αλήθεια προπόνηση για το μαραθώνιο. Ωστόσο,

«Τακάσου-κουν, σε παρακαλώ...»

Η ικετευτική φωνή της έμοιαζε στ’αλήθεια να ξεχειλίζει από απόγνωση, και μέχρι και η ανάσα της ήταν κομμένη. Ο Ρυουτζί δεν μπορούσε να καταλάβει τι στο καλό ήθελε τόσο πολύ από αυτόν.

«Εμ, ουμμ...Τ, τι;!»

«Αυτός ο τύπος εκεί πέρα...»

Τα ντελικάτα δάχτυλα που είχαν γραπωθεί από το μπράτσο του έσφιξαν κι άλλο. Το χέρι της ήταν ιδρωμένο, και ακόμα φαινόταν να τρέμει ελαφρά. Προφανώς κάτι σοβαρό της συνέβαινε. Μπερδεμένος, κοίταξε προς τα εκεί που του έδειχνε η Άμι,

«...Τι είναι αυτό;»

Στη γωνιά του δρόμου λίγο πιο μπροστά τους, ένας ηλεκτρικός στύλος με λάμπα έριχνε τη σκιά του. Εκεί στεκόταν ένας άντρας, ο οποίος ήταν αφύσικα ακίνητος. Χωρίς να το σκεφτεί, το πρόσωπο του Ρυουτζί συσπάστηκε.

Ήταν δύσκολο να τον δουν καθαρά από εκεί που στέκονταν, αλλά ο τύπος φαινόταν σχετικά αδύνατος και καλοντυμένος, με εμφάνιση που θύμιζε φοιτητή πανεπιστημίου, αλλά αν ήταν φοιτητής, όλο και κάτι θα κρατούσε στα χέρια του. Με μια πρώτη ματιά, δεν έμοιαζε για ‘ύποπτος τύπος’, αλλά όσο και να ήταν, δεν ήταν φυσιολογικό να στέκεται κανείς ακίνητος και κρυμμένος στις σκιές για τόση ώρα. Αυτό και μόνο έδινε έναν ύποπτο αέρα στον τύπο, και τον έκανε να ξεχωρίζει από τους γύρω του.

Η Άμι φαινόταν πραγματικά τρομοκρατημένη και μόνο που τον κοιτούσε, και προσπαθούσε όσο μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σώμα του Ρυουτζί σαν ασπίδα και να κρυφτεί πίσω του. Ωστόσο, ο άντρας δε φαινόταν να νοιάζεται που τον πρόσεξαν, αφού δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή να κοιτάζει επίμονα την Άμι.

Όλο αυτό ήταν λίγο...όχι, μάλλον πολύ ανατριχιαστικό, γι’αυτό ο Ρυουτζί άρχισε να πισωπατάει τραβώντας την Άμι μαζί του όταν,

«Μάλιστα, καιρός ήταν...Για κόπιασε να εξηγηθούμε...»

Κάτι ακόμα πιο τρομακτικό στεκόταν πίσω τους. Ακούγοντας το χαμηλόφωνο, σαν κατάρα, μουρμουρητό, είδε την Τάιγκα που μάλλον την είχε σπρώξει στην άκρη η Άμι τη στιγμή που αρπάχτηκε από τον Ρυουτζί, με αποτέλεσμα να κυλήσει στην άκρη του δρόμου. Καθώς σηκωνόταν αργά,

«Σου είπα να τρέξεις στο μαραθώνιο, αλλά δεν νομίζω να σου είπα ότι μπορείς να τρέχεις γύρω από το σπίτι μου, παλιοκόριτσο...Θα σε κάνω σφουγγαρόπανο.»

Κρατούσε το ένα χέρι της χαμηλά με τα δάχτυλα να ανοιγοκλείνουν, και το άλλο υψωμένο σε γροθιά, και τα πόδια της πήγαιναν γρήγορα μπρος πίσω, δεξιά αριστερά. Καθώς έκανε αυτές τις επιδέξιες για ερασιτέχνη παλαιστικές κινήσεις και της φώναζε ‘Έλα’ σαν να την προκαλούσε να παλέψουν, τα μάτια της έλαμπαν άγρια...

«Τάιγκα, δες λίγο την ατμόσφαιρα εδώ...Δε βλέπεις τι τρέχει;»

Ήταν σαν να είχαν μια τίγρη (την Τάιγκα) μπροστά τους και ένα λύκο (τον ανώμαλο) πίσω τους. Έτσι που είχαν στριμωχτεί τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Ρυουτζί ήταν να κάνει μεταβολή και να προσπαθήσει να ηρεμήσει το άγριο θηρίο που είχε χάσει κάθε λογική πλέον. Η Άμι από την άλλη, χωρίς να δώσει καθόλου σημασία στην Τάιγκα, έτρεχε αλλόφρων γύρω γύρω προσπαθώντας να αποφύγει τη ματιά του ανώμαλου και τελικά,

«Φοβάμαι...»

Σφίχτηκε πάνω στον ώμο του Ρυουτζί και πίεσε το πρόσωπό της πάνω του.

Για μια στιγμή, ένα ρίγος διαπέρασε το κουκλίστικο προσωπάκι της Τάιγκα. Λίγο λίγο, όλο και περισσότερο, έμοιαζε να συστρέφεται και να απλώνεται από πάνω μέχρι κάτω ωσότου---Κρακ! Ο Ρυουτζί ένοιωσε σαν να είχε ακούσει κάτι να σπάει. Και τότε,

«...Άκου μμμε όταν μιλλλάωωω!» (!)

Ήταν τόσο ερεθισμένη, ώστε τραύλιζε τα λόγια της. Η Τάιγκα φώναξε, και με την απίστευτη δύναμη που μπορούσε να λυγίζει στύλους εκτόξευσε με μια δυνατή κλοτσιά ένα κάδο ανακύκλωσης που βρισκόταν εκεί δίπλα στον αέρα. Ο βαρύς κάδος βρόντησε δυνατά, και πετώντας στον αέρα, πέρασε πάνω από τα κεφάλια της Άμι και του Ρυουτζί και πήγε κατευθείαν πάνω στον ύποπτο τύπο. Μετά από αρκετά μέτρα πτήσης, προσγειώθηκε δίπλα στα πόδια του με εκκωφαντικό πάταγο.

«...!»

Δικαιολογημένα τρομοκρατημένος, ο τύπος έκανε μερικά βήματα πίσω, και άλλαξε κατεύθυνση. Άρχισε να τρέχει τρομαγμένος και σύντομα εξαφανίστηκε.

«Χμ;...Ποιος ήταν αυτός;!»

Προσέχοντας για πρώτη φορά τη φιγούρα που έφευγε ολοταχώς, η Τάιγκα επιτέλους αντιλήφθηκε ότι υπήρχε κάποιος εκεί. Η οργή της εξατμίστηκε σχεδόν ακαριαία,

«Ύποπτος!»

Χωρίς να σκεφτεί καθόλου, μουρμούρισε όλο καχυποψία.

Η Άμι σταδιακά άρχισε να ανασαίνει κανονικά και άφησε το μπράτσο του Ρυουτζί. Ωστόσο φαινόταν να μη μπορεί καλά καλά να σταθεί στα πόδια της.

«Είσαι καλά;»

«Α, ναι...Απλώς πάει καιρός που έχω να τρέξω τόσο πολύ...Ωωχ, πτώμα είμαι.»

Προσπάθησε να χαμογελάσει αστειευόμενη, αλλά συγκριτικά με το συνηθισμένο τέλειο χαμόγελό της, τώρα φαινόταν μάλλον ζορισμένη.

«Τι στην ευχή ήταν αυτή η φάση με εκείνο τον τύπο; Τον ξέρεις;»

Τη ρώτησε βοηθώντας τη να σταθεί, αλλά αυτή απλά ανασήκωσε διφορούμενα τους ώμους της.

«Να...Εμμ...Όταν πάω για ψώνια...μερικές φορές τον πετυχαίνω...Ίσως να είναι κάποιος περίεργος θαυμαστής μου...Υπάρχουν και κάτι τέτοιοι μερικές φορές...»

Φαινόταν αναστατωμένη, τα μάτια της στριφογύριζαν ανήσυχα. Βλέποντάς την, ενστικτωδώς ο Ρυουτζί και η Τάιγκα κοιτάχτηκαν. Έχοντας δει πόσο πολύ είχε τρομοκρατηθεί προηγουμένως, το γεγονός ότι τώρα τους έλεγε ότι ο τύπος ήταν απλώς ένας ‘θαυμαστής’, τους έκανε να νιώθουν άβολα και να μην ξέρουν τι να πουν. Ωστόσο, η Άμι στράφηκε στον Ρυουτζί και έσμιξε ικετευτικά τα χέρια της.

«Έι, θα ήθελα να σου ζητήσω μια μικρή χάρη. Φοβάμαι να πάω μόνη μου σπίτι αυτή τη στιγμή. Αυτός ο τύπος μπορεί να τριγυρίζει ακόμα κάπου εδώ γύρω...Μπορείς να με κρύψεις στο σπίτι σου, μόνο για λίγη ώρα; Σε παρακαλώ!»

Αυτά ήταν τα λόγια της. Δεν παρίστανε το καλό κορίτσι όπως πάντα, εκείνη τη στιγμή η έκφρασή της ήταν ειλικρινής.

Ο Ρυουτζί σκέφτηκε για μια στιγμή πριν της απαντήσει.

«Ανάμεσα σε αυτό το νοικιασμένο ξύλινο διώροφο και το δεύτερο όροφο αυτής της πολυτελούς πολυκατοικίας που χτίστηκε πέρσι, σε ποιο από τα δύο θα ήθελες να κρυφτείς;»

«Σ’αυτό!»

Απαντώντας χωρίς να διστάσει ούτε στιγμή, η Άμι έδειξε με το δάχτυλό της την πολυκατοικία. Τη στιγμή που ο Ρυουτζί κοιτούσε την Τάιγκα με την άκρη του ματιού του διερωτόμενος ‘Πώς θα αντιδράσει άραγε;’,

«Αυτό είναι το σπίτι μου...Εντάξει, έλα μαζί μου. Ασφαλώς θα είναι καλύτερα να μην είσαι εκτεθειμένη για λίγο.»

«Εε...Το σπίτι σου;!...Μην το λες ούτε γι’αστείο, δεν ξέρω τι μπορεί να μου κάνεις αν έρθω εκεί.»

Η Άμι κοιτούσε κοφτά την Τάιγκα, με την οποία δεν είχε και τις πιο εγκάρδιες σχέσεις, αλλά,

«Μη λες ανοησίες. Δεν καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης;»

Η Τάιγκα έγνεψε έντονα με σοβαρό ύφος. Μετά πήρε σταθερά το χέρι της Άμι στο δικό της.

«Αν συμβεί κάτι, θα είναι πια πολύ αργά. Είναι καλύτερα έτσι, γι’αυτό έλα στο σπίτι μου.»

«Για μισό λεπτό...Μ, μου λες αλήθεια; Σοβαρά τα λες αυτά;»

«Για να ξέρεις, εκείνο εκεί το σπίτι είναι του Ρυουτζί. Και πρέπει να σου πω πως έχει αρκετά προβλήματα ασφάλειας. Σου λέω ειλικρινά, ότι πριν λίγο καιρό μπήκα κρυφά εκεί μέσα τη νύχτα και παραλίγο να σκοτώσω τον Ρυουτζί στο ξύλο...Και ήταν πανεύκολο. Παιχνιδάκι.»

Η Άμι κοίταξε τον Ρυουτζί σαν να έλεγε ‘Δε μπορεί’,

«Αλήθεια είναι.»

Ο Ρυουτζί έγνεψε επιβεβαιώνοντας τα λόγια της. Η Άμι σταμάτησε λίγο να ζυγίσει την κατάσταση,

«...Σίγουρα είναι εντάξει;»

Ανασήκωσε μαλακά τα μεγάλα μάτια της, και ρώτησε σιγανά την Τάιγκα...Στ’αλήθεια, την κοιτούσε πολύ ευγενικά τώρα.

«Βέβαια. Ασφαλώς.»

Και με κάπως βαριεστημένο ύφος, η Τάιγκα έγνεψε χωρίς δισταγμό. Λιγάκι συγκινημένος από όλα αυτά, ο Ρυουτζί ασυναίσθητα ψιθύρισε μέσα από την καρδιά του,

«Εσύ...ίσως τελικά να είσαι καλό κορίτσι.»

«Είναι μόνο επειδή είναι τέτοια η περίσταση. Δεν είναι πως δε μπορώ κι εγώ να δείξω συμπόνοια.»

Χαμογελώντας γενναιόδωρα, έπιασε σταθερά από τον ώμο την Άμι που δίσταζε ακόμα. Η στάση της έδειχνε επιτακτικότητα αλλά και συμπάθεια.

«Καβασίμα-σαν, έγιναν πολλά μεταξύ μας, αλλά ας κάνουμε ανακωχή για την ώρα. Στο σπίτι του Ρυουτζί βρίσκεται η μητέρα του που είναι πολυάσχολη, κι επίσης ένας περίεργος κακάσχημος παπαγάλος. Θα ήταν καλύτερα να προτιμήσεις να έρθεις στο σπίτι μου.»

Μόνο και μόνο επειδή έδειχνε τόση καλοσύνη, ο Ρυουτζί αποφάσισε να τη συγχωρήσει που πρόσβαλε το κατοικίδιό του και να κάνει πως δεν την άκουσε. Η Άμι δίσταζε ακόμα λίγο, αλλά η Τάιγκα κρατώντας την από τον ώμο την τράβηξε με το ζόρι μαζί της προς την είσοδο της πολυκατοικίας.

«Α, Τάιγκα. Τι θα γίνει με το βραδινό σου;»

«Φύλαξέ το μου αν μπορείς, θα έρθω αργότερα από κει να φάω...Γιατί νομίζω πως είμαι πιο ετοιμοπόλεμη με άδειο στομάχι.»

Χωρίς να του δώσει χρόνο να τη ρωτήσει τι εννοούσε μ’αυτά τα αινιγματικά λόγια, η Τάιγκα εξαφανίστηκε μέσα στην πολυκατοικία μαζί με την Άμι.


Πολλή ώρα αργότερα, η Τάιγκα ήρθε στο σπίτι των Τακάσου για να φάει το βραδινό της,

«...Έσκασα! Τέλειο ήταν!»

Είπε χαμογελώντας με ασυνήθιστα καλή διάθεση, αφού είχε φάει τρεις ολόκληρες μερίδες σολομό με ρύζι.



Πίσω σε Κεφάλαιο 3 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Κεφάλαιο 5