Toradora! (Greek):Volume1 Chapter6

From Baka-Tsuki
Jump to navigation Jump to search

Κεφάλαιο 6

Τον πήρε ο ύπνος.

Αν και είχε ετοιμάσει τα υλικά για πρωινό και μεσημεριανό, ξέχασε να ανάψει την κουζίνα.

Ξέχασε να ταΐσει τον Ίνκο-τσαν και να του αλλάξει το νερό.

Και επειδή έφυγε βιαστικά, ανακάλυψε εκ των υστέρων ότι είχε βάλει παράταιρες κάλτσες...

«...Τ, τι στην ευχή έχω πάθει σήμερα...»

Μουρμούρισε στον εαυτό του ο Ρυουτζί καθώς κοιτούσε τα πόδια του – η δεξιά του κάλτσα ήταν μαύρη ενώ η αριστερή ήταν σκούρα μπλε.

Μόνο όταν έφτασε στο ντουλάπι των παπουτσιών στην είσοδο του σχολείου και πήγε να βάλει τα παπούτσια εσωτερικού χώρου ανακάλυψε τη γκάφα του. Η διαφορά στο χρώμα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής, όμως δε μπορούσε πια να κάνει κάτι γι’αυτό. Τα χρώματα είναι τόσο ανόμοια, πώς στο καλό κατάφερα να τα μπερδέψω;

Όμως δεν υπήρχε χρόνος να το σκεφτεί, είχε ήδη αργήσει. Ο λυκειάρχης στεκόταν δίπλα στις σκάλες και φώναζε στα παιδιά να πάνε στις τάξεις τους. Ο Ρυουτζί του έγνεψε υποτακτικά, προσπαθώντας να μην τον ερεθίσει. Δυστυχώς όμως δεν περίμενε ότι θα σκόνταφτε στις σκάλες, θα έχανε το τελευταίο σκαλί και θα χτυπούσε το καλάμι του ποδιού του, με αποτέλεσμα να μισοκλείσει τα αυστηρά μάτια του από τον οξύ πόνο. Για ευνόητους λόγους, όλοι οι πρωτοετείς που ήταν κοντά κατατρόμαξαν μόλις είδαν αυτό το θέαμα.

Αναστέναξε και έτριψε το καλάμι του. Εκείνη την ώρα, ένα πράγμα σκεφτόταν – ότι ο λόγος που αισθανόταν τόσο χάλια ήταν πιθανότατα εξαιτίας όσων είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ, όταν διέκοψε τις σχέσεις του με την Αϊσάκα.

Ο Ρυουτζί θα έπρεπε να νιώθει ανακούφιση που απελευθερώθηκε από τα κοπιαστικά πρωινά και από το μπελά να φτιάχνει ένα επιπλέον μεσημεριανό. Θα έπρεπε να είχε γυρίσει χωρίς πρόβλημα στην προηγούμενη άνετη ζωή του --- όμως αντί γι’αυτό είχε γίνει άνω κάτω --- Υποθέτω πως δε θα συνέλθω τόσο εύκολα από αυτή την προσωρινή αναστάτωση στη ζωή μου! Όταν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί και να είχε συνηθίσει να ζει σαν σκύλος, δε μπόρεσε να μη νιώσει αξιολύπητος. Κι όμως, αν και δε μπορούσε να εξηγήσει το γιατί, χωρίς τις συνηθισμένες πρωινές φωνές και τους καυγάδες, δεν αισθανόταν τόσο δραστήριος όσο πριν.

Τι να κάνει η Αϊσάκα; σκέφτηκε άσκοπα ο Ρυουτζί καθώς πήγαινε κουτσαίνοντας προς την τάξη. Να κατάφερε άραγε να σηκωθεί μόνη της χωρίς να την ξυπνήσω; Μήπως άργησε; Έφερε δικό της μεσημεριανό; (Παρόλο που το σκέφτηκε γι’αυτήν, ο ίδιος σήμερα είχε πάρει φαγητό από το παντοπωλείο.)

Τι νόημα έχει να σκέφτομαι τέτοια πράγματα; Οικτίροντας τον εαυτό του, έδιωξε μακριά αυτές τις σκέψεις, και άνοιξε την πόρτα της τάξης του. Καθώς ήταν έτοιμος να μπει μέσα...

«...Ουα;!»

Φώναξε ασυναίσθητα και έκανε πίσω, κλείνοντας και την πόρτα πίσω του.

Τι στο καλό έγινε εδώ μέσα;

Γύρισε μόνος του πίσω στο διάδρομο. Λοιπόν, καταρχήν βαθιές ανάσες. Ουφ...πουφ... Εντάξει, ηρέμησα κάπως. Μια στιγμή να σκεφτώ. Τι ήταν αυτό που είδα μόλις τώρα; Και τι μπορεί να το προκάλεσε αυτό;

Όσο και να έστυβε το μυαλό του δε μπορούσε να σκεφτεί καμία λογική εξήγηση. Έπρεπε να ξαναμπεί μέσα και να διαπιστώσει ο ίδιος τι είχε συμβεί. Ξεροκαταπίνοντας, ο Ρυουτζί ξανάπιασε το πόμολο της πόρτας και την άνοιξε προσεκτικά.

«... Έγινα σαφής;»

Ο Ρυουτζί έμεινε άναυδος.

Στα αυτιά του έφτασε μια βαθιά απειλητική φωνή με ξεκάθαρες δολοφονικές διαθέσεις. Οι παραβάτες θα εξοντωθούν ανελέητα! Οι κοφτές λέξεις χτυπούσαν σαν μαχαίρια όσους ήταν εκεί.

«Έτσι και ξανακούσω κανέναν να ξαναλέει αυτές τις ανοησίες... Θα. Μου. Το. Πληρώσει. Οπωσδήποτε!»

Όρθια στο κέντρο της τάξης, με την πλάτη γυρισμένη στον Ρυουτζί ήταν η Τάιγκα Αϊσάκα, γνωστή και ως Τίγρη Μινιατούρα.

Γύρω της ήταν διάφοροι συμμαθητές της που πάσχιζαν να την κρατήσουν σε απόσταση κολλώντας όσο μπορούσαν στους τοίχους, και έγνεφαν καταφατικά σε ό,τι έλεγε.

Τι συμβαίνει εδώ; Εκτός από αυτή την ερώτηση, ο Ρυουτζί δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο, όσο και να την επαναλάμβανε... Τι συμβαίνει εδώ;;

«... Ελπίζω πως έγινα σαφής. Δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι...»

Επανέλαβε η μικροσκοπική τίγρη. «Μάλιστα κυρία...!» απάντησαν αδύναμα όλοι, αγόρια και κορίτσια, ενώ έτρεμαν από το φόβο τους.

Ολόκληρη η τάξη ήταν ένα χάος, τα θρανία και οι καρέκλες γύρω από την Αϊσάκα αναποδογυρισμένα, οι τσάντες και το περιεχόμενό τους σκορπισμένα παντού. Ήταν λες και είχε περάσει τυφώνας από κει μέσα. Αν και η φωνή της Αϊσάκα ήταν ήρεμη, οι ώμοι της έτρεμαν, σαν να είχε μόλις σταματήσει να ουρλιάζει. Λες να...Όχι, δεν μπορεί να κάνω λάθος, αυτό είναι δουλειά της Αϊσάκα. Γιατί όμως;

«Α... Τακάσου...»

Κάποιος με πρόσεξε. Ναι, εγώ είμαι, ο Τακάσου, αλλά...

«...Τ, τι έγινε; ... Τι τρέχει εδώ;»

Γιατί με κοιτάζουν όλοι έτσι παράξενα; Δε φαίνεται να με περιφρονούν ή τίποτα τέτοιο, μάλλον μοιάζουν αμήχανοι, ή να το πω ντροπιασμένοι; Όπως και να το πω, το σίγουρο είναι ότι με κοιτάζουν παράξενα.

Και τότε η Αϊσάκα έστριψε το κεφάλι της και συνάντησε τη ματιά του. Δεν του είπε ούτε καλημέρα, απλώς ανασήκωσε το πηγούνι της με ανέκφραστο πρόσωπο και ανακοίνωσε στην τάξη «Είστε ελεύθεροι.»

Οι κατατρομαγμένοι συμμαθητές της που είχαν μαζευτεί κοντά κοντά άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν στα θρανία τους σε ομάδες των δύο και των τριών. Ένας πλησίασε τον Ρυουτζί.

«... Τ, Τακάσου... ε, εγώ λυπάμαι πολύ. Όλα αυτά ήταν εξαιτίας αυτής της ανόητης φήμης...»

«Ε; Ανόητη φήμη;»

«Ειλικρινά συγγνώμη, δε θα ξαναβάλουμε ποτέ με το μυαλό μας τέτοια πράγματα!»

«... Ε; Τι πράγματα; Τι προσπαθείτε να μου πείτε;»

Ακόμα και ο Νότο, που συνήθως τα πήγαινε καλά μαζί του, του είπε,

«... Έι Τακάσου,... κοίτα, δε φαντάζομαι τίποτα περίεργο τώρα, απλώς στ’αλήθεια νομίζω πως είσαι σπουδαίο παιδί... και υποθέτω πως σε ζηλεύω λίγο κιόλας! Λυπάμαι τόσο πολύ, δε θα ξανασκεφτώ κάτι τέτοιο ποτέ ξανά!»

Αυτά είπε με νευρικό ύφος, αλλά καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, ο Ρυουτζί τον άρπαξε από τον ώμο και τον ρώτησε επιτακτικά τι εννοούσε.

«Γ, για μια στιγμή! Για τι πράγμα μιλάτε όλοι επιτέλους; Τι στην ευχή έγινε εδώ; Αυτή είναι δουλειά της Αϊσάκα, δεν είναι; Τι έκανε αυτή τη φορά;»

«Όχι, δηλαδή...»

«Εξηγήσου τώρα αμέσως!»

Ο Νότο φαινόταν πραγματικά αμήχανος, τα μάτια του απέφευγαν συστηματικά το βλέμμα του Ρυουτζί. Γενικά, ο Νότο ήταν ένας από τους λίγους που δε φοβόντουσαν τα μάτια του Ρυουτζί, ακόμα και όταν τον ανέκρινε έτσι. Όμως ο Ρυουτζί δεν εννοούσε να τον αφήσει αν δεν έπαιρνε απάντηση... Ο Νότο το κατάλαβε πως δε θα ξέμπλεκε αλλιώς, και άρχισε να λέει αόριστα, «Να, λοιπόν, πώς να το πω;»

«Είναι που... κρυφακούσαμε αυτά που λέγατε... και διαδίδαμε κάποια κουτσομπολιά για σένα και την Τίγρη Μινιατούρα...»

«Κουτσομπολιά;»

«Ε... ναι, λέγαμε μεταξύ μας ότι... εσείς οι δύο τα έχετε... Και η Τίγρη Μινιατούρα έγινε θηρίο γι’αυτό το λόγο. Είπε σε όλους μας, «Δεν έχω καμία απολύτως σχέση με τον Τακάσου-κουν!» Και μετά άρχισε να τα σπάει όλα... Ήταν στ’αλήθεια πολύ τρομακτικό... Ήταν η πρώτη φορά που είδα με τα μάτια μου την Τίγρη Μινιατούρα να κάνει τέτοιο σαματά. Δε θα ξαναπάω ποτέ ενάντια στη θέλησή της. Και μετά είπε «Τέρμα οι ανοησίες! Τέρμα οι παρεξηγήσεις και τα λάθος συμπεράσματα! Αν ξανατολμήσετε να διαδώσετε κουτσομπολιά σαν αυτό, θα σας σκοτώσω! Όλους μέχρι τον τελευταίο!» Ούτε η Κουσιέντα δε μπορούσε να τη σταματήσει... Έτσι δεν είναι, Κουσιέντα;»

Ο Νότο απευθύνθηκε στη Μινόρι Κουσιέντα, που περνούσε από κει... Κανονικά, αυτή υποτίθεται ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε στενές σχέσεις με την Τίγρη Μινιατούρα, όμως αυτή τη φορά το συνηθισμένο λαμπερό της χαμόγελο έλειπε από το πρόσωπό της.

«Ε...εμμ, Τακάσου-κουν, εγώ...»

Είχε πάρει σοβαρό ύφος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι καθώς κοιτούσε τον Ρυουτζί στα μάτια... Μοιάζει σαν να θέλει να μου πει κάτι. Και τότε...

«Μινορίν, μην ξαναπείς αυτές τις βλακείες, αλλιώς θα θυμώσω, ακόμη και μαζί σου---»

Δήλωσε με έντονο ύφος η Αϊσάκα πίσω της.

«Μινορίν, πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη και από τον Τακάσου-κουν... Πρέπει να του πεις πως ξέρεις ότι όλα χτες ήταν μια παρεξήγηση... Πες το και να το εννοείς! Όλα αυτά έγιναν επειδή οι συμμαθητές μας διέδωσαν αυτές τις φήμες... Γιατί θέλω κυρίως εσύ να καταλάβεις ότι όλα αυτά ήταν παρεξήγηση.»

«... Τάιγκα.»

«Πες το, Μινορίν!»

Το στόμα της Αϊσάκα σούφρωσε καθώς εκνευριζόταν όλο και περισσότερο, σαν παιδί. Με τα φρύδια ζαρωμένα, αγριοκοίταζε τη Μινόρι κατευθείαν στα μάτια χωρίς να κοιτάει καν τον Ρυουτζί.

Η Μινόρι έμεινε για αρκετή ώρα αμίλητη, κοιτάζοντας το άγριο βλέμμα της Αϊσάκα. Στο τέλος, παραδεχόμενη την ήττα της, είπε «Εντάξει» και ξαναγύρισε στον Ρυουτζί,

«Τακάσου-κουν, συγγνώμη που σας παρεξήγησα χτες.»

«... Λ, λοιπόν....σ, στ’αλήθεια δεν υπάρχει... λόγος να ζητάς συγγνώμη...»

«Η Τάιγκα...!»

Η αγαπημένη του Ρυουτζί τον κοίταξε προβληματισμένη. Αν και του είχε ζητήσει συγγνώμη, εξακολουθούσε να φαίνεται σαν κάτι να την ενοχλούσε,

«...Η Τάιγκα ήταν που μου είπε να το πω αυτό. Ήθελε να σου πω ότι ξέρω ότι όλα αυτά ήταν μια παρεξήγηση. Όμως... ακόμα δεν το πιστεύω ότι η Τάιγκα θα έκανε κάτι τέτοιο...»

«Ή μήπως...» Καθώς ήταν έτοιμη να προσθέσει κάτι ακόμα, η ευαίσθητη ισορροπία ξαφνικά διαλύθηκε...

«Ουα;! Τι ακαταστασία είναι αυτή;! Δεν το πιστεύω ότι με το που άργησε λίγο ο εκπρόσωπος της τάξης κατάντησε η αίθουσα σ’αυτά τα χάλια!»

Ο Κιταμούρα ανήγγειλε την άφιξή του με αυτό τον πομπώδη τρόπο. Η Μινόρι κατάπιε αυτό που πήγαινε να πει και άφησε τον Ρυουτζί. Πηγαίνοντας προς το θρανίο της έδωσε μια καρπαζιά στην Αϊσάκα και της είπε, «Μην είσαι τόσο κατσούφα!», ξαναβρίσκοντας τη συνηθισμένη της ευθυμία.

Στη συνέχεια άρχισαν όλοι να ταχτοποιούν τα θρανία και τις καρέκλες τους κάτω από την καθοδήγηση του Κιταμούρα που δεν είχε καταλάβει τίποτα.

«Άντε, κουνηθείτε παιδιά! Έτσι και το δει αυτό η Κοϊγκακούμπο, θα πάθει τέτοιο σοκ που θα καθυστερήσει τους γάμους της!»

Ο Ρυουτζί ακολούθησε με το βλέμμα του την Αϊσάκα που προχώρησε προς τον Κιταμούρα. Στάθηκε πολύ κοντά του και του ψιθύρισε κάτι που μόνο αυτός άκουσε.

Ο Κιταμούρα στην αρχή φάνηκε μπερδεμένος, αλλά γρήγορα ξαναβρήκε το εύθυμο ύφος του και έγνεψε καταφατικά στην Αϊσάκα.

Ο Ρυουτζί είδε τα χείλη της Αϊσάκα να λένε – Έχω κάτι να σου πω. Θέλω να σε δω μετά το σχολείο. – Ή κάτι τέτοιο.

Όλα πήγαν καλά αυτή τη φορά. Δεν τραύλισε από νευρικότητα, ούτε καν σκόνταψε, τίποτα. Η Αϊσάκα κατάφερε επιτέλους να καλέσει τον Κιταμούρα, και χωρίς βοήθεια από κανέναν.


* * *


Έτσι τέλειωσε άλλη μια μέρα για την επεισοδιακή τάξη 2-Γ. Ολόκληρη εκείνη τη μέρα, ο Ρυουτζί δεν άφησε από τα μάτια του τον Κιταμούρα και την Αϊσάκα.

Όταν η αμετανόητη γεροντοκόρη με το μοντέρνο κόκκινο φόρεμα έφυγε από την τάξη μετά το τέλος των μαθημάτων, όλη η τάξη ζωήρεψε ξανά. Κάποιοι έτρεχαν για να πάνε στη λέσχη τους, κάποιοι πήγαιναν σε συναντήσεις, κάποιοι περίμεναν άλλους για να πάνε σπίτι μαζί, και άλλοι πάλι συνέχιζαν την κουβέντα που έκαναν πριν τελειώσει το μάθημα – και κάποιοι αντάλλαξαν ματιές και βγήκαν μαζί από την τάξη.

Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, ο Ρυουτζί άφησε το θρανίο του και προχώρησε γρήγορα πίσω από την Αϊσάκα και τον Κιταμούρα που είχαν φύγει πριν από λίγο.

Αυτό δε μου φαίνεται σωστό, όμως... Μετά από λίγα δευτερόλεπτα δισταγμού, Όμως... Αν και εξακολουθούσε να αμφιβάλλει γι’αυτό που έκανε, τα πόδια του συνέχιζαν να προχωρούν αθόρυβα μπροστά.

Όμως, αυτή είναι η πιο σημαντική στιγμή για την Αϊσάκα! Και δεν είναι ότι δεν ξέρω πόσο αδέξια είναι. Μπορεί να σκοντάψει, μπορεί να πέσει από τη σκάλα, μπορεί να τραυλίσει την κρίσιμη στιγμή, ή ακόμα και να βάλει τα κλάματα... Γιατί η αδεξιότητα της Αϊσάκα είναι μνημειώδης, και μόνο εγώ το ξέρω αυτό.

Γι’αυτό, γι’αυτό ανησυχώ τόσο... Πρέπει να την προσέχω... ώστε...

Ώστε...τι;

«...!»

Τα πόδια που ακολουθούσαν τους άλλους δύο ξαφνικά ακινητοποιήθηκαν πάνω στη σκάλα.

Ο Ρυουτζί αναρωτήθηκε ξανά,

Ώστε, τι; Εντάξει, ανησυχώ για αυτό το αδέξιο και ανόητο πλάσμα, όμως τι μπορώ να κάνω; Να τη βοηθήσω; Αλλά πώς; «Ας πούμε πως όλα αυτά δεν έγιναν ποτέ, ας συνεχίσουμε όπως ήμασταν πριν το ερωτικό γράμμα!» Αυτή η ίδια το είπε.

Αν είναι έτσι, πρέπει να σβήσω από την καρδιά μου όλα αυτά που μόνο εγώ ξέρω για την Αϊσάκα. Και αντί να σκέφτομαι εκείνες τις θλιβερές στιγμές, καλύτερα να σκεφτώ την τωρινή μου κατάσταση! Ακόμα και αν αυτή η αδέξια δεν καταφέρει να εξομολογηθεί τα αισθήματά της, πώς να τη βοηθήσω εγώ; Τι να κάνω, να πάω και να της πω ‘Είσαι εντάξει; Θα σε προστατέψω εγώ!’ Πόσο γελοίο θα ήταν κάτι τέτοιο; Ούτε γι’αστείο δεν το λες.

Ο Ρυουτζί ζάρωσε το μέτωπό του και μισόκλεισε τα άγρια μάτια του, σαν να προσπαθούσε να εκτοξεύσει θανατηφόρες ακτίνες...αν και δεν ήταν καθόλου θυμωμένος. Ας πάω προς την είσοδο, όχι δηλαδή πως θέλω να εμποδίσω κάποιον ενοχλητικό να περάσει, αλλά... Αν και κανείς δε θα καταλάβαινε, δεν ήταν αυτός ο πραγματικός του λόγος.

Αααχ--- Αναστέναξε βαθιά.

«... Καλύτερα να πάω σπίτι!»

Ανάγκασε τον εαυτό του να αλλάξει κατεύθυνση και πήρε τον αντίθετο δρόμο από αυτόν που είχαν πάρει οι άλλοι δύο, γυρίζοντας στην τάξη. Χωρίς κανείς να το καταλάβει, αυτό το παιδί φαινόταν να έχει ψηλώσει μερικά εκατοστά τις τελευταίες μέρες.


Ο Νότο και ο Χαρούτα, που είχε γνωριστεί πρόσφατα με τον Ρυουτζί, τον είχαν καλέσει να πάει κάπου μαζί τους, όμως αυτός αρνήθηκε και επέστρεψε στο θρανίο του. Γιατί είμαι τόσο αναστατωμένος; Γιατί δε θέλω ούτε να πάω να διασκεδάσω με τους φίλους μου ούτε να γυρίσω σπίτι; Στ’αλήθεια δε θέλω να πάω σπίτι τώρα. Έτσι ο Ρυουτζί αποφάσισε να πάει σε ένα βιβλιοπωλείο να σκοτώσει λίγο την ώρα του.

Καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, Ας πάω πρώτα στην τουαλέτα! Και προχώρησε μόνος του στο διάδρομο...

Προσπέρασε κάποιον που σκούπιζε τα χέρια του και βρέθηκε ολομόναχος μέσα στις τουαλέτες, που ήταν απόκοσμα σιωπηλές. Μπορούσε να μυρίσει μια ασυνήθιστα έντονη οσμή απορρυπαντικού.

Καθώς έπλενε τα χέρια του στο νιπτήρα, ο Ρυουτζί κοιτούσε το πρόσωπό του στον καθρέφτη – ήταν το ίδιο, βαρετό πρόσωπο όπως πάντα. Αυτό δεν ήταν κάτι νέο γι’αυτόν, τουναντίον, είχε αρχίσει μάλλον να τον κουράζει, κι έτσι... Ακριβώς όπως το είχα φανταστεί...

Οι σκέψεις που έκανε ο Ρυουτζί δεν ήταν για το δικό του πρόσωπο, αντίθετα, αυτό που σκεφτόταν ήταν...

«... Η έκφρασή της ήταν στ’αλήθεια τρομακτική...»

Άραγε να βάζει η Τίγρη Μινιατούρα τα δυνατά της τώρα;

Όλη εκείνη τη μέρα, και στα μαθήματα και στα διαλείμματα, ο Ρυουτζί έριχνε διαρκώς ματιές στο πρόσωπο της Αϊσάκα. Καθώς πλησίαζε το τέλος των μαθημάτων, η έκφραση της Αϊσάκα άλλαζε κάθε δευτερόλεπτο. Όταν τελείωσε η τελευταία ώρα πριν από λίγο, το πρόσωπό της είχε χάσει εντελώς το χρώμα του – δεν ήταν ούτε κόκκινο ούτε πράσινο, ήταν άσπρο σαν χαρτί.

Ο Ρυουτζί σκέφτηκε, Αφού πρόκειται να κάνει εξομολόγηση, θα έπρεπε να πάρει πιο χαριτωμένο ύφος. Τι χαζό κορίτσι.

Και μιλώντας για χαζομάρα, θυμήθηκε τη φασαρία το πρωί, όταν η Αϊσάκα έκανε την τάξη άνω κάτω, και μέχρι που μίλησε αυστηρά στην καλύτερή της φίλη τη Μινόρι. Επειδή ήταν η Μινόρι ήταν που είχε πάρει τέτοιο σοβαρό ύφος.

Αυτό σημαίνει, ότι το έκανε για μένα... Όλα τα έκανε για τον Ρυουτζί.

Έκανε ό,τι έκανε για να σταματήσει η αγαπημένη του, η Μινόρι, να τον παρεξηγεί. Μόνο και μόνο γι’αυτό έκανε τέτοιο σαματά.

Τώρα που το καλοσκεφτόταν, η Αϊσάκα δεν έκανε το ίδιο για τον εαυτό της, για να διαλύσει τη λάθος εντύπωση που είχε ο Κιταμούρα γι’αυτήν – γιατί απλούστατα ο Κιταμούρα δεν ήταν μπροστά όταν έγινε η όλη σκηνή.

Με άλλα λόγια, όλα αυτά τα έκανε μόνο για τον Ρυουτζί, γι’αυτόν και μόνο αυτή...

«...Τι... τι...»

Καθώς αναστέναξε, οι λέξεις που ήθελε να πει εξαφανίστηκαν. Χοντροκομμένος, αδέξιος, ηλίθιος τρόπος να κάνεις κάτι... Τελικά, ο Ρυουτζί δε μπόρεσε να το πει.

Είναι στ’αλήθεια απαραίτητο να καταφεύγει σε τέτοιες μεθόδους για τα πάντα; Σίγουρα υπάρχουν άλλες, πιο ευπρεπείς μέθοδοι για να λυθούν αυτά τα προβλήματα. Να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να έχει κάτι να κερδίσει, είναι στ’αλήθεια... ευγενική σε σημείο να τη λυπάται κανείς. Ο Ρυουτζί πίστευε ειλικρινά πως, Η Αϊσάκα στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ ευγενικό κορίτσι. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, είχε χρησιμοποιήσει το πιο αταίριαστο επίθετο για να περιγράψει την Τίγρη Μινιατούρα. Όμως δε γινόταν αλλιώς, γιατί αυτή ήταν η αλήθεια.

«Ευγενική...» είπε μαλακά ο Ρυουτζί. Αυτή που έκλαιγε λέγοντας ότι δεν ήξερε πώς να είναι ευγενική με τους άλλους ήταν τελικά η πιο ευγενική απ’όλους. Αυτοί που δεν την είχαν γνωρίσει από κοντά δε θα το μάθαιναν ποτέ, αλλά για τον Ρυουτζί, αυτή ήταν η αλήθεια.

«ΟΥΑ!»

Μια κραυγή ακούστηκε ξαφνικά και ο Ρυουτζί γύρισε ασυναίσθητα το κεφάλι του.

Ένας μαθητής που είχε μόλις μπει στις τουαλέτες κοκκάλωσε και άρχισε να ουρλιάζει από φόβο. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε αυτός που στεκόταν πίσω του. Ένα δευτερόλεπτο μετά άρχισε κι αυτός να ξεφωνίζει, «Ουα! Σ, συγγνώμη για την ενόχληση!!!» Αυτό που τους έκανε να τρομάξουν τόσο ήταν απλώς η κοφτερή ματιά που τους έριξε ο Ρυουτζί. Για τους υπόλοιπους μαθητές, τόσο ο Ρυουτζί όσο και η Τίγρη Μινιατούρα ήταν πάντα δημόσιοι κίνδυνοι.

Να δεις που θα τρέξουν και θα πουν σε όλους ‘Ο Τακάσου έκανε κατάληψη στις τουαλέτες, μην πλησιάζετε, είναι επικίνδυνος’ ή κάτι ανάλογο. Αυτό σημαίνει πως δε θα τολμήσει κανείς να μπει εδώ. Τόσο το καλύτερο! Δεν είχε όρεξη να δει κανένα, και επομένως αυτό τον βόλευε μια χαρά.

Τέλος πάντων, αφού δεν πρόκειται να μπει κανείς τώρα σύντομα, ας αερίσουμε λιγάκι! σκέφτηκε ο Ρυουτζί, Αυτή η υγρασία προκαλεί δυσοσμία. Απορροφημένος από την εμμονή του με την καθαριότητα, πήγε προς το παράθυρο για να το ανοίξει.

Ξεκλείδωσε το πόμολο, άνοιξε το παράθυρο... και έμεινε κάγκελο.


«Κιταμούρα-κουν! Εγώ, Κιταμούρα-κουν... Κιταμούρα-κουν... λ...λοιπόν... εμμ...»

....ΕΕΕΕ!; Ο Ρυουτζί έπνιξε μια κραυγή καθώς στεκόταν εκεί μαρμαρωμένος. Έπιασε το κεφάλι του, Μήπως έχω παραισθήσεις; Αλλά όχι, δεν είχε. Και αυτό σήμαινε ότι...

Άκουγε τη φωνή της Αϊσάκα δυνατά και καθαρά.

Η τουαλέτα των αγοριών βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Από κάτω ήταν η τουαλέτα των επισκεπτών, και ακριβώς απέξω ήταν ο σχολικός κήπος – ένας μικρός χώρος στριμωγμένος ανάμεσα στο παράθυρο της τουαλέτας και τη συστάδα των δέντρων δίπλα. Μην τολμώντας να πιστέψει τα αυτιά του, έβγαλε προσεκτικά το κεφάλι του και κρυφοκοίταξε, ελπίζοντας πως είχε παρακούσει. Δυστυχώς, ακόμα και αυτή η αμυδρή ελπίδα διαψεύστηκε αμέσως.

Η Αϊσάκα και ο Κιταμούρα στεκόντουσαν ακριβώς σε αυτό το απομονωμένο σημείο. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με ένα δράμι μυαλό θα ήξερε ότι όποιος πάει στην τουαλέτα θα μπορούσε να τους ακούσει!

«Αν είναι δυνατόν... γιατί... διάλεξε να του μιλήσει ακριβώς έξω από την τουαλέτα...»

... Ηλίθια!

Ο Ρυουτζί έπιασε το κεφάλι του και βόγγηξε. Κάθησε σταυροπόδι κάτω από το παράθυρο. Ευτυχώς που σπάνια περνάει κάποιος από δω – επειδή μυρίζει.

Καθισμένος σταυροπόδι χωρίς να ακουμπάει στο έδαφος, ο Ρυουτζί ήταν στα όρια της ασφυξίας καθώς είχε χώσει το κεφάλι του μέσα στα γόνατά του κάτω από το ανοιχτό παράθυρο. Αϊσάκα, είσαι εντελώς ηλίθια! Τι θα γινόταν αν κάποιος έμπαινε όπως εγώ τώρα και άνοιγε το παράθυρο; Δε θα τους έβλεπαν;!

Δεν το πιστεύω αυτό... Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, ο Ρυουτζί αποφάσισε να μείνει εκεί για την ώρα. Αν μπει κανείς μέσα, θα του ρίξω μια απ’αυτές τις άγριες ματιές μου για να φύγει. Αυτό ήταν το σχέδιό του.

Όπως και να’χει, καλύτερα να κλείσω το παράθυρο. Δε θέλω να κρυφακούσω. Καθώς ο Ρυουτζί ήταν έτοιμος να σηκωθεί...

«Για μισό λεπτό!»

Ακούγοντας τη φωνή του Κιταμούρα έμεινε ακίνητος στη θέση του.

«Νομίζω πως ξέρω πού το πας, αλλά επειδή θα φανώ γελοίος αν κάνω λάθος, προτού σε ακούσω, θα ήθελα να σιγουρευτώ για κάτι... Λοιπόν, πες μου, βγαίνεις με τον Τακάσου;»

Η καρδιά του Ρυουτζί σταμάτησε για μια στιγμή. Δε μπορώ να στέκομαι εδώ και να κρυφακούω... ή μάλλον να κάθομαι και να κρυφακούω. Έτσι έλεγε στον εαυτό του, αλλά όταν άκουσε το όνομά του, δε μπόρεσε να μη στήσει αυτί. Δεν είναι σωστό αυτό που κάνω, πρέπει να κλείσω το παράθυρο, ή να φύγω από δω αμέσως...

«Ο, ο Τακάσου-κουν...»

Παρόλο που σκεφτόταν έτσι...

Όμως δε μπορούσε να κουνηθεί. Ήταν σαν να τον κρατούσε δεμένο η νευρική φωνή της Αϊσάκα.

«Ο Τακάσου-κουν είναι, είναι... είναι, είναι... είναι...»

Δεν εννοούσε να προχωρήσει παρακάτω, απλώς έλεγε «είναι» ξανά και ξανά.

Ηλίθια! Τι κάνεις;! Τι περιμένεις;! Κάντην αυτή την εξομολόγηση! Τι στέκεσαι σαν κούτσουρο έξω από την τουαλέτα;! Φώναξε ο Ρυουτζί από μέσα του καθώς καθόταν εκεί σιωπηλός. Όμως η Αϊσάκα δε μπορούσε να συνεχίσει.

Κάτω από την πιεστική σιωπή, δε μπορούσε ούτε να συνεχίσει να λέει «είναι». Σε μια τέτοια κατάσταση, οποιοδήποτε φυσιολογικό αγόρι θα φρίκαρε από την ένταση και θα έλεγε κάτι του τύπου «Αν αυτό είναι όλο, να πηγαίνω καλύτερα!» Και ο Κιταμούρα... όσο να πεις, είναι πιο πολυάσχολος από τους περισσότερους. Αν φύγει τώρα, δε θα μάθει ποτέ τα αισθήματα της Αϊσάκα.

Γι’αυτό πες το επιτέλους! Πρέπει να το πεις! Ο Ρυουτζί έσφιξε τις γροθιές του και έτριξε τα δόντια του, ξεχνώντας ακόμα και να πάρει ανάσα. Παρόλα αυτά, η Αϊσάκα παρέμεινε σιωπηλή. Η σιωπή φαινόταν να διαρκεί για πάντα.

Μήπως ήταν χαμένη υπόθεση από την αρχή; Δεν μπορούσε ούτε να του μιλήσει φυσιολογικά στην τάξη και τώρα θέλει να κάνει εξομολόγηση;! Είναι πολύ παρακινδυνευμένο! Αυτό θα είναι το τέλος; Ο Ρυουτζί έκλεισε απελπισμένος τα μάτια του.

Και εκείνη τη στιγμή...

Toradora vol01 227.jpg

«Η σχέση μου με τον Τακάσου-κουν ήταν μια παρεξήγηση της Μινορίν! Α, αυτός που αγαπάω στ’αλήθεια....»

Ένα αεράκι φύσηξε.

«... Είσαι εσύ, Κιταμούρα-κουν!»

Ααααχ!!!

Τα πόδια του Ρυουτζί λύγισαν και παραλίγο να σκάσει κάτω. Κρατήθηκε απεγνωσμένα από τον τοίχο.

Κρατώντας την ανάσα του, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, πάσχιζε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Τελικά χρειάστηκε να το κλείσει με τα χέρια του για να μη φωνάξει δυνατά αυτό που φώναζε η καρδιά του, Μπράβο, κορίτσι μου!

Παρόλο που δε μπορούσε ούτε να του πιάσει κουβέντα, παρόλη τη νευρικότητά της, η Αϊσάκα κατάφερε τελικά να εξομολογηθεί τα αισθήματά της στον Κιταμούρα. Εγώ πιθανότατα δε θα μπορούσα να κάνω το ίδιο˙ αν έπρεπε τώρα να πάω και να κάνω εξομολόγηση στη Μινόρι όπως έκανε αυτή τώρα, δε νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω. Αν και εγώ ήμουν που παρότρυνα την Αϊσάκα να βάλει τα δυνατά της, αν έπρεπε να κάνω εξομολόγηση όπως αυτή... δε θα μπορούσα να το κάνω. Με κανένα τρόπο δε θα μπορούσα να είμαι τόσο ευθύς όσο αυτή.

Καθώς ήχησε η λέξη «αγαπάω», ο Ρυουτζί, ο παρείσακτος, ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει ένα αστραφτερό βέλος γεμάτο αποφασιστικότητα και αγνότητα. Το βέλος που κουβαλούσε τα αισθήματα της Αϊσάκα, δε μπορεί παρά να είχε φτάσει στην καρδιά και το σώμα του Κιταμούρα.

Ναι, όλα είναι εντάξει. Έτσι, τα αισθήματά της θα πάνε εκεί που πρέπει να πάνε, και θα τα λάβει αυτός που πρέπει.

Οπότε αυτή η αίσθηση απογοήτευσης πρέπει να είναι της φαντασίας μου.

«Αγαπάς εμένα...; Η σχέση σου με τον Τακάσου ήταν μια παρεξήγηση; Η Κουσιέντα κατάλαβε λάθος; Παρεξήγησε τον Τακάσου και σένα;»

«... Ν, ναι. Της το είπα, αλλά η Μινορίν δεν εννοούσε να με πιστέψει...»

Ο Κιταμούρα σκέφτηκε για λίγο και έμεινε ακίνητος, ώσπου τελικά κατάλαβε και είπε,

«Καταλαβαίνω. Τότε λυπάμαι πολύ που κατάλαβα λάθος. Αυτό έγινε επειδή η Κουσιέντα μπορεί να είναι πολύ ισχυρογνώμων με τις ιδέες της ώρες ώρες... Ναι, νομίζω ότι καταλαβαίνω τώρα.»

«Εμμμ...»

Η φωνή του Κιταμούρα ήταν ήρεμη όπως συνήθως.

Η φωνή της Αϊσάκα ήταν ουδέτερη όπως συνήθως.

Ο Ρυουτζί αναστέναξε καλύπτοντας πάντα το στόμα του για να μην ξεφύγει κανένας ήχος.

Η σιωπή τύλιξε την τουαλέτα των αγοριών. Καθώς καθόταν εκεί προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, ο Ρυουτζί ένιωθε τη σιωπή να πάλλεται γύρω του.

Ήθελε να απαλλαγεί από αυτό το αδιάκοπο καρδιοχτύπι και να σηκωθεί, να κλείσει το παράθυρο και να πάει σπίτι του...

«Ό, ό, όμως! Όμως!»

Εκείνη τη στιγμή.

Η φωνή της Αϊσάκα ξανακούστηκε δυνατά από το παράθυρο.

«Όμως, δεν τον μισώ καθόλου τον Τακάσου-κουν! Καθόλου μα καθόλου! Όταν ήμουν μαζί του, δεν ένιωθα να μου έχει κοπεί η ανάσα! Εγώ που κάθε στιγμή ένιωθα να ασφυκτιώ... όμως ο Τακάσου-κουν... ο Ρυουτζί μέχρι που μου έφτιαξε ωραίο τηγανητό ρύζι όταν πείναγα! Όποτε χρειαζόμουν κάποιον δίπλα μου, μόνο ο Ρυουτζί ήταν εκεί! Με ενθάρρυνε ακόμα και όταν έπρεπε να πει ψέματα για να το κάνει! Πάντα έτσι ήταν, έτσι... νομίζω! Ακόμα και τώρα! Πονάω, νιώθω σαν να με σκίζουν στα δυο, που εγώ και ο Ρυουτζί... όμως πάντοτε... ακόμα και τώρα! Ήταν επειδή ο Ρυουτζί ήταν δίπλα μου! Επειδή ήταν αυτός μαζί μου μπόρεσα να είμαι εδώ τώρα...!»

Ο Ρυουτζί πάγωσε.

Τι κάνεις;! ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΝΕΙΣ;!

Εκείνη τη στιγμή, η Αϊσάκα δήλωνε μεγαλόφωνα, έτοιμη να βάλει τα κλάματα,

«Δεν τον μισώ καθόλου. Για μένα, ο Ρυουτζί... είναι...»

Αυτό ακούγεται ακριβώς σαν... σαν...

«Έτσι, ε;»

Η φωνή του Κιταμούρα ήταν εύθυμη.

«Εντάξει, νομίζω πως κατάλαβα τα αισθήματά σου, Αϊσάκα. Όπως και να’χει... εσύ και ο Τακάσου στ’αλήθεια τα πάτε πολύ καλά. Με ανακουφίζει που σε ακούω να τα λες αυτά.»

«Σ, σε ανακουφίζει;»

«Ναι, κι έπειτα, θυμάσαι; Ήταν ακριβώς σαν σήμερα πέρσι που σου έκανα εγώ εξομολόγηση. Θυμάμαι που σου είπα ότι είχα μαγευτεί από την ομορφιά σου και την ευθύτητα με την οποία εκδήλωνες το θυμό σου, νομίζω.»

Ο Ρυουτζί σοκαρίστηκε τόσο από αυτή την αποκάλυψη που άκουγε για πρώτη φορά, ώστε σχεδόν δάκρυσε. Η Αϊσάκα έμεινε σιωπηλή. Ο μόνος που τα πόδια του έτρεμαν από το σοκ ήταν ο Ρυουτζί, ο μόνος που δεν ήξερε τίποτα ήταν ο Ρυουτζί.

«Βέβαια με απέρριψες το επόμενο δευτερόλεπτο.»

«... Ναι, θυμάμαι! Πώς θα μπορούσα... να το ξεχάσω; Τέτοια παράξενη εξομολόγηση, μόνο εσύ θα μπορούσες να την κάνεις, Κιταμούρα-κουν. Από τότε, κάθε φορά που ερχόσουν στην τάξη μας να βρεις τη Μινορίν για να κουβεντιάσετε ζητήματα της λέσχης, πάντα σκεφτόμουν, ‘Αα... εσύ ήσουν που...’ Θυμάμαι τα πάντα!»

«Ώστε θυμάσαι! Επειδή ποτέ δε φάνηκες να με προσέχεις, νόμιζα πως το είχες κιόλας ξεχάσει! Σου έκανα εξομολόγηση τότε γιατί σε έβρισκα αληθινά όμορφη, αλλά από τότε που άρχισες να κάνεις παρέα με τον Τακάσου, έγινες ακόμα πιο γοητευτική... γιατί πάντοτε έπαιρνες τόσο ενδιαφέρουσες εκφράσεις.»

«Ε, ενδιαφέρουσες εκφράσεις; Εγώ;»

«Ναι, όποτε ήσουν με τον Τακάσου, είχες πάντοτε πολύ ενδιαφέρουσα έκφραση, και αυτό με ανακούφιζε. Ο Τακάσου είναι στ’αλήθεια πολύ καλό παιδί! Και για να μπορεί να καταλάβει ένα κορίτσι σαν κι εσένα, νομίζω πως είναι πραγματικά σπουδαίος.»

Ο Κιταμούρα φαινόταν να χαμογελάει εύθυμα. Και τότε...

«Τ, τ... ΤΙ ΕΙΠΑ ΜΟΛΙΣ ΤΩΡΑ;!»

Συνειδητοποιώντας τη γκάφα της, η Αϊσάκα κραύγασε.

«Γ, για μισό λεπτό... Τι έλεγα; ... Κι εσύ, Κιταμούρα-κουν, τι είναι αυτά που λες;! Σου είπα ήδη ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μένα και τον Ρυουτζί, ότι... ε;! Έχω ενδιαφέρουσα έκφραση;! Όχι... Εεε;! Όχι, περίμενε! Περίμενε! Έκανα εξομολόγηση μόλις τώρα;! Στ’αλήθεια έκανα εξομολόγηση μόλις τώρα;! Μα... δεν μπορεί! Εεεεε;!»

«Ωχ όχι, πώς γίναμε έτσι;» Επαναλάμβανε η Τίγρη Μινιατούρα συνέχεια, σαν να είχε χάσει τα λογικά της. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Κιταμούρα, πιθανότατα δε θα είχε ιδέα πώς να το χειριστεί αυτό,

«Αϊσάκα, είναι εντάξει.»

«Ε, ε, ε, ε, εντάξει;! Τι εννοείς εντάξει;! Δεν κατάλαβα καλά καλά τι είπα μόλις τώρα! Πώς μπορεί να είναι εντάξει αυτό;!»

«Σου είμαι πολύ ευγνώμων για τα αισθήματά σου, και είμαι πολύ ευτυχής. Είμαι βέβαιος πως θα γίνουμε καλοί φίλοι από δω και πέρα.»

«... Φ, φίλοι...;»

Η Αϊσάκα είχε ταραχτεί τόσο που είχε χάσει τα λόγια της.

«Ναι, καλοί φίλοι.»

Καλοί φίλοι.

Δεν ήταν ακριβώς το είδος της σχέσης που επιδίωκε η Αϊσάκα. Γι’αυτό πρέπει τώρα να του απαντήσει «Δεν είναι έτσι!» Πρέπει να το κάνει... σκέφτηκε ο Ρυουτζί.

Αυτό θα έπρεπε να κάνει, αλλά,

«... Φίλοι... Εγώ και... εσύ, Κιταμούρα-κουν...;»

Το φυσιολογικό θα ήταν να το πει, αλλά,

η Αϊσάκα δεν το είπε ποτέ, δεν είπε ποτέ Σ’αγαπάω, δε θέλω να είμαι φίλη σου, θέλω να είμαι το κορίτσι σου. Στο τέλος, οι ψίθυροι της Αϊσάκα έγιναν όλο και πιο δύσκολο να ακουστούν...

Σε απέρριψα όταν μου έκανες εξομολόγηση, αλλά καθώς σε παρατηρούσα μετά, άρχισες να μου αρέσεις κι εμένα. Τώρα σε αγαπάω στ’αλήθεια, και θέλω να γίνουμε ζευγάρι.

... Ποτέ δεν επανέλαβε δυνατά το πιο σημαντικό απ’όλα.

Η υποτιθέμενη σούπερ εγωκεντρική Τίγρη Μινιατούρα είχε παγιδευτεί από μόνη της. «Εμμμ,» μουρμούρισε, έκανε πίσω και σταμάτησε εκεί.

«Λοιπόν, τα λέμε αύριο!»

Είπε ο Κιταμούρα με το συνηθισμένο ξένοιαστο ύφος του. Τα καλά νέα ήταν ότι η συμπεριφορά του ήταν ακόμα όπως συνήθως. Τα κακά νέα ήταν ότι δεν είχε καταλάβει το παραμικρό από όσα είχαν γίνει.

Η Αϊσάκα μάζεψε κι αυτή τα κομμάτια της, ηρέμησε την ξέφρενη πορεία του μυαλού της, και επέστρεψε στο συνηθισμένο ανέκφραστο ύφος της,

«Τα λέμε αύριο.»

Ο Ρυουτζί κατέβασε απογοητευμένος το κεφάλι του. Έξυσε το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια του. Από τον ήχο των βημάτων, μπορούσε να καταλάβει ότι οι δυο τους είχαν φύγει προς αντίθετες κατευθύνσεις. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βογγήξει,

«... Τόσο χαζό κορίτσι...»

... Ο Κιταμούρα δεν κατάλαβε ποτέ τι ήθελες να του πεις, που να πάρει και να σηκώσει!

Η ευθύτητά σου για την οποία έλεγε ο Κιταμούρα, πόσο καλά τη γνωρίζει στην πραγματικότητα; Τα δάκρυά σου, το γέλιο σου, τη ντροπή σου, τη μοναξιά σου, την αγάπη σου γι’αυτόν... πόσα από όλα αυτά τα πολύτιμα, εύθραυστα αισθήματα κράτησες κρυμμένα;

Όσο οδυνηρά και ευγενή και αν ήταν αυτά τα αισθήματα, ποτέ δεν τον άφησες να τα κατανοήσει στ’αλήθεια! Ποτέ δεν τον άφησες να σε καταλάβει στ’αλήθεια!

Ο Ρυουτζί στάθηκε στα ξυλιασμένα πόδια του και βγήκε αργά έξω.

«Αντίο.» Η Αϊσάκα φαινόταν τόσο ήρεμη όταν το είπε αυτό, όμως είμαι σίγουρος ότι έκρυβε κάποια αισθήματα που δε θα καταλάβαινε κανείς όταν έφυγε μόνη της.

Είμαι σίγουρος ότι κλαίει με μια φωνή που δεν ακούει κανείς καθώς περπατάει με την πλάτη της γυρισμένη στον Κιταμούρα, ότι τα δάκρυά της πέφτουν κάτω καθώς περπατάει τρεκλίζοντας χωρίς να τη βλέπει κανείς... Έτσι πρέπει να είναι!

Και αν είναι έτσι – αφού μόνο εγώ ξέρω γι’αυτό...

Ερώτηση... Τι πρέπει να κάνει τώρα ο Ρυουτζί Τακάσου;

Απάντηση... «Πολύ απλό.»


Αν και το είπε με απόλυτη πεποίθηση, ακόμα και ο ίδιος δεν ήταν τόσο σίγουρος. Δεν απαντούσε με το μυαλό του, αλλά με την καρδιά, το δέρμα, τα κόκαλα και τη σάρκα του, με αυτό το σώμα που είχε περάσει τόσο καιρό μαζί με την Αϊσάκα.

Τότε, ας το αφήσω να προχωρήσει μόνο του! Αν έτσι πρέπει να γίνει, τότε αυτό το σώμα μου θα με πάει εκεί όπου είναι αυτή.

Οπωσδήποτε!


* * *


Στο δρόμο για το σπίτι, κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που βασίλευε...

«... Τι θέλεις;»

Ο Ρυουτζί πρόφτασε επιτέλους την Αϊσάκα και την έπιασε από τον ώμο... Ήταν σε ένα ήσυχο συνοικιακό δρομάκι και δεν φαινόταν κανείς.

Η Αϊσάκα γύρισε με απορημένο ύφος, κοίταξε τον Ρυουτζί που ήταν ακόμα λαχανιασμένος, και είπε,

«Σταμάτα επιτέλους... Δεν είσαι πια ο σκύλος μου, δεν είσαι πια υποχρεωμένος να με ακολουθείς!»

Δήλωσε ψυχρά, σπρώχνοντας μακριά το χέρι του Ρυουτζί καθώς συνέχισε να προχωράει μπροστά. Ο Ρυουτζί μίλησε στη γυρισμένη της πλάτη,

«Λες τέτοια πράγματα παρόλο που θέλεις να κλάψεις. Είσαι θλιμμένη γιατί απέτυχε η εξομολόγησή σου, σωστά; Αν και δε σε απέρριψε ακριβώς.»

«...!»

Κάνοντας ένα εντυπωσιακό άλμα προς τα πίσω, η Αϊσάκα ξεφώνισε,

«Μ, με... είδες;!»

«... Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, δε σκόπευα να κρυφακούσω. Δικό σου ήταν το φταίξιμο, πώς μπόρεσες να κάνεις τέτοια βλακεία, να εξομολογηθείς έξω από το παράθυρο της τουαλέτας των αγοριών; Έτυχε να είμαι στην τουαλέτα, και τα άκουσα όλα.»

Κάτω από το φως του ηλιοβασιλέματος, ο Ρυουτζί μπορούσε να δει το πρόσωπο της Αϊσάκα που είχε γίνει κατακόκκινο καθώς μουρμούριζε, «Α, αλήθεια;!» Από ότι φαίνεται δεν το είχε σκεφτεί καθόλου αυτό.

«Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα; Πάμε να ψωνίσουμε για το αποψινό βραδινό; Ή μήπως θέλεις να πάμε στο οικογενειακό εστιατόριο που πήγαμε και χτες για να γιορτάσουμε την αποτυχημένη σου εξομολόγηση; Μέχρι που θα κάτσω να σε ακούσω να γκρινιάζεις γι’αυτό όλη νύχτα, αλλά να ξέρεις, η προσφορά ισχύει μόνο για σήμερα!»

«... Γ... Για τι πράγμα μιλάς;!»

Η Αϊσάκα στεκόταν εκεί ακίνητη κοιτάζοντας τον Ρυουτζί με ορθάνοιχτα μάτια, σαν να είχε μόλις δει κάτι απίστευτο.

«Τώρα που το σκέφτομαι, έχει προσφορά στο χοιρινό σήμερα!»

«Ποιο χοιρινό;!»

«Ή μήπως προτιμάς να φας μοσχάρι απόψε;»

«Ούτε μοσχάρι ούτε τίποτα! Αυτό δεν έχει να κάνει με τίποτα από αυτά, τίποτα! ... Τι έχεις πάθει;! Γιατί;! Δεν είσαι πια...»

«Ή μήπως θέλεις να μαγειρέψεις εσύ;»

«Φτάνει! ... Είπα... φτάνει! Σταμάτα επιτέλους! Όλα αυτά είναι...»

«Θα σταθώ δίπλα σου.»

Η Αϊσάκα έμεινε άφωνη από αυτή την ξεκάθαρη δήλωση, και ζάρωσε πονεμένα το μέτωπό της. Ο Ρυουτζί κοίταξε την Αϊσάκα κατευθείαν στα μάτια και συνέχισε να λέει,

«Θα σταθώ δίπλα σου, θα σου μαγειρεύω, μπορείς να έρχεσαι σπίτι μου να τρως όπως συνήθως, θα σου φτιάχνω μεσημεριανό και θα έρχομαι κάθε πρωί να σε ξυπνάω, γι’αυτό...»

«Γι’αυτό τι;! ... Τι στο καλό κάνεις;!»

Η κραυγή της Αϊσάκα αντήχησε στο στενό δρομάκι,

«Τι στην ευχή κάθεσαι και λες;! Θα μας παρεξηγήσουν πάλι! Η Μινορίν ακόμα δε μας πιστεύει, θα την κάνεις να μας παρεξηγήσει ξανά, είσαι εντάξει μ’αυτό;»

«Ναι.»

Η απάντηση ήρθε ευκολότερα από όσο περίμενε.

«Όταν συμβεί αυτό, θα είναι η σειρά μου να τα σπάσω όλα! Θα βεβαιωθώ ότι ο Κιταμούρα θα είναι μπροστά και θα κάνω την τάξη πεδίο μάχης για να μη σε παρεξηγήσει ποτέ ξανά.»

«Γ... γιατί...»

Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της. Βλέπεις; σκέφτηκε σιωπηλά ο Ρυουτζί, να τι άνθρωπος είναι η Αϊσάκα, είναι ο τύπος που θα πήγαινε κάπου όπου δε θα την έβλεπε κανείς – εκτός από μένα – και θα έκλαιγε μόνη της.

«Γιατί, γιατί... Γιατί να θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο;! Δε σου είπα ήδη ότι δεν είσαι πια ο σκύλος μου;! Δεν είσαι πλέον υποχρεωμένος να το κάνεις αυτό!»

«Ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω, απλώς θέλω να το κάνω... Αφού κλαις, δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι. Γιατί θα ανησυχώ, θα ανησυχώ μήπως πεινάς... Τουλάχιστον έτσι σκέφτεται η ευγενική πλευρά μου.»

«Τ... τι στο διάβολο;!»

Παρά τα δακρυσμένα της μάτια, η Αϊσάκα κοίταξε άγρια τον Ρυουτζί,

«Κανείς δε σου ζήτησε να το κάνεις αυτό! Δεν είμαι παιδί, γι’αυτό άφησέ με ήσυχη! Δεν έχω ανάγκη να ανησυχείς για μένα!»

Και τότε, ο Ρυουτζί είπε,

«... Ααα, ώστε γι’αυτό λοιπόν!»

Επιτέλους κατάλαβε.

Γιατί ήθελε τόσο πολύ να είναι δίπλα της.

Γιατί ανησυχούσε τόσο γι’αυτήν, και γιατί δε μπορούσε να την αφήσει στην ησυχία της. Όλα αυτά ήταν επειδή...

«Επειδή δεν είμαι σκύλος... γι’αυτό θα σταθώ δίπλα σου.»

«... Τι;!»

«Εδώ που τα λέμε, ένας σκύλος δε θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σου!»

Αυτό ήταν όλο.

Δεν είμαι σκύλος, ένας σκύλος δε θα μπορούσε ποτέ να το κάνει αυτό.

Ένας σκύλος θα ερχόταν αν τον καλούσαν, αλλά μια τίγρη δε θα καλούσε ποτέ κανέναν. Επειδή είναι τίγρεις, δε χρειάζονται τη βοήθεια κανενός... έτσι είναι οι τίγρεις.

Και εδώ, τώρα, εγώ δεν είμαι σκύλος.

Και σε μένα τον ίδιο μου έρχεται να γελάσω με αυτό που θα πω, γι’αυτό γέλα αν θέλεις! Ό,τι και να γινόταν, ο Ρυουτζί ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει, γιατί εκείνη τη στιγμή ήθελε να το πει οπωσδήποτε, ήθελε η Αϊσάκα να ξέρει ότι...

Toradora vol01 239.jpg

«Είμαι δράκος, και είσαι τίγρη... Από τα παλιά χρόνια, ο δράκος ήταν το μόνο πλάσμα που μπορούσε να σταθεί σαν ίσος δίπλα στην τίγρη. Γι’αυτό πρέπει να γίνω δράκος, για να μπορώ να σταθώ δίπλα σου.»

Για να σταθεί σαν ίσος δίπλα στην Τίγρη Μινιατούρα, ο Ρυουτζί Τακάσου έπρεπε να γίνει δράκος. Ήταν αποφασισμένος να το κάνει, ακόμα και αν θα γελούσε μαζί του, ακόμα και αν τον αντιμετώπιζε σα βλάκα... αλλά,

«... Αϊ... σάκα...;»

Δεν τον είπε ηλίθιο και ούτε γέλασε μαζί του.

Μπροστά του στεκόταν ένα κορίτσι που δε μπορούσε να βγάλει κανένα ήχο. Στεκόταν με ανοιχτά τα πόδια της, τα μάγουλά της ήταν υγρά από τα δάκρυα καθώς σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον Ρυουτζί.

Έμοιαζε πολύ θυμωμένη, και ταυτόχρονα πολύ λυπημένη. Έμοιαζε να είναι λίγο φοβισμένη, μα και λίγο προβληματισμένη, και ακόμα λίγο έκπληκτη.

Το μικροσκοπικό της σώμα ήταν γεμάτο αντικρουόμενα αισθήματα, και έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Καθώς έσφιγγε τις γροθιές της...

«... Τάιγκα...»

Στο άκουσμα του ονόματός της, το σώμα της σείστηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα... Τα βλέφαρα της Τάιγκα Αϊσάκα τρεμόπαιξαν.

«Είναι μέρος του να είμαστε ίσοι, σωστά; ... Αφού εσύ με φωνάζεις Ρυουτζί, κι εγώ θα σε φωνάζω Τάιγκα.»

Είναι εντάξει αυτό; Τη στιγμή που τελείωνε τη φράση του...

«... Τι προσπαθείς να πετύχεις;!»

Η σκιά που έριχνε η σιλουέτα της φάνηκε ξαφνικά να μεγαλώνει. Ίσως κατάλαβα λάθος, αλλά...

«Τι αλαζονικές βλακείες είναι αυτές; Γιατί να πρέπει να σου επιτρέψω να με φωνάζεις με το μικρό μου;! ... Τι στο διάβολο είναι αυτές οι ανοησίες περί ισότητας;! Πώς τολμάς! Κοίτα να ξέρεις τη θέση σου, ανόητε Ρυουτζί!»

«Ε...»

Η βόμβα είχε σκάσει. Α ναι, σωστά...

«Ασφαλώς δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάς! Αν είχες, πώς θα μπορούσες να πεις κάτι τόσο αναιδές; Κι ύστερα, τι διάβολο είναι όλα αυτά που αράδιασες;! Ααα, κατάλαβα, μη μου πεις πως εσύ...»

Αφού τον περιέλουσε με ένα χείμαρρο βρισιές, η Αϊσάκα ξαφνικά σταμάτησε. Εκείνη τη στιγμή, ήταν ό,τι πιο τρομακτικό μπορούσε να υπάρξει έτσι όπως στεκόταν εκεί πέρα. Τα μάτια της άστραφταν δολοφονικά καθώς αγριοκοίταζε τον αντίπαλό της. Καθώς γλιστρούσε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον από κάτω, ανέδινε μια αύρα που θα έκανε τον οποιονδήποτε να παραλύσει από φόβο.

Αυτή ήταν η αληθινή φύση της Τίγρης Μινιατούρας.

«... Μη μου πεις πως με ερωτεύτηκες!»

«... Μη λες βλ...»

«Χμφ, ασφαλώς και όχι! Πώς θα μπορούσες εσύ από όλους τους ανθρώπους να βρεις το θάρρος να κάνεις κάτι τόσο αυτοκτονικό;»

«... Ουχ... αχ...»

Η Αϊσάκα χαμογέλασε κοιτάζοντας τον Ρυουτζί – αν και ο Ρυουτζί δεν τόλμησε να την κοιτάξει στα μάτια, έκανε ό,τι μπορούσε για να απαντήσει,

«Όχι βέβαια!»

Ακριβώς έτσι. Αυτό είναι απολύτως σωστό. Αν εννοούσε τα αισθήματά μου για τη Μινόρι, καμία σχέση. Τα αισθήματά μου για την Αϊσάκα είναι τελείως διαφορετικά, τελείως όμως.

Υπήρχε όμως ένα πράγμα για το οποίο ήταν απολύτως σίγουρος. Ο Ρυουτζί ήθελε ειλικρινά να φροντίζει αυτή την Τίγρη Μινιατούρα που ήταν η Τάιγκα. Παρόλο που δεν έχει σχέση με αγάπη, απλώς θέλω να είμαι δίπλα της... πρέπει να είμαι δίπλα της, θέλω να είμαι αυτός που είναι δίπλα της. Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι όλο, εντάξει;! Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ’αυτό, σωστά;!

«...Να πάρει, πρέπει να πηγαίνουμε! Πρέπει να πάμε στο σουπερμάρκετ, να πάρουμε χοιρινό!»

Χωρίς να διστάσει, ο Ρυουτζί ξαναβρήκε τη χαμένη του διάθεση και ξεκίνησε με ζωηρό βήμα.

Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί όπως πάντα! Έχουμε καιρό, γι’αυτό ας σταματήσουμε εδώ τώρα! Τώρα που φτάσαμε ως εδώ, δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε περίπλοκα πράγματα. Προτεραιότητά μας για την ώρα είναι το βραδινό μας!

«Αν βρούμε λίγο χοιρινό της προκοπής για σήμερα, μπορούμε να κάνουμε κοκκινιστό! Α, και ένα απλό μπάρμπεκιου με χοιρινό ίσως να είναι εντάξει... Και γιατί μένεις πίσω;!»

Αφού είδε ότι η Τάιγκα δεν τον ακολουθούσε, ο Ρυουτζί αναγκάστηκε να κάνει απότομα στροφή 180 μοιρών και να ξαναγυρίσει βιαστικά κοντά της. «Άντε, βιάσου!» Την παρότρυνε, αν και δεν την έπιασε από το χέρι. Αντί γι’αυτό τη σκούντησε απλώς στον αγκώνα με τη γωνία της τσάντας του.

«Ρυουτζί... θέλω να φάω το επιδόρπιο γιαουρτιού.»

«Ε; Τι στο καλό, τελικά θέλεις να πας πάλι στο οικογενειακό εστιατόριο; Κι εγώ που περίμενα πώς και πώς να μαγειρέψω απόψε...»

«Μπορούμε να φάμε μετά χοιρινό... μπορούμε να φάμε χοιρινό με τζίντζερ... όχι, καλύτερα να φάμε βραστό χοιρινό, που είναι μαλακό και ζουμερό!»

«Ε; Καλά, δεν έχω κανένα πρόβλημα για βραστό χοιρινό, αλλά μπορείς να τα φας όλα αυτά; Έχει πάει κιόλας πέντε, και στο σπίτι μου τρώμε πάντα στις έξι βρέξει χιονίσει... Έι, σταμάτα να με αγνοείς! Και γιατί πας μπροστά μου;!»

«...Ρυουτζί!»

Η Τάιγκα, που είχε προχωρήσει μόνη της μπροστά από τον Ρυουτζί, σταμάτησε ξαφνικά και έκανε μεταβολή, κοιτάζοντάς τον με τα καθαρά μάτια της. «Ουχ!» Ο Ρυουτζί δεν ήξερε τι να πει,

«... Τι; Τ... Τάιγκα;!»

Απάντησε τρομαγμένος κοιτάζοντας βιαστικά το νυχτερινό ουρανό. Όμως...

«... Μπορείς να το βουλώσεις για λίγο;»

Καθώς οι κακεντρεχείς λέξεις έφτασαν στα αυτιά του Ρυουτζί, αναρωτήθηκε μήπως είχε παρακούσει. «Αααχ~!» Η Τάιγκα αναστέναξε κωμικά μπροστά στον Ρυουτζί και είπε,

«Θα έπρεπε να καταλάβεις πόσο στεναχωρημένη είμαι αυτή τη στιγμή! Πώς μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητος; Και βασίζομαι σε σένα για το επόμενο σχέδιό μας, γιατί δε θα το βάλω κάτω ακόμα για τον Κιταμούρα-κουν, κατάλαβες; Κι εσύ, τι ήταν αυτά που είπες; Δράκος; Ε λοιπόν, λίγο με νοιάζει αν είσαι δράκος ή σκύλος, αλλά αφού είπες πως θα είσαι στο πλευρό μου, πρέπει να δουλέψεις σκληρά για την ευτυχία μου!»

Πού εξαφανίστηκαν αυτά τα δάκρυα; Η Τίγρη Μινιατούρα ήταν πάντα η Τίγρη Μινιατούρα, και με λίγες μόνο σκληρές λέξεις και ένα περιφρονητικό βλέμμα, έκανε κομμάτια την καρδιά του Ρυουτζί.

Πόσο κοφτερά ήταν τα δόντια και τα νύχια της; Για πόσο θα μπορούσε η τρομερή, ανθρωποφάγα Τίγρη Μινιατούρα να παραμένει αήττητη;

Και, τι θα απογίνει αυτός, τώρα που δήλωσε πως θα μείνει στο πλευρό της;

«Ίσως...........να βιάστηκα λιγάκι...»

Βογγώντας ασυναίσθητα, ο Ρυουτζί σταμάτησε απότομα. Ίσως αυτό να ήταν μεγάλο λάθος εκ μέρους του. Καθώς το αναλογιζόταν αυτό, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.

Και έτσι, δεν είδε.

Δεν είδε το πρόσωπο της Τάιγκα, λίγα μέτρα μακριά του, που χαμογελούσε με χαμηλωμένο βλέμμα, κοιτάζοντας τον Ρυουτζί.

«... Είπε, ‘Τάιγκα’...»

Δε μπόρεσε να δει την έκφραση του προσώπου της την ώρα που άφηνε ένα πνιχτό, σιγανό γελάκι, σαν το γουργούρισμα ενός περιστεριού.


                                     Ακόμα και σήμερα, κανείς στον κόσμο δεν το έχει δει.


Πίσω σε Κεφάλαιο 5 Επιστροφή σε Αρχική σελίδα Εμπρός σε Σημειώσεις του Συγγραφέα